Γιατί είναι τόσο σπουδαίο γεγονός, αν δεν προσφέρει τίποτε στον καθημερινό άνθρωπο, η αναβάθμιση του αξιόχρεου για την Ελλάδα από τη Standard & Poor’s και τους άλλους διεθνείς οίκους αξιολόγησης κινδύνων; Η απορία κατανοητή. Όλα αυτά τα χρηματοοικονομικά είναι αρκούντως μπερδεμένα για να τα συμπεριλάβουμε στην καθημερινότητά μας. Η εύκολη απάντηση είναι ότι αν οι αξιολογήσεις όλων αυτών δεν έπαιζαν κανένα ρόλο τότε δεν θα είχαν συνοδεύσει την καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας.
Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο. Το πρώτο σημαντικό στοιχείο είναι πως όλοι όσοι ασχολούνται με το χρήμα, το οποίο δεν έχει παύσει να κινεί τα πράγματα στον κόσμο, το πρώτο που κοιτούν είναι η βαθμολογία αυτών των οίκων. Κοιτούν κι άλλα στοιχεία, συνυπολογίζουν πολλές ακόμη καταστάσεις και πληροφορίες. Αλλά το μεγάλο μυστικό του χρήματος είναι διπλό. Το ένα, στο μυαλό όλων μας, είναι η ευκαιρία να βγάλεις περισσότερα χρήματα από όσα θα δεσμεύσεις/επενδύσεις. Το άλλο, στην καρδιά όσων το χειρίζονται, είναι ο κίνδυνος να χάσεις χρήματα, λιγότερα ή περισσότερα. Οι εξειδικευμένες αυτές εταιρείες δίνουν μια απάντηση για τις πιθανότητες να χάσεις χρήμα, δηλαδή για το μέγεθος του κινδύνου που αναλαμβάνεις.
Το αξιόχρεο ενός κράτους, όπως η Ελλάδα, που επιστρέφει τώρα στην περίφημη επενδυτική βαθμίδα, αφορά κατά πρώτο και κύριο λόγο τους «τίτλους του ελληνικού δημοσίου» δηλαδή το χρέος που «εκδίδει» το υπουργείο Οικονομικών δια του εξειδικευμένου Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (www.pdma.gr). Από εκεί ξεκινά η εκτίμηση για ολόκληρη την οικονομία. Προφανώς, οι επενδυτές έχουν διαφορετικές εκτιμήσεις κινδύνου. Άλλοι είναι πρόθυμοι να πάρουν πολύ ρίσκο, αρκεί να συνοδεύεται η προτίμησή τους με υψηλότερη ανταμοιβή. Ανταμοιβή είναι το επιτόκιο που υπόσχεται να πληρώνει το Κράτος για όσο καιρό ο επενδυτής κατέχει το ομόλογο. Το οποίο όμως δεν είναι το ίδιο με το αυτό που οι αγορές αποκαλούν «απόδοση». Όσο μεγαλύτερο το ρίσκο, τόσο μεγαλύτερη η απόδοση. Όσο περισσότεροι (επενδυτές, οργανισμοί, τράπεζες) είναι πρόθυμοι να βάλουν τα χρήματά τους, πρακτικά τις αποταμιεύσεις τους, σε ένα κρατικό (ή εταιρικό) ομόλογο, τόσο μικρότερη η απόδοση.
Στις αγορές χρησιμοποιούν έναν πολύ χρήσιμο δείκτη: το Risk Free Rate ή Επιτόκιο Μηδενικού Ρίσκου. Με άλλα λόγια αυτό που αποδίδει μια επένδυση για να ισοφαρίζει τον κίνδυνο, προφανώς προτού βγάλει ό,τι άλλο καταφέρει. Η κατάταξη των χωρών στη βάση αυτού του δείκτη είναι ενδιαφέρουσα. Τα χαμηλότερα (άρα καλύτερα) νούμερα πάνε σε Ελβετία, Σουηδία, Γερμανία, Δανία, Ιρλανδία, Γαλλία, Λουξεμβούργο. Τα υψηλότερα (και χειρότερα) σε Ουκρανία, Τουρκία, Ρωσία, Ουγγαρία, Πολωνία. Εμείς είμαστε μακριά από τους τελευταίους και κοντύτερα στους πρώτους, λίγο πάνω από 4%, όσο (περίπου) και η απόδοση των ελληνικών ομολόγων. Δίπλα σε Ηνωμένο Βασίλειο, Βέλγιο, Ισπανία. Η πρόοδος, αν συγκρίνουμε το σήμερα με τα προηγούμενα χρόνια, όχι υποχρεωτικά εκείνα της μεγάλης κρίσης, είναι τεράστια.
Αν πάρουμε και την επόμενη αναβάθμιση, από τον άλλο μεταξύ των τριών μεγάλων οίκων, τη Fitch, στις αρχές Δεκεμβρίου, θα αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται τα κέρδη. Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα μειωθεί, που σημαίνει ότι ο περίφημος «δημοσιονομικός χώρος», από τον οποίο βγαίνουν τα επιδόματα, θα μεγαλώσει. Οι τράπεζες θα αποκτήσουν μεγαλύτερη ρευστότητα, για πραγματικά νέα δάνεια, με πραγματικά μικρότερο κόστος για επιχειρήσεις και ιδιώτες. Το κόστος κεφαλαίου για τις νέες επενδύσεις θα περιοριστεί, που σημαίνει ότι θα δούμε περισσότερες δουλειές και καλύτερες αμοιβές. Όλα αυτά επηρεάζονται από την «επενδυτική βαθμίδα», την οποία σνομπάρουν οι λαϊκιστές.
Το συμπέρασμα είναι απλό. Πρέπει να συνεχίσουμε με μεγάλη προσοχή στον δρόμο που ακολουθούμε τα τελευταία δύσκολα χρόνια. Κανένα δημοσιονομικό έλλειμμα. Μικρά πλεονάσματα για να διατηρείται το περιθώριο διαχείρισης του ακόμη μεγάλου δημόσιου χρέους. Περισσότερες επενδύσεις για να περιορίζεται η αναλογία του χρέους προς το εθνικό προϊόν. Το όφελος είναι άμεσο και χειροπιαστό και απορώ γιατί ο προφανώς αδιάβαστος Στέφανος, έβγαλε μια ανακοίνωση κατηγορίας «τρία πουλάκια κάθονται». Ειδικά για κάποιον που, έστω όταν ήταν νέος (τότε που δεν καταλάβαινε τι έλεγε!), έκανε αγοραπωλησίες σε ομόλογα για να μεγαλώνει η Goldman Sachs τα κέρδη της. Μήπως βιάστηκε να κοκορευτεί ότι «ξέρει καλύτερα οικονομικά από τον Μητσοτάκη»; Μήπως, πιο απλά, από όπου πέρασε, δεν έπαθε και δεν έμαθε; Το είχε πάντα η λεγόμενη αριστερά αυτό το πρόβλημα με τους ανεπάγγελτους άεργους πασαληματίες. Ρωτήστε και τον Πολάκη να σας εξηγήσει…