Η μάχη των λιπασμάτων μαίνεται - Αγρότες και καταναλωτές τα πρώτα θύματα

Η μάχη των λιπασμάτων μαίνεται - Αγρότες και καταναλωτές τα πρώτα θύματα

Παρά το γεγονός πως δεν έχουν επιβληθεί κυρώσεις στις ρωσικές εταιρείες παραγωγής λιπασμάτων, ο πόλεμος έχει σαν συνέπεια τη συνεχή άνοδο των τιμών των λιπασμάτων και την ανησυχία για τις συνέπειες στην παγκόσμια αγροτική παραγωγή. Καθώς ο κόσμος αγωνιά για μία πιθανή επισιτιστική κρίση, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής απεύχονται την επιβολή κυρώσεων στη ρωσική βιομηχανία λιπασμάτων, οι δυτικές βιομηχανίες προσπαθούν να αυξήσουν την παραγωγή τους και οι αγρότες φοβούνται την οικονομική τους καταστροφή.

Η βιομηχανία λιπασμάτων έχει βρεθεί στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, με αφορμή τη ρωσική εισβολή και τον πόλεμο στην Ουκρανία, αφού η Ρωσία και η Λευκορωσία είναι από τους βασικότερους παραγωγούς λιπασμάτων κάθε είδους. Και στα αζωτούχα, και στα φωσφορικά και σε αυτά που είναι πλούσια σε κάλιο (ποτάσα), η παραγωγή των δύο χωρών είναι πολύ μεγάλη, και αν αθροίσουμε τη συνολική παραγωγή τους, είναι μεγαλύτερη από του Καναδά, που είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός λιπασμάτων στον κόσμο. Αυτά βέβαια είναι λίγο πολύ γνωστά, όπως και το γεγονός πως από την έναρξη του πολέμου μέχρι τώρα η τιμή των λιπασμάτων έχει σημειώσει πολύ σημαντική άνοδο, πάνω από 40%. Και αυτό παρά το γεγονός πως ο τομέας των λιπασμάτων δεν έχει γίνει στόχος των κυρώσεων των δυτικών χωρών.

Η απουσία κυρώσεων δεν σημαίνει πως οι εξαγωγές λιπασμάτων γίνονται κανονικά από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, αφού οι εμπορικές συναλλαγές κάθε είδους γίνονται πολύ πιο δύσκολα, και σε επίπεδο πληρωμών, και σε επίπεδο μεταφορών. Πέρα όμως από αυτό το άμεσο πρόβλημα, η μεγάλη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, σε όλο τον κόσμο, έχει ανεβάσει πάρα πολύ το κόστος παραγωγής των λιπασμάτων, ιδιαίτερα των αζωτούχων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως στην Ευρώπη, ορισμένα εργοστάσια έχουν αρχίσει τις περικοπές στην παραγωγή καθώς το ενεργειακό κόστος κάνει τη λειτουργία τους ζημιογόνο.

Η αναταραχή στην παγκόσμια βιομηχανία λιπασμάτων συνδυάζεται με την αντίστοιχη αναταραχή στην παγκόσμια αγορά τροφίμων και δημιουργεί μία κατάσταση αρκετά ανησυχητική. Οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση στην τιμή των λιπασμάτων, και ακόμα περισσότερο, η πιθανότητα εμφάνισης ελλείψεων, θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στη σπορά των καλλιεργειών σε όλο τον κόσμο, πιέζοντας ακόμα περισσότερο τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, κάτι που θα κάνει τις συζητήσεις για επερχόμενη επισιτιστική κρίση πιο ρεαλιστικές. Αυτό το ενδεχόμενο δεν μας αφήνει να το ξεχάσουμε και ο πρόεδρος της Ρωσίας, ο οποίος μας επισήμανε τις συνέπειες ενός πιθανού «παγώματος» των εξαγωγών λιπασμάτων από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία.

Η κατάσταση με τα λιπάσματα είναι λοιπόν πολύ εύθραυστη, και οποιαδήποτε περαιτέρω διαταραχή, είτε στην παραγωγή, είτε στις εξαγωγές λιπασμάτων από τις μεγάλες παραγωγούς χώρες θα είναι μία πολύ αρνητική εξέλιξη. Αυτό υποστηρίζει με θέρμη η Βραζιλία, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις στην παραγωγή γεωργικών προϊόντων. Παράγει τεράστιες ποσότητες φασολιών σόγιας, ζάχαρης, καλαμποκιού, φυσικά καφέ, ενώ έχει και πολύ σημαντική κτηνοτροφική βιομηχανία, όπου βέβαια μεγάλο ρόλο παίζουν και οι ζωοτροφές, η αφθονία των οποίων εξαρτάται από το ύψος της παραγωγής καλαμποκιού και σόγιας.

Πριν από μερικές μέρες, η Βραζιλία, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Reuters, συνασπίστηκε με άλλες πέντε χώρες της Νοτίου Αμερικής, την Αργεντινή, τη Βολιβία, την Ουρουγουάη την Παραγουάη και τη Χιλή προσπαθώντας να αποτρέψει την επιβολή κυρώσεων και στον τομέα παραγωγής λιπασμάτων της Ρωσίας και της Λευκορωσίας. Το γιατί η Βραζιλία δεν επιθυμεί την επιβολή κυρώσεων δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε. Μπορεί να έχει τεράστια αγροτική παραγωγή, αλλά είναι αναγκασμένη να εισάγει το 85% των απαραίτητων λιπασμάτων. Περίπου το 30% των εισαγωγών της σε λιπάσματα προέρχεται από τις δύο αυτές χώρες.

Η υπουργός Γεωργίας της χώρας ήταν πολύ σαφής απευθυνόμενη στον ομόλογό της από τις ΗΠΑ, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg, υποστήριξε την Τετάρτη που μας πέρασε, πως πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις και στον τομέα των λιπασμάτων. Του είπε πως μία τέτοια ενέργεια θα έχει σαν αποτέλεσμα μία σοβαρή επισιτιστική κρίση και θα επιδεινώσει σοβαρά τα προβλήματα πείνας σε πολλές περιοχές του πλανήτη.

Ένας κυνικός παρατηρητής θα μπορούσε να ισχυριστεί πως οι ΗΠΑ μιλάνε με σχετική άνεση για επιβολή κυρώσεων, γιατί όλες οι εισαγωγές τους σε λιπάσματα γίνονται από τον γειτονικό τους Καναδά, οπότε δεν ανησυχούν και πολύ για πιθανή έλλειψη λιπασμάτων για τους δικούς τους καλλιεργητές (για το κόστος που θα επωμισθούν οι καλλιεργητές θα μιλήσουμε παρακάτω). Μιλώντας για τον Καναδά, επανερχόμαστε σε ένα θέμα που είχε θίξει πριν μερικές εβδομάδες το Black Box.

Οι συνομιλίες μεταξύ των εργαζομένων στη σιδηροδρομική εταιρεία Canadian Pacific και της διοίκησης της εταιρείας δεν έχουν εξελιχθεί θετικά και η εταιρεία προετοιμάζεται για δραστική περικοπή των δρομολογίων της, ίσως και πλήρη διακοπή τους. Υπενθυμίζουμε πως τυχόν διακοπή των δρομολογίων θα καταστήσει αδύνατη τη μεταφορά των λιπασμάτων που παράγει η Nutrien, η μεγαλύτερη εταιρεία λιπασμάτων στον κόσμο, προς τους Καναδούς και Αμερικανούς αγρότες αλλά και στα λιμάνια του Καναδά από τα οποία κατευθύνονται σε πάμπολλους εξαγωγικούς προορισμούς. Η αλήθεια είναι πως η οποιαδήποτε διακοπή στη σιδηροδρομική συγκοινωνία στην περιοχή των εγκαταστάσεων της Nutrien είναι δύσκολο να κρατήσει πολύ.

Σε μία τέτοια περίπτωση είναι σχεδόν βέβαιο πως θα παρέμβει η Καναδική κυβέρνηση λόγω της σπουδαιότητας της κατάστασης, αφού τα λιπάσματα είναι απόλυτα απαραίτητα σε πολλούς Καναδούς και Αμερικανούς καλλιεργητές καλοκαιρινού σιταριού, του οποίου η σπορά στις κρύες αυτές περιοχές θα ξεκινήσει εντός των επόμενων ημερών. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα αποφευχθεί η περαιτέρω αναστάτωση της παγκόσμιας αγοράς λιπασμάτων, αφού από τη Nutrien (NTR NYSE), τη Mosaic (MOS NYSE), Cf Industries (CF NYSE), και τις υπόλοιπες παραγωγούς λιπασμάτων της Βορείου Αμερικής ελπίζουμε να καλυφθεί ένα τουλάχιστον μέρος των ρωσικών και λευκορωσικών λιπασμάτων που λείπουν ή θα λείψουν από την αγορά.

Ήδη κάποιες από αυτές, τουλάχιστον η Nutrien, έχουν δηλώσει πως θα αυξήσουν όσο μπορούν την παραγωγή τους, χωρίς όμως να έχουν τη δυνατότητα να κάνουν κάτι σημαντικό πολύ σύντομα. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Reuters, η Nutrien θα προσπαθήσει να αυξήσει την παραγωγή της, μέσα στο 2022 έτσι ώστε να φθάσει στα 15 εκατομμύρια τόνους, από 14 εκατομμύρια το 2021. Σίγουρα αξιόλογη αύξηση, αλλά σε καμία περίπτωση ικανή να αντικαταστήσει την παραγωγή της Ρωσίας και της Λευκορωσίας.

Μέσα σε αυτό το άσχημο κλίμα, οι μεγάλες εισαγωγείς λιπασμάτων όπως π.χ. η Βραζιλία και η Ινδία, προσπαθούν να βρουν νέους προμηθευτές, απευθυνόμενοι στις μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ και του Καναδά, αλλά και σε άλλες χώρες που παράγουν λιπάσματα, όπως το Μαρόκο, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και την Ιορδανία. Είναι βέβαιο πως σε περίπτωση που τα λιπάσματα της Ρωσίας και της Λευκορωσίας βγουν για μεγάλο διάστημα εκτός της παγκόσμιας αγοράς, θα γίνει ένας σκληρός αγώνας δρόμου για την εξασφάλιση των απαραίτητων λιπασμάτων.

Αγώνας που σίγουρα θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη άνοδο των τιμών τους και θα εντείνει τους πονοκεφάλους των καλλιεργητών ανά τον κόσμο, οι οποίοι βλέπουν μεν τις τιμές των περισσότερων αγροτικών προϊόντων να ανεβαίνουν συνεχώς, αλλά και τα έξοδά τους να αυξάνονται με παρόμοιους ή μεγαλύτερους ρυθμούς. Ο φόβος μεγαλώνει από το γεγονός πως, τις περισσότερες φορές, οι αγρότες πρέπει να αγοράσουν τα λιπάσματά τους κατά την έναρξη της σποράς ή λίγο αργότερα, χωρίς να ξέρουν ποια θα είναι η τιμή στην οποία θα πουλήσουν αργότερα τη συγκομιδή τους.

Ορισμένοι από αυτούς χρησιμοποιούν τα χρηματιστήρια εμπορευμάτων προκειμένου να προπωλήσουν την παραγωγή τους και να έχουν μία καλύτερη εικόνα των μελλοντικών τους εσόδων, αλλά πάρα πολλοί δεν μπορούν να το κάνουν. Αν, όταν έρθει η ώρα της συγκομιδής, οι τιμές του σιταριού ή του καλαμποκιού ή της σόγιας έχουν πέσει, τότε μπορεί να πάθουν πολύ μεγάλες, ίσως και καταστροφικές γι’ αυτούς, ζημιές.

Πολύ δύσκολη η θέση των αγροτών, ακόμα πιο δύσκολη όμως είναι η θέση των καταναλωτών, οι οποίοι βλέπουν τις τιμές των αγροτικών προϊόντων και κατ’ επέκταση των τροφίμων να ανεβαίνουν συνεχώς. Όποια και αν είναι η αιτία, πόλεμος, ακριβό φυσικό αέριο, ακριβά λιπάσματα ή κακές καιρικές συνθήκες, είναι οι μόνοι που δεν έχουν κανέναν τρόπο να αντιδράσουν.