Η μεγάλη ευκαιρία του «rebranding» για την οικονομία
Η Ελλάδα με τα μάτια των ξένων

Η μεγάλη ευκαιρία του «rebranding» για την οικονομία

Όπως πάντοτε, οι κρίσεις εκτός από σοβαρά προβλήματα δημιουργούν και ευκαιρίες. Για την ελληνική οικονομία, η μεγάλη ευκαιρία που έχει μπροστά της αποτελεί ταυτόχρονα και ένα πολύ κρίσιμο στοίχημα για τα επόμενα χρόνια: Να αξιοποιήσει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και να κεφαλαιοποιήσει την κερδισμένη αξιοπιστία λόγω της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κρίσης του κορονοϊού και των ταχύτατων αντανακλαστικών που επέδειξε.

Τα δομικά προβλήματα της οικονομίας είναι δεδομένα και οι αδυναμίες της γνωστές. Όμως ο τρόπος που αντιμετωπίζεται πλέον από διεθνείς παράγοντες και οικονομικούς αναλυτές δεν θυμίζει σε τίποτα την Ελλάδα των μνημονίων και της απαξίωσης. Τέτοιο rebranding για την Ελλάδα ενδεχομένως να μην έχει υπάρξει εδώ και δεκαετίες. Ξεκίνησε με δειλά βήματα από την οικονομία, αλλά η κρίση του κορονοϊού έγινε ευκαιρία. Βρεθήκαμε από το ναδίρ, να είμαστε το θετικό παράδειγμα παγκοσμίως, όχι μόνο για τον τρόπο που διαχειρίστηκε η χώρα την υγειονομική κρίση, αλλά κυρίως γιατί μέσα σε αυτούς τους μήνες της κρίσης (για την ακρίβεια, μέσα σε λίγες εβδομάδες) έγιναν ή δρομολογήθηκαν μεταρρυθμίσεις άνευ προηγουμένου και χωρίς κόστος, οι οποίες αλλάζουν τη φυσιογνωμία της οικονομίας.

Από την ψηφιακή μεταρρύθμιση στο Δημόσιο (ενοποίηση συστημάτων, ψηφιακές υπογραφές κ.λπ.), τον τρόπο λειτουργίας του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού τομέα με τη δοκιμασία και εν μέρει καθιέρωση της τηλεργασίας, στην οποία η Ελλάδα ήταν πολύ πίσω, την αναμόρφωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας από άποψη δομών και υποδομών (από 565 ΜΕΘ φτάνουμε στις 1.200 ΜΕΘ το καλοκαίρι), που σημαίνει ότι μειώνονται δραματικά οι χρόνοι αναμονής και σπάει ένα σύστημα διαφθοράς, «φακελάκια» κ.λπ. Στην οικονομία πέρασαν νομοσχέδια απλοποίησης διαδικασιών επενδύσεων, προστασίας του περιβάλλοντος κ.ά.

Στο πρόσφατο υπουργικό συμβούλιο, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι το μεταρρυθμιστικό έργο της κυβέρνησης δεν φρενάρει, αλλά αντίθετα επιταχύνεται και έκανε λόγο για κατάθεση 36 νομοσχεδίων στη Βουλή έως τα τέλη Ιουλίου. Το μεγάλο στοίχημα είναι η ομαλή άρση των περιοριστικών μέτρων και η επανεκκίνηση της οικονομίας. Τώρα η προσοχή στρέφεται στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται και στο πώς μπορούν να αξιοποιηθούν τα όποια θετικά, με την παραδοχή πάντα ότι η πανδημία δεν θα δώσει σύντομα νέο κύμα, αφού ένα νέο lockdown θα ήταν καταστροφικό.

Σε αυτό το μοτίβο, η κυβέρνηση διαμηνύει πως δεν προτίθεται να κάνει χρήση των φθηνών δανείων που της αναλογούν μέσω του ESM (2% του ΑΕΠ) και συνεχίζει να «χτίζει» σχέσεις με τις αγορές, δρομολογώντας νέες εκδόσεις κρατικών ομολόγων.

Η προσπάθεια 

Αποκλείει, παράλληλα, κάθε συζήτηση για δανεισμό υπό όρους στο στυλ των μνημονίων, ακόμη και με πολύ πιο ήπια μορφή από τα τρία μνημόνια της κρίσης χρέους, καθώς η προσφυγή σε τέτοιες μορφές χρηματοδότησης θα συνιστούσε επιστροφή σε ένα παρελθόν το οποίο η χώρα έχει αφήσει πίσω. Αυτός είναι ο λόγος που καταβάλλεται προσπάθεια συνετής οικονομικής διαχείρισης, παρά τις τεράστιες ανάγκες που γεννάει η κρίση, για να μην αδειάσουν τα δημόσια ταμεία και αναγκαστεί η χώρα να καταφύγει σε υπό όρους δανεισμό.

Όμως, όρους θέτουν και οι αγορές, εκτός από τους Ευρωπαίους πιστωτές. Αυτό που ζητούν σήμερα οι ξένοι επενδυτές για να δουν την Ελλάδα ακόμη πιο σοβαρά είναι να συνεχίσει στο ίδιο μονοπάτι και να μην επηρεαστεί από τη σφοδρή αλλά μικρή σε διάρκεια ύφεση που περνάει. Αν καταφέρει η κυβέρνηση να αξιοποιήσει το rebranding που συντελείται και να δώσει βάρος ώστε να δημιουργήσει υπεραξία στην οικονομία, θα έχει θέσει τις βάσεις για να αλλάξει κατηγορία η χώρα και να μπει στο κλαμπ των οικονομιών που δίνουν το παράδειγμα.

Αθανάσιος Βαμβακίδης: Να αξιοποιήσει η Ελλάδα την αξιοπιστία που κέρδισε

Η παγκόσμια κρίση του Covid-19 ξέσπασε σε μια συγκυρία που η ελληνική οικονομία είχε μπει επιτέλους σε τροχιά διατηρήσιμης ανάκαμψης μετά την πρωτοφανή κατάρρευση της τελευταίας δεκαετίας. Τα απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό του κορωνοϊού προκαλούν σήμερα ακόμη μία σφοδρή ύφεση, με σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές. Ακόμα και μετά το lockdown, πολλοί κλάδοι δεν θα καταφέρουν να λειτουργήσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους για όσο διάστημα ο ιός συνεχίζει να αποτελεί απειλή. Η Ελλάδα, βέβαια, δεν είναι μόνη της, καθώς η Ευρώπη και σχεδόν ολόκληρος ο πλανήτης αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις.

Εντούτοις, ενώ στην προηγούμενη κρίση οι περισσότερες χώρες υποστήριζαν ότι «δεν ήταν Ελλάδα», σε αυτή την κρίση η Ελλάδα έχει γίνει παράδειγμα προς μίμηση. Η έγκαιρη και αποφασιστική εφαρμογή μέτρων είχε ως αποτέλεσμα ένα από τα μικρότερα ποσοστά θνησιμότητας από τον ιό στον κόσμο, παρά τον σχετικά ηλικιωμένο πληθυσμό και ένα σύστημα υγείας με περιορισμένους πόρους. Επίσης, η Ελλάδα ήταν οργανωμένη και μπροστά από την καμπύλη και έχει λάβει πολύ θετικές αναφορές από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.

Η Ελλάδα τώρα μπορεί να χτίσει πάνω στην ισχυρή αξιοπιστία που έχει κερδίσει για να υποστηρίξει την ανάκαμψή της. Σαφέστατα αποτελεί μία από τις ασφαλέστερες χώρες σε ό,τι αφορά τον Covid-19. Απολαμβάνει, επίσης, πολιτική σταθερότητα. Η διαχείριση της κρίσης ήταν εντελώς διαφορετική από όσα είδαμε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης, αποδεικνύοντας ότι η χώρα έχει αλλάξει για τα καλά. Διαθέτει ένα παραγωγικό, ανταγωνιστικό και μορφωμένο εργατικό δυναμικό και λογικές τιμές στα ακίνητα. Ξεκινώντας από χαμηλή βάση, πολλοί κλάδοι μπορούν να ευημερήσουν τα επόμενα χρόνια. Εχει αλλάξει επίσης η συμπεριφορά της χώρας απέναντι στις ξένες επενδύσεις, οι οποίες πλέον θεωρούνται βασικός μοχλός ανάπτυξης.

Προτεραιότητα σήμερα είναι σαφώς η διαχείριση του ανοίγματος της οικονομίας με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή επιστροφή στην κανονικότητα και να αποφευχθεί η αύξηση των κρουσμάτων. Εστιάζοντας στην επόμενη μέρα, η Ελλάδα θα πρέπει να αξιοποιήσει το βελτιωμένο προφίλ της για να προσελκύσει παγκόσμιους επενδυτές. Θα μπορεί ενδεχομένως να κερδίσει χρόνο, καθώς όλοι τηρούν στάση αναμονής. Ομως, η εφαρμογή μιας φιλόδοξης μεταρρυθμιστικής ατζέντας για τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος είναι σήμερα ακόμη πιο κρίσιμη. Τώρα είναι η ώρα να τεθεί σε ισχύ μια μακρά λίστα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που δεν εφαρμόστηκαν την περασμένη δεκαετία. Η υφιστάμενη κυβέρνηση ξεκίνησε τη θητεία της με την ανάπτυξη να αποτελεί βασικό της στόχο και αυτός ο στόχος είναι πιο σημαντικός από ποτέ.

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να ζητά μία συνολική λύση για το πρόβλημα του χρέους, το οποίο έχει επιδεινωθεί σχεδόν για όλες τις χώρες της περιοχής, έτσι ώστε να αποτραπεί ένας νέος θανάσιμος φαύλος κύκλος λιτότητας και αδύναμης ανάπτυξης.

Ο Αθανάσιος Βαμβακίδης είναι Managing Director, Global Head G10 FX Strategy, της Bank of America

Ιωάννης Λογοθέτης: Κλειδί το µεταρρυθµιστικό momentum και οι πολιτικές

Επειτα από μια εξαιρετική χρονιά για το ελληνικό Χρηματιστήριο και την οικονομία, η πανδημική κρίση που ξέσπασε απρόσμενα εξαΰλωσε όλα τα κέρδη του 2019, ενώ παράλληλα ήρθε σε μια στιγμή που η οικονομία ανέκαμπτε από μια μακροχρόνια περίοδο ύφεσης και παρατεταμένων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής. Είναι γεγονός ότι η χώρα έχει κερδίσει σημαντική αξιοπιστία όσον αφορά τη διαχείριση της κρίσης, ενώ χαρακτηρίστηκε από διεθνείς φορείς και μέσα μαζικής ενημέρωσης ως παράδειγμα προς μίμηση για την αντιμετώπισή της. Παράλληλα διατηρεί τη βιωσιμότητα του κρατικού χρέους και διαρκή πρόσβαση στις διεθνείς αγορές με πολύ χαμηλά επιτόκια, ενώ επωφελείται και από την πρόσφατη ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Ομως η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις μέσα σε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον, με τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη να έρχονται αντιμέτωπες με ύφεση της τάξεως του 5%-15% και εκατομμύρια ανέργους. Κλάδοι όπως ο τουρισμός, οι αερομεταφορές και η ναυτιλία αποτελούν πάνω από το 50% του ελληνικού ΑΕΠ και έχουν πληγεί σφόδρα. Η χαμένη καλοκαιρινή σεζόν και η μείωση της ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο θα οδηγήσουν σε πτώση των εξαγωγών, ενώ προβλήματα στο εμπόριο και τις εφοδιαστικές αλυσίδες θα επηρεάσουν αρνητικά την εγχώρια οικονομία. Παράλληλα η ύφεση θα οδηγήσει σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δάνειων, βάζοντας σε κίνδυνο τα σχέδια εξυγίανσης των τραπεζών.

Ολα τα προαναφερθέντα δημιουργούν μεγάλες προκλήσεις όσον αφορά την προσέλκυση επενδύσεων και θεσμικών κεφαλαίων. Η χρηματιστηριακή αγορά με τα διαχρονικά της προβλήματα (αναιμική ρευστότητα, μικρή κεφαλαιοποίηση και περιορισμένη συμμετοχή θεσμικών επενδυτών) θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακάμψει χωρίς να υπάρξει μεγαλύτερη ορατότητα για την πορεία της πανδημίας, την αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών δράσεων στη διαχείριση της κρίσης και τη μακροοικονομική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, ο ελληνικός χρηματιστηριακός δείκτης παραμένει ακόμα στην κατηγορία της αναδυόμενης αγοράς, με αποτέλεσμα να προσελκύει κυρίως κερδοσκοπικά κεφάλαια, με τους θεσμικούς διαχειριστές κεφαλαίων να παραμένον επιφυλακτικοί.

Η Ελλάδα σήμερα χρειάζεται ένα rebranding, το οποίο θα μπορούσε να γίνει με τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις και πολιτικές, ώστε να αλλάξει η επιφυλακτική στάση των θεσμικών επενδυτών. Η πρόσφατη διόρθωση παρουσιάζει μοναδικές ευκαιρίες για τοποθετήσεις μακροπρόθεσμων επενδυτών σε εισηγμένες με θετικές προοπτικές. Η ελληνική κυβέρνηση προχωράει σε σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων και σε εφαρμογή νέων διαχειριστικών πλαισίων για τη λειτουργία των επιχειρήσεων, την υγειονομική πολιτική και τη στήριξη των βασικών κλάδων της οικονομίας. Ασφαλώς δημιουργούνται θετικές προοπτικές σε σύγκριση με πολλά αναπτυγμένα κράτη, εφόσον δεν υπάρξει δεύτερο κύμα κρουσμάτων και καραντίνας. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση επιβάλλεται να διατηρήσει το μεταρρυθμιστικό της momentum και να συνεχίσει απρόσκοπτα τις διαρθρωτικές αλλαγές που προωθούσε πριν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, ώστε να αντιμετωπίσει τις δυσμενείς επιπτώσεις και παράλληλα να προσελκύσει τα πολυπόθητα θεσμικά κεφάλαια.

Ο Ιωάννης Λογοθέτης είναι διαχειριστής κεφαλαίων στον επενδυτικό οίκο Sarasin, με έδρα το City του Λονδίνου.

*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 15ης Μαΐου

AP Photo/Lefteris Pitarakis