Ακολουθεί η πιο σύντομη ματιά στα οικονομικά μεγέθη που μετράνε. Η εικόνα είναι καλή, χωρίς να είναι ενθουσιώδης. Μια νέα ισορροπία προβάλλει. Η εικαζόμενη εξέλιξη μπορεί να είναι συντηρητική, δεν προβλέπονται εξάρσεις αλλά δεν ενέχει κινδύνους.
Εν αρχήν είναι η «πίτα».
Το Εθνικό Προϊόν, η «πίτα» που ψήνουμε κάθε χρόνο, θα συνεχίσει να μεγαλώνει με ρυθμό ικανοποιητικό, χωρίς όμως εκείνο το άλμα που θα βοηθούσε να κλείσει το όρυγμα που δημιούργησε η μεγάλη κρίση του κράτους. Χρειαζόμαστε μια ολόκληρη δεκαετία, ακόμη. Το στοίχημα παραμένει η εξεύρεση κεφαλαίων που θα τροφοδοτήσουν σημαντικές επενδύσεις μετά το 2026.

Που σημαίνει πως δουλεύουμε περισσότεροι.
Η οικονομία χρειάζεται ακόμη περισσότερα χέρια, όχι όμως αυτά που είναι διαθέσιμα, δυστυχώς. Ένα σημαντικό μέρος των πολιτών μένει εκτός αγοράς εργασίας, περιμένοντας ευκαιρίες που ταιριάζουν με τις προσδοκίες τους. Οι χαμηλές αμοιβές παραμένουν σημαντικό εμπόδιο, το οποίο, αν δεν υπήρχε, θα οδηγούσε τη μετρούμενη ανεργία κοντά στο 6%. Σε κάθε περίπτωση η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας δείχνει ότι η οικονομία βρίσκεται, πρακτικά, σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης, γεγονός που τροφοδοτεί τον (ελαφρά) υψηλότερο πληθωρισμό.

Με τις αμοιβές να ακολουθούν ασθμαίνοντας.
Οι καθαρές πληρωμές για μισθούς, συντάξεις και υπηρεσίες παρακολουθούν τον πληθωρισμό, αλλά δεν δημιουργούν ανάσες απέναντι στο νέο γενικό επίπεδο τιμών, δηλαδή την ακρίβεια. Η ψαλίδα μεταξύ όσων βραδυπορούν και εκείνων που ξεφεύγουν, μεγαλώνει. Από τη μια οι ψαλιδισμένες από τη δημοσιονονική κρίση αμοιβών και συντάξεις του κρατικού τομέα. Δίπλα τους ένα τεράστιο τμήμα μισθωτών, παγιδευμένο μεταξύ κατώτατης αμοιβής και «χιλιάρικου».

Για να πληρώνουμε τον χαμηλότερο μεν, πληθωρισμό δε.
Ρυθμός αύξησης του γενικού επιπέδου τιμών γύρω στο 2% σημαίνει πως ο πληθωρισμός δεν είναι πλέον το μεγάλο πρόβλημα για το ευρώ και τους κεντρικούς τραπεζίτες. Άφησε όμως πίσω του το μεγάλο εμπόδιο της ακρίβειας. Στα επόμενα δύο-τρία χρόνια θα κριθεί κατά πόσον η εξαρτημένη εργασία μπορεί ακόμη να κερδίσει κάτι από το χαμένο έδαφος.

Ενώ το «χρήμα» παραμένει ακριβό.
Τα πληθωριστικά επεισόδια, (ανωμαλίες εμπορίου, κακές σοδιές, ασθένειες και πόλεμοι) οδήγησαν σε άνοδο του κόστους νέου χρήματος. Η τροφοδοσία νέων επενδύσεων γίνεται κυρίως από τα κέρδη, τα οποία απαιτούν, προφανώς ακόμη περισσότερα κέρδη. Το κόστος νέου δανεισμού συνυπολογίζει τους κινδύνους νέων πληθωριστικών επεισοδίων και υψηλότερων κρατικών χρεών.

Αλλά οι επιχειρήσεις τα καταφέρνουν αλλιώς...
Οι επιχειρήσεις που τα καταφέρνουν στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, τα καταφέρνουν ακόμη καλύτερα στο ταμπλό. Οι μετοχές τους καταγράφουν υπεραξίες που σταδιακά καταγράφονται στα βιβλία τους. Βοηθούσης βεβαίως της διεθνούς αγοράς αξιών που δεν εξαρτάται, πλέον, από τον τραπεζικό δανεισμό και τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών.

Τουλάχιστον όμως το «τέρας» τιθασεύεται.
Το χρέος που σώρευε επί δεκαετίες το κράτος, με την έγκριση της εκάστοτε Βουλής, δηλαδή χωρίς πρακτικώς διαφωνίες κανενός, προκειμένου να καλύπτει το ετήσιο έλλειμμα και να πληρώνει τους πρόσθετους τόκους, έχει τεθεί υπό έλεγχο. Η αναλογία του χρέους προς την «πίτα» που δημιουργεί ο εργαζόμενος πληθυσμός της χώρας μικραίνει. Μέχρι όμως το 2032 η προσπάθεια θα πρέπει να συνεχίζεται χωρίς την παραμικρή στραβοτιμονιά.

