Η ωμή πραγματικότητα στα ελληνοτουρκικά

Η ωμή πραγματικότητα στα ελληνοτουρκικά

Το παρόν κείμενο έχει ως στόχο την διασαφήνιση ορισμένων δεδομένων και προοπτικών για τα ελληνοτουρκικά, δεδομένων και προοπτικών που φαίνεται να οδηγούνται σε σύγχυση μέσα στην παραζάλη του πολέμου στην Ουκρανία και των δυσάρεστων ενδείξεων περαιτέρω κλιμάκωσης.

Έχοντας ανέκαθεν επιμείνει στην ανάγκη διάκρισης μεταξύ μακροχρόνιας τάσης και παροδικών μεταπτώσεων στη στρατηγική της Άγκυρας απέναντι στην Ελλάδα, διαβάζω με έκπληξη κείμενα που αναφέρονται σε μια ακόμη «μεταστροφή» της τουρκικής συμπεριφοράς. Ως εάν η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού, απολύτως κατανοητή στο πλαίσιο της ευρωατλαντικής συμμαχίας τη συγκεκριμένη συγκυρία του ουκρανικού, θα σήμαινε κάτι για τη στρατηγική της γείτονος. Για να είχε συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να είχε προηγηθεί συστηματική δουλειά με σοβαρές ενδείξεις για απτά αποτελέσματα.

Αρχίζει δυστυχώς να διαφαίνεται ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Ας θυμηθούμε το 2017. Η πρώτη επίσημη επίσκεψη προέδρου της Τουρκίας στην Ελλάδα ύστερα από 65 χρόνια, έγινε σε μια συγκυρία στην οποία η κυβέρνηση Ερντογάν είχε αρχίσει να απομονώνεται στο Δυτικό στρατόπεδο. Η τότε κυβέρνηση στην Αθήνα της έδωσε ένα χρήσιμο διπλωματικό βήμα. Η επίσκεψη είχε εξελιχθεί άσχημα, με αναθεωρητικές αναφορές στη Συνθήκη της Λωζάνης, διαξιφισμούς και την επίσκεψη Ερντογάν στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, μειονότητα την οποία η Άγκυρα καπηλεύεται ως τουρκική. Η Ελλάδα δεν κέρδισε κάτι από εκείνη την επίσκεψη, μάλλον έχασε. Άλλωστε, εκτός του Αιγαίου και της Κύπρου, θα πρέπει να μας προβληματίζει συστηματικά και το μέλλον της Θράκης, όπου τείνουμε να αποδεχτούμε τον εκτουρκισμό των διαφορετικών μειονοτήτων, των Πομάκων, των Αλεβιτών και των Ρομά. Η Αθήνα θα πρέπει να ενθαρρύνει τον πλουραλισμό και, συνακόλουθα, την εξασθένιση του ρόλου του Τουρκικού προξενείου. Σε κάθε περίπτωση, οι σχέσεις μετά το 2017 πήραν την κατιούσα, με αποκορύφωμα την οξύτατη κρίση και παρολίγον πολεμική αναμέτρηση του 2020.

Ας επιστρέψουμε στο 2022. Η Τουρκία, όπως άλλωστε αναμενόταν, έσπευσε μετά τη συνάντηση να υπενθυμίσει (με μαζικές παραβιάσεις και υπερπτήσεις) το γενικό πλαίσιο των όρων παραμονής της στη Δύση. Θεωρώντας ότι η ουκρανική τραγωδία την αναβαθμίζει, η Άγκυρα επιχειρεί να ξεκαθαρίσει ότι η επαναπροσέγγιση με τη Δύση δεν συνεπάγεται άμβλυνση των επιμέρους διεκδικήσεων και των απόψεών της. Σε αυτό το εκρηκτικό πλαίσιο, η Τουρκία επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την συγκυρία για να προωθήσει τον ρόλο της στο ενεργειακό – αναμένουμε τις λεπτομέρειες στις οποίες άλλωστε θα κριθεί – ενώ εμμένει στις επικίνδυνες αναθεωρητικές απόψεις της σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Δεν είναι μόνο η συνεπής αποφυγή επιβολής κυρώσεων στη Ρωσία, η συνεχιζόμενη διελκυστίνδα με τους S-400 κλπ. Τόσο με τις μαζικές παραβιάσεις και υπερπτήσεις στο Αιγαίο όσο και με τις δηλώσεις κατά του προέδρου Biden για τη γενοκτονία των Αρμενίων, η Τουρκία επιχειρεί να καταστήσει σαφείς τους όρους παραμονής της στη Δύση σε αυτή την απολύτως κρίσιμη συγκυρία με το ουκρανικό.

Δυστυχώς οι όροι αυτοί περιλαμβάνουν τις απαράδεκτες και εξαιρετικά επικίνδυνες διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας. Σήμερα, το «στρατηγικό βάθος» της Τουρκίας και οι «πολλαπλές περιφερειακές ταυτότητές» της που προσπαθούσε να αναδείξει ο Νταβούτογλου, εκφράζονται πια με τρόπο ταυτόχρονα πιο εξειδικευμένο αλλά και πιο επικίνδυνο.

Στη θέση του υπερ-φιλόδοξου παγκόσμιου ρόλου στο οικονομικό πλαίσιο του G-20 και πιο πέρα, ο Ερντογάν εστιάζεται σε ένα αμεσότερα μιλιταριστικό παιχνίδι, αναβαπτίζοντας τις παραδόσεις του κεμαλικού μιλιταρισμού σε ένα νέο πλαίσιο οθωμανικής προβολής της ισχύος της χώρας ως προστάτιδας των καταπιεσμένων μουσουλμάνων.

Η Άγκυρα αμφισβητεί συνολικά τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ακόμη και η ημέρα που καθορίστηκε για την τελετή αλλαγής του χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας, η 24η Ιουλίου, επελέγη για να θυμίσει την ημέρα υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923.

Η ελληνική αμηχανία

Μεταξύ των ψευδο-γερακιών που, εδώ και χρόνια, προαναγγέλλουν πόλεμο με την Τουρκία κάθε δεύτερη ημέρα (και διαψευδόμενοι επανέρχονται με την ίδια εμμονή) και των ψευδο-περιστερών που συστηματικά αγνοούν την βαρύτητα κάθε τουρκικής διεκδίκησης (αποδίδοντας μάλιστα στην ελληνική κοινή γνώμη τη δυσκολία «διαπραγματεύσεων» με την αναθεωρητική γείτονα), έχει σχεδόν χαθεί ο χώρος για την ορθολογικά πατριωτική προσέγγιση του προβλήματος. Πέρα από την σταθερή ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας και την ρεαλιστική και κατά το δυνατόν πλήρη ενημέρωση της κοινής γνώμης μακριά από επικοινωνιακούς πολιτικαντισμούς, τι πρέπει να πράξει η Αθήνα;

Καταρχήν, όπως εξηγώ από χρόνια, η Ελλάδα πρέπει να επιχειρήσει να συνδιαμορφώσει το μελλοντικό πλαίσιο των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας. Όχι συνολικά τη «δυτική» προσέγγιση στην Τουρκία και μάλιστα με δεδομένες τις ειδικές παραμέτρους που καθορίζει η σημερινή, πολεμική φάση με την Ρωσία (ακούστηκε και αυτή η επικίνδυνη αφέλεια τις τελευταίες ημέρες), αλλά συγκεκριμένα τη σχέση με την ΕΕ, όπου η Αθήνα και άποψη οφείλει να έχει και να επηρεάσει πραγματικά δύναται.

Σήμερα, μια στρατηγική «Ελσίνκι 2» δεν είναι πια εφικτή, όσο και αν γοητεύει η απατηλή ασφάλεια των επαναλήψεων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι τον Δεκέμβρη 1999 σήμανε την έναρξη μιας – τελικώς ατελέσφορης για τον ένα ή τον άλλο λόγο – ελληνικής προσπάθειας να χρησιμοποιηθεί θετικά η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ως μέσον πίεσης επί της Άγκυρας ώστε να τροποποιήσει τις θέσεις της στα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο. Ανεξαρτήτως των αιτίων και συνθηκών που μπορούν να ερμηνεύσουν αυτή την έκβαση, σήμερα η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας είναι κατ’ ουσίαν όχι απλώς παγωμένη αλλά νεκρή.

Κατά συνέπεια, όπως έγραψα εδώ πριν ενάμιση χρόνο, αυτό για το οποίο αξίζει να προσπαθήσουμε, είναι η προσεκτική συνδιαμόρφωση των συνθηκών για την επίτευξη βιώσιμης ειρήνης με την Τουρκία σε μια γειτονιά του πλανήτη που θα παραμείνει ρευστή και επικίνδυνη. Δεν υπάρχουν εύκολες και γρήγορες «λύσεις».

Ως προς την ΕΕ, το εγχείρημα σήμερα τίθεται σε άλλη βάση (όχι στην ένταξη) και είναι πολύ περισσότερο σύνθετο: θα πρέπει η Τουρκία να πιεστεί για ένα καθεστώς σχέσεων το οποίο να αποτελέσει, ταυτόχρονα, κίνητρο και για συμμόρφωση ως προς τα ειδικότερα θέματα που μας απασχολούν. Με άλλα λόγια, το ζήτημα σήμερα είναι κατά πόσον μια νέα συνολική προσέγγιση της σχέσης ΕΕ-Τουρκίας στο νέο περιβάλλον και με τα νέα δεδομένα μπορεί να περιλαμβάνει και όρους για τα ελληνοτουρκικά και πώς αυτοί οι όροι θα καταστεί δυνατό να τύχουν εφαρμογής.

Πέρα από τη Γαλλία, ήδη στην Αυστρία, την Ιταλία και αλλού διατυπώνονται σαφή επιχειρήματα για την ανάγκη υιοθέτησης εναλλακτικών σεναρίων για τη μελλοντική σχέση ΕΕ – Τουρκίας. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει ενδιαφέρον σημείο εκκίνησης ή, αντίθετα, να λειτουργήσει εντελώς αποπροσανατολιστικά: Η Τουρκία δεν είναι απλώς χώρα με την οποία η ΕΕ επιθυμεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο περαιτέρω εμπορικής και οικονομικής σύμπλευσης. Είναι χώρα η οποία συστηματικά απειλεί το status quo στην περιοχή και διατηρεί σχέσεις έντασης και δυνητικά σύγκρουσης τουλάχιστον με δυο κράτη-μέλη της ΕΕ. Δεν είναι αποδεκτή από την Ελλάδα μια ειδική σχέση που θα επιτρέπει στην Τουρκία – εκτός πια ενταξιακής πορείας και προοπτικής – πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά χωρίς να της επιβάλλει (α) στοιχειώδεις υποχρεώσεις για το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα και (β) πλήρως διασαφηνισμένες υποχρεώσεις για τους όρους καλής γειτονίας και την απόρριψη προσφυγής στη βία ως μέσον επίλυσης διαφορών.

Πριν τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι περισσότεροι διεθνείς αναλυτές συνέκλιναν στην άποψη ότι η ΕΕ δεν ήταν πια δυνατό να προσεγγίζει την τουρκική επιθετικότητα μόνον με μέσα ήπιας ισχύος. Η ΕΕ θα όφειλε να προκρίνει ένα συνδυασμό αποφασιστικότητας και ταυτόχρονης υποβοήθησης των τάσεων συνεργασίας.

Η Ελλάδα πρέπει σήμερα να εστιαστεί συστηματικά στην επαναφορά της συζήτησης των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας σε εκείνο, περίπου, το πλαίσιο, ανεξαρτήτως της μίας ή της άλλης εξέλιξης στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας. Για την ΕΕ, η μετεξέλιξη της τελωνειακής ένωσης πρέπει να αποτελέσει κομμάτι αυτής της συνολικής νέας προσέγγισης και όχι οριοθετημένο πεδίο πολιτικής το οποίο – εξ ορισμού – αποτελεί καταρχήν συμφέρουσα για την Άγκυρα διευθέτηση. Στο επίπεδο της συνολικής νέας σχέσης ΕΕ – Τουρκίας, παρότι είναι γνωστές και δεδομένες οι δυσκολίες που σχετίζονται με την υιοθέτηση μέτρων των οποίων η επιβολή είναι αυτόματη, θα πρέπει από την ελληνική πλευρά να υποστηριχθεί σθεναρά μια μορφή αποτελεσματικών και προβλέψιμων μηχανισμών αντίδρασης σε παραβιάσεις των όρων που προαναφέρθηκαν. Η ύπαρξη ενός μηχανισμού επιβολής μέτρων ή/και αναστολής δικαιωμάτων πρόσβασης που θα εμπεριέχει και χαρακτηριστικά αυτόματης ενεργοποίησης θα είναι αναγκαία για κάθε πλαίσιο ειδικής σχέσης στην περίπτωση της Τουρκίας.

Και ως προς τις σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ; Εδώ υπάρχει – σε επιστέγασμα των εξαιρετικών διμερών σχέσεων που υπήρχαν ανέκαθεν και ενισχύθηκαν πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια – μια δυνητικά κρίσιμη επιπρόσθετη εξέλιξη. Η ομιλία του κ. Μητσοτάκη σε ειδική συνεδρίαση του Κογκρέσου, η οποία για να πραγματοποιηθεί σημαίνει ότι έχει συμφωνηθεί και από τους Δημοκρατικούς και από τους Ρεπουμπλικάνους και στη Βουλή και στη Γερουσία, θα είναι μια ιστορική στιγμή για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις.

Σε αυτή την ιστορική στιγμή, στο Κογκρέσο αλλά και – κυρίως – στις επιμέρους συνομιλίες του, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα πρέπει να καταστήσει σαφή τη σοβαρότητα της κατάστασης με τις τουρκικές διεκδικήσεις όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για την Ανατολική Μεσόγειο και τη συνοχή του ΝΑΤΟ. Θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να γίνει σαφές ότι εάν η Τουρκία επιχειρήσει να χτυπήσει ελληνικά νησιά, πράγμα καθόλου απίθανο, η Ελλάδα θα απαντήσει άμεσα και συνολικά. Και – φυσικά – θα θεωρήσει ότι μια, μέχρι στιγμής, πλήρης συμμαχική κάλυψη υφίσταται για την Αθήνα: η συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής με τη Γαλλία. Άλλωστε η Ευρώπη θα πρέπει να προσπαθήσει να ξαναβρεί το βηματισμό της, εντός του ευρωατλαντικού πλαισίου αλλά με διακριτή φωνή, πριν μια νέα περίοδος Τραμπ μας υπενθυμίσει πιθανόν και πάλι τα δυσβάστακτα κόστη της ευρωπαϊκής ανυπαρξίας.

Συμπέρασμα

Στην πορεία ανάδειξής της όχι μόνον ως χερσαίας αλλά και ως θαλάσσιας δύναμης, η Τουρκία θα εξακολουθήσει να πιέζει την Ελλάδα και την Κύπρο, ενώ οι εθνικιστικές - μιλιταριστικές τάσεις στο εσωτερικό της θα εξακολουθήσουν να προσδίδουν ένα βαθμό συνοχής σε ένα κοινωνικό σώμα με φυγόκεντρες δυνάμεις. Όσο η σύγκρουση Δύσης – Ρωσίας δεν φτάνει σε άμεση πολεμική ρήξη (πράγμα που έχουμε κάθε λόγο να απευχόμαστε) η Άγκυρα θα εξακολουθήσει να διαδραματίζει έναν ειδικό ρόλο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις πραγματικές ή προσχηματικές ανοχές απέναντί της.

Στην Άγκυρα, η επίκληση της «γαλάζιας πατρίδας» σημαίνει την προσπάθεια της Τουρκίας να γίνει θαλάσσια δύναμη αλλά με όρους και προθέσεις κατάκτησης ζωτικού χώρου. Σε αυτή τη βάση, την οποία έχουμε αναλύσει στο παρελθόν, η κυβέρνηση Ερντογάν αλλά και η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, δηλώνουν ότι αν η Ελλάδα δεν αλλάξει στάση ως προς την «στρατικοποίηση», θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η ελληνική κυριαρχία των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.

Με άλλα λόγια, η Τουρκία επιχειρεί να «γκριζάρει» όχι πια περιοχές και βραχονησίδες αλλά μεγάλα ελληνικά νησιά. Με στόχο να αφεθούν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου χωρίς άμυνα ώστε στην κατάλληλη συγκυρία, μετά από κάποια επεισόδια που θα προκληθούν με την κατάλληλη προβοκάτσια, η τουρκική αποβατική δύναμη απέναντι να επιχειρήσει την κατάληψη ενός νησιού. Και να ακολουθήσει μια διαπραγμάτευση με την Ελλάδα σε μειονεκτική θέση.

Ως προς την Ελλάδα, η Τουρκία χτίζει συστηματικά και μετά (σε περιόδους μεγάλης κρίσης όπως η σημερινή με το Ουκρανικό) επιχειρεί να πραγματοποιήσει κέρδη. Ούτε μένει στα λόγια: το τουρκολιβυκό μνημόνιο υφίσταται, η κατοχή την Κύπρο υφίσταται, το γκριζάρισμα με τα Ίμια υφίσταται.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει το κόστος της επαναπροσέγγισης της Τουρκίας με τη Δύση. Για καταρχήν βελτίωση των σχέσεων, η Τουρκία οφείλει σε κάτι να υποχωρήσει. Όπως έχω εξηγήσει κατ’επανάληψη, αυτό που στρατηγικά έχει λόγο να επιθυμεί η Ελλάδα για τις σχέσεις με την Τουρκία είναι μια βιώσιμη ειρήνη που δεν υποκρύπτει φινλανδοποίηση. Βάσει αυτού του πλαισίου θα πρέπει να αποτιμώνται εξελίξεις και πρωτοβουλίες. Κάθε αποκλιμάκωση είναι προφανώς καλοδεχούμενη, αλλά η επίτευξη ισορροπίας δυνάμεων απέναντι σε μια γείτονα με αναθεωρητικές τάσεις και η στιβαρή προώθηση των ελληνικών θέσεων αποτελούν προϋπόθεση για διάλογο και –εάν οι εξελισσόμενες συνθήκες ευνοήσουν– για βιώσιμη ειρήνη στο μέλλον. Προς το παρόν, φίλοι και σύμμαχοι θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η τουρκική στρατηγική απέναντι στην Ελλάδα μπορεί πραγματικά να οδηγήσει στην κατάρρευση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα προφανώς το απεύχεται αλλά η Τουρκία ενδέχεται να το καταστήσει αναπόφευκτο.

* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ