Παραγωγική ικανότητα και αγοραστική δύναμη

Προβλήθηκε, τις δύο προηγούμενες μέρες, μια σωστή (ως προς τα στοιχεία) αλλά λανθασμένη (ως προς την ερμηνεία) εικόνα για κάτι πολύ σημαντικό για τις ζωές μας και τη χώρα.

Σύμφωνα με προχθεσινή στατιστική της Κομισιόν, η (προσωρινή) εκτίμηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοδύναμες μονάδες αγοραστικής δύναμης έδειξε πως η Ελλάδα παραμένει στον «πάτο» της Ευρωζώνης. Αυτό είναι σωστό και είναι κακό νέο.

Όμως, το συγκεκριμένο στατιστικό μέγεθος μετρά τι παράγουμε, δηλαδή πόσα βάζουμε εμείς στο καλάθι της εθνικής μας παραγωγής, συγκριτικά με τα άλλα κράτη και όχι το εύρος της αγοραστικής μας δύναμης.

Προλαβαίνω τις αντιδράσεις σας γιατί, υπάρχει προφανώς συνάφεια στενή μεταξύ όσων παράγουμε και εκείνων που μπορούμε να καταναλώσουμε αφού πληρωθούμε για την παραγωγή μας.

Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι το πρόβλημα, που δεν αναδείχθηκε στις τηλοψίες και το ίντερνετ (ούτε καν στον εξειδικευμένο τύπο), είναι ότι δεν δημιουργούμε το ίδιο μέγεθος εισοδήματος με τους άλλους και όχι ότι μας το κατατρώγει ο πληθωρισμός.

(Να προσθέσω πως δεν είναι ορθόν να συγκρίνουμε το ισοδύναμο σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης προϊόν (εθνικό εισόδημα) με τον πληθωρισμό, αφού η διάσταση αυτή έχει ήδη ενσωματωθεί στις εν λόγω μονάδες.) Συνεχίζω…

Ο πληθωρισμός μειώνει, προφανώς, το πραγματικά διαθέσιμο εισόδημα, αλλά δεν είναι αυτό που κάνει τη διαφορά στην αγοραστική ικανότητα της Ελλάδας.

Είναι η χαμηλότερη παραγωγικότητα, συγκριτικά.

Είναι ότι το τμήμα της δυναμικής οικονομίας παραμένει μικρό και δεν καταφέρνει να δημιουργήσει ένα μεγάλο πλήθος από πιο «δυνατά» εισοδήματα.

Είναι ότι όσοι μεταξύ μας δεν εργάζονται (συνταξιούχοι, άεργοι και άνεργοι), είναι περισσότεροι συγκριτικά προς τις άλλες χώρες.

Με άλλα λόγια, η χώρα έχει σοβαρό πρόβλημα ανάκτησης και κυρίως απόκτησης νέων δυνάμεων παραγωγής σε όφελος ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών και  δημιουργίας νέου πλούτου για τους κατοίκους της.

Κι επειδή έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το πολύ σοβαρό ζήτημα, η καταναλωτική μας ικανότητα παραμένει περιορισμένη.

Ελπίζω αυτά να είναι χρήσιμα, αφού σήμερα αναμένεται να ανακοινωθεί από την κυβέρνηση ο νέος κατώτατος μισθός.

Αν είναι ίσος (ή και παραπάνω) από τα 830 ευρώ, όπως δείχνει η εισήγηση της υπουργού Εργασίας, θα έχουμε μια εξαιρετικά σημαντική μισθολογική διόρθωση.

Σύμφωνα με προ 10ημέρου στατιστική της Κομισιόν, το ωριαίο κόστος εργασίας (στο σύνολο της κάθε οικονομίας) αυξήθηκε, το τελευταίο τρίμηνο του ’23 σε ετήσιο ρυθμό, στην Ευρωζώνη κατά 3,1%, όταν στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 6,1%, δηλαδή το διπλάσιο. Το συνολικό κόστος της οικονομίας αυξήθηκε κατά 7,4%. Στην Ευρωζώνη η συνολική αύξηση ήταν 4,2%.

Πίσω από αυτή τη στατιστική υπάρχει το αντικειμενικό γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων στα κόστη παραγωγής κόστους καταλήγει σε άνοδο του εργασιακού κόστους. Κατά τεκμήριο, το συγκεκριμένο μέγεθος μεταφράζεται σε άνοδο των εισοδημάτων από εργασία.

Το κόστος αυτό ενσωματώνεται στις τιμές και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ακρίβειας, αφού είναι αδύνατον, πρακτικώς, να υπάρξει μείωση των αμοιβών. Ακόμη κι όταν ο ρυθμός αύξησης των τιμών, ο πληθωρισμός δηλαδή, μειώνεται, όπως συμβαίνει τους τελευταίους μήνες.

Δικαιολογημένα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπενθύμισε ότι η βασική μηνιαία αμοιβή (12 μισθοί) ήταν 650 ευρώ το 2019 (είχε παγώσει από το 2013 στα €586). Από αυτό το επίπεδο μέχρι τα αναμενόμενα €830 η διαφορά είναι 28%. Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο πληθωρισμό, αλλά λίγο μικρότερο από τον πληθωρισμό τροφίμων.

Πρόκειται, τηρουμένων άλλων αναλογιών, για ικανοποιητική επίδοση και δεν πρέπει να είμαστε συνεχώς στην γκρίνια. Γιατί το λέω;

Γιατί ενώ η μεγάλη αλήθεια είναι ότι η οικονομία χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά για να συγκρίνεται επαξίως προς τα ευρωπαϊκά δεδομένα, η διαδρομή που κάνουμε από το τέλος των μνημονίων και μέχρι σήμερα και η ταχύτητα με την οποία κινούμαστε είναι άξια συγχαρητηρίων.

Ως αποτέλεσμα, το πραγματικό κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε (2019-2023) με υπερδιπλάσιο ρυθμό έναντι του μέσου ευρωπαϊκού: 2,1% έναντι 1%.

Προσοχή όμως. Αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί παρά μόνον αν η οικονομία μας εμφανίσει ποιοτική μεγέθυνση παράλληλα με την ποσοτική. Αυτό κατά κανόνα εννοούμε όταν λέμε ότι χρειάζονται μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές. Αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση από την τιμαριθμική προσαρμογή των αμοιβών.

Είπαμε, οι αριθμοί έχουν τη δική τους αλήθεια. Δεν λένει όμως την μοναδική αλήθεια. Απλώς γιατί δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Ας μάθουμε να τους διαβάζουμε και κυρίως, να τους… βελτιώνουμε.