Ο Τσίπρας χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη

«Στερνή μου γνώση, να σ’είχα πρώτα» θα μπορούσε να είναι η, εσώψυχη βεβαίως, σκέψη του προβληματισμένου Αλέξη Τσίπρα. Η συζήτησή του με την δημοσιογράφο (και γειτόνισσα των παιδικών τους χρόνων) Ξένια Κουνελάκη κατά την ενδιαφέρουσα δημόσια ενδοσκόπηση, που διοργάνωσε η εφημερίδα «Καθημερινή» έδωσε τροφή για σκέψεις.

Πολλοί, βιαστικά πιστεύω, σπεύδουν να ερμηνεύσουν τον ρόλο που αναζητεί ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος πενηντάρισε μαζί με την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία.

Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη. Με την αριστερά του Κέντρου να κινείται μεταξύ πράσινης αφασίας και ροζ εκκεντρικότητας, κάποιος που δείχνει ώριμος, μπορεί να φανεί και χρήσιμος.

Υπό ορισμένες περιστάσεις και προϋποθέσεις, βεβαίως.

Η βασική προϋπόθεση είναι να χάσει η Νέα Δημοκρατία έναντι μιας συμμαχίας όλων των άλλων.  Δύσκολο.

Είναι αλήθεια ότι όσο περισσότερο η διακυβέρνηση της χώρας κινείται και στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις ικανότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη, τόσο πιο ταραγμένη κινδυνεύει να είναι η διαδοχή του σημερινού πρωθυπουργού.

Πλην όμως, τουλάχιστον και για την επόμενη τετραετία, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι τα τρία κόμματα, Σύριζα, Πασόκ και Νέα Αριστερά θα μπορούσαν και να τα βρουν μεταξύ τους και να συναθροίσουν περισσότερους ψηφοφόρους από την Νέα Δημοκρατία.

Ούτε θα συντρέχουν, ακριβώς οι συνθήκες «ήττας» του Μητσοτάκη ώστε να προβεί αυτός στην καθιερωμένη παραίτηση.

Μόνον μια κοινή και προετοιμασμένη επί μερικά έτη κάθοδος των τριών, υπό κοινή κομματική σκέπη, θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια προσέγγιση.

Απίθανο σενάριο.

Το θέμα είναι ότι ακόμη σήμερα, όπως έδειξε η αντιπροχθεσινή του εξομολόγηση, ο Αλέξης Τσίπρας δεν φαίνεται να έχει κατανοήσει τι ακριβώς συνέβη στην χώρα μεταξύ 2015 και 2019.

Θα περιοριστώ, σήμερα σε δύο παρατηρήσεις.

Πρώτον, ο Τσίπρας, από την επομένη του δημοψηφίσματος και μέχρι την ήττα του, δεν εφήρμοσε κάποια δική του πολιτική. Ακολούθησε πάντοτε όσα του υπαγόρευαν η τρόικα, μεταλλαγμένη μετά την εντελώς τυπική «έξοδο» του ΔΝΤ. Τίποτε δεν γινόταν αν δεν συμφωνούσαν οι «θεσμοί». Ητοι, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (EFSF) και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υπό τον αυστηρό και αμείλικτο έλεγχο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Δεύτερον, ο Τσίπρας δεν κατάλαβε πόσο κοντά ήμασταν στο τέλος του αυστηρού μνημονιακού ελέγχου στα τέλη του 2014, όταν αποφάσισε να ρίξει τους Σαμαρά-Βενιζέλο με αφορμή το πρόσωπο του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Υποκριτική αφορμή, γιατί θα μπορούσε να προτείνει στον Σαμαρά τον Προκόπη Παυλόπουλο, όπως το έκανε όταν εξελέγη.

Αν, όπως είπε στην «Κ» η χώρα είχε άδεια ταμεία στο τέλος 2014 (που δεν είναι βεβαίως σωστό), γιατί δεν υποστήριξε, απέναντι στους «κακούς» των Βρυξελλών και του Ταμείου, τον τίμιο συμβιβασμό τον οποίο προωθούσε η ελληνική κυβέρνηση με το περίφημο «μέιλ Χαρδούβελλη»; Γιατί, αντιθέτως, πήγε τον λαϊκισμό σε νέα υψηλά, υποσχόμενος τα πάντα όλα «με ένα νόμο και ένα άρθρο»;

Ο κ. Τσίπρας δεν κατάλαβε ούτε καν τον συμβιβασμό που πέτυχε ο Βαρουφάκης, με την προσωρινή συμφωνία του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 2015. Αντιθέτως, εκείνος ο ίδιος και όχι ο Βαρουφάκης, έσπρωξε τα πράγματα προς την ακραία σύγκρουση και προς εντελώς χειρότερα άκρα.

Και πώς τολμά να ισχυρίζεται ότι «ούτε μια στιγμή δεν του πέρασε από το μυαλό η έξοδος από την Ενωση», όταν το δημοψήφισμα, στο οποίο υποστήριξε με πάθος το «Όχι», ήταν απολύτως ταυτισμένο με την έξοδο από το ευρώ και, τελικά, την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Αυτό άλλωστε το γνώριζε ήδη από το φθινόπωρο του 2011, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου είχε την ίδια «φαεινή» ιδέα περί δημοψηφίσματος, ακριβώς το ίδιο με αυτό που έστησε τέσσερα χρόνια αργότερα ο Τσίπρας.

Δεν θυμόταν μήπως ο πρώην πρωθυπουργός ότι ο άλλος τέως πρωθυπουργός είχε υποχρεωθεί, σοφά εκείνος, να υποχωρήσει εν μέσω του πανικού που προκλήθηκε και οδήγησε στην ανοικτή πτώχευση του Κράτους;

Συμπέρασμα: ο Αλέξης Τσίπρας θέλει ακόμη πολλή δουλειά, πνευματική κυρίως, να διαβάσει καλύτερα τις πηγές, να συζητήσει με όσους έχουν άλλες «αναμνήσεις» και, κυρίως, να καταλάβει και να παραδεχτεί ότι τα θαλάσσωσε.

Με αποτέλεσμα να ζήσουμε υπό την πρωθυπουργία του, τη χειρότερη τετραετία της Μεταπολίτευσης.