Η ευκαιρία της Κοινής Ευρωπαϊκής Άμυνας

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συζητά αυτές τις μέρες, ξανά, το ζήτημα των αμυντικών δαπανών. Αυτό είναι καλό νέο. Είναι, επίσης, καινούργιο «νέο». Μέχρι να εκδηλωθεί η επίθεση Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας, η Ευρώπη δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα, σίγουρα όχι ενεργητικά, για την κοινή άμυνα.

Είναι καλό νέο ιδιαιτέρως για την Ελλάδα. Η οποία, ειδικά κατά την παρούσα διακυβέρνηση, χωρίς περιστροφές και γνωρίζοντας ότι απευθύνεται ως ίση προς τους υπολοίπους εταίρους, αλλά και χωρίς τα κόμπλεξ της δήθεν αριστεράς ή της μπερδεμένης σοσιαλδημοκρατίας, έχει θέσει το πραγματικό ζήτημα: να εξαιρεθούν οι αμυντικές δαπάνες από τον υπολογισμό των δημοσιονομικών ανοιγμάτων.

Είναι εξίσου σημαντικό να συζητηθεί ένας δρόμος αναβίωσης της ελληνικής παραγωγής πολεμικού υλικού. Ό,τι είχε φτιάξει ο Καραμανλής διαλύθηκε σε καθεστώς διαταραχής των αμυντικών δεσμών της χώρας, αρχικώς, την κομματικοποίηση των εργασιακών σχέσεων παραλλήλως (και τα δύο επί Ανδρέα) και, βεβαίως, την εμπέδωση «γκρίζων» εμπορικών πρακτικών (το μεγαλύτερο στίγμα της σημιτικής περιόδου).

Στη μνημονιακή περίοδο η ζημιά επεκτάθηκε με την πιο μανιχαϊστική λογική μεταξύ των πραγματικών αναγκών άμυνας και των εξίσου πραγματικών αναγκών εξοικονόμησης κρατικών πόρων.

Έστω τώρα, πρέπει να κατανοήσουμε τη σημασία της πλήρους και δυναμικής συμμετοχής μας στη νέα ευρωπαϊκή προσπάθεια. Από μια άποψη, επειδή ακριβώς η Ευρώπη δεν ξεκινά από την καλύτερη θέση. Αν μάλιστα επιβεβαιωθούν στην ηγεσία των ΗΠΑ όσοι θέλουν την Αμερική να κλείνεται στον εαυτό της, τότε η προσπάθεια θα πρέπει να καταστεί εντυπωσιακή.

Όπως εντυπωσιακές είναι και οι αδυναμίες της Ευρώπης στον συγκεκριμένο τομέα. Ανθολόγησα μερικά σημεία στη συνέχεια, για να κατανοήσουμε καλύτερα το ζητούμενο.

Τα μεγάλα ζητήματα της πολεμικής παραγωγής είναι τα ακόλουθα: κρίσιμες πρώτες ύλες, ημιαγωγοί, μικρή και διασπασμένη παραγωγική βάση, κρατικές παραγγελίες, ανεπαρκείς επενδύσεις και δαπάνες.

Ο κανόνας για κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, που είναι πλέον 23, παραμένει να διαθέτουν για την άμυνα το 2% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα τον τηρεί, λόγω Τουρκίας προφανώς. Αν το είχαν κάνει όλα τα ευρωπαϊκά κράτη θα είχε επενδυθεί ένα ποσό λίγο μεγαλύτερο από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ μεταξύ 2006 και 2020.

Το 60% των ευρωπαϊκών στρατιωτικών προμηθειών εισάγονται από τρίτες χώρες.

Μια καλύτερη συνεργασία μεταξύ ευρωπαϊκών αμυντικών επιχειρήσεων θα μείωνε το κόστος κατά ποσό μεταξύ 25 και 75 δισ. κατ’ έτος.

Οι ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις χρησιμοποιούν έξι διαφορετικά συστήματα συγκριτικά προς τις ΗΠΑ. Παράδειγμα, οι Αμερικανοί έχουν ένα τανκ, το Μ1 Abrams, οι Ευρωπαίοι παράγουν 17 διαφορετικά.

Οι απαραίτητες σπάνιες γαίες και κρίσιμα υλικά βρίσκονται κυρίως εκτός ΕΕ, ιδίως μάλιστα στην Κίνα, η οποία παράγει το 49% του παγκόσμιου αλουμινίου και το 69% του φυσικού γραφίτη. (Καλό νέο, μια σουηδική εταιρεία ανακοίνωσε ότι ανακάλυψε το μεγαλύτερο κοίτασμα σπάνιας γαίας στην Ευρώπη).

Ένα πύραυλος Javelin χρειάζεται περίπου 200 μικροτσίπ. Η Ευρώπη παράγει το 10% της παγκόσμιας προσφοράς αυτών των κυκλωμάτων. Τα περισσότερα εισάγονται από την Ταϊβάν, που τα παράγει σε ένα και μόνον εργοστάσιο, το οποίο απέχει μόλις 200 χιλιόμετρα από τη στεριά της Κίνας.

Η παραγωγική ικανότητα βαλιστικών οβίδων είναι, βεβαίως, μυστική. Πρόσφατα όμως ένα απόρρητο ντοκουμέντο που διέρρευσε στην Εσθονία, αναφέρει ότι η ουκρανική άμυνα χρησιμοποιεί κάθε μήνα όσα μπορεί να παράγει στο μάξιμουμ η ευρωπαϊκή βιομηχανία.

Ας μη συνεχίσω. Ας ελπίσουμε ότι στα πλαίσια της νέας ευρωπαϊκής πολιτικής με την ονομασία «Πυξίδα Στρατηγικής», πρωτοβουλίες όπως η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας, κάτι θετικό θα προκύψει.

Η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτές τις προσπάθειες μόνον όφελος θα προσφέρουν. Αρκεί να αποτινάξουμε παλιές ιδεοληψίες και διεφθαρμένες πρακτικές. Ακόμη και σε έναν κάποιο βαθμό, θα ήταν αρκετό.