Game never ending πριν το δημοψήφισμα

Ήταν μέρα Παρασκευή και είχε προηγηθεί η ιστορική φράση «game over» από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, δύο φορές πρωθυπουργού της Πολωνίας με την οποία υποδέχθηκε τον Αλέξη Τσίπρα λίγο πριν τη σύγκρουση. Το σωστό νόημα της φράσης, κατά την άποψή μου, ήταν «το παιχνίδι τελειώνει εδώ». Προφανώς ο Τσίπρας είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του και γι αυτό απάντησε: «μην υποτιμάτε που μπορεί να φτάσει ένας λαός όταν αισθάνεται ταπεινωμένος».

Μέχρι σήμερα δεν έχει εξηγήσει ο κ. Τσίπρας αν αυτό που εννοούσε ως «ταπείνωση» ήταν το δημοψήφισμα και η εντολή ρήξης με την Ευρωζώνη ή η προδοσία της δημοψηφισματικής εντολής και ο συμβιβασμός με το σκληρότερο των τριών μνημονίων. Υποθέτω ότι γράφει και ξαναγράφει τα σχετικά στο leaflet που θα κυκλοφορήσει από φθινόπωρο.

Μια άλλη προσωπικότητα που δεν μπορεί παρά να γνώριζε περισσότερα για τις προθέσεις Τσίπρα, είναι ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος. Μέχρι σήμερα δεν έχω πειστεί ότι έπιασε ο Τσίπρας στον ύπνο έναν τόσο κρίσιμο (συμ)παραστάτη του, άλλοτε «από σπόντα» κάποτε όμως ηθελημένα.

Την ίδια μέρα, η ιστοσελίδα Russia Insider αποκάλυπτε ότι η «καλή πρόθεση» του προέδρου Πούτιν, όταν ο κ. Τσίπρας είχε επισκεφθεί τη Μόσχα τον περασμένο Μάρτιο είχε πάει άπατη. Η σκέψη ήταν να πάρει η Ελλάδα μια προκαταβολή 5 δισ. δολαρίων, εφόσον συμφωνούσε με την κατασκευή αγωγού διαμέσου ελληνικών εδαφών προς την Τουρκία. Αν δεν επαρκούσαν αυτά τα χρήματα, οι Ρώσοι πρότειναν να ζητήσουμε δάνειο από την τράπεζα των κρατών BRICS, μια συμμαχία αντίπαλη, μέχρι σήμερα, προς τον δυτικό συνασπισμό κρατών. Στο υπουργείο Ενέργειας (Λαφαζάνης) συμφωνούσαν, στα υπουργεία Οικονομικών (Τσακαλώτος) και Εξωτερικών (Κοτζιάς) διαφωνούσαν. Το δημοσίευμα κατέληγε ότι η πρόταση έμεινε στο τραπέζι περιμένοντας το ενδεχόμενο Grexit.

Με άλλα λόγια, όλοι, λιγότερο ή περισσότερο, είχαν προεξοφλήσει τη σύγκρουση. Η οποία ξετυλίχθηκε με την άμεση επιστροφή Τσίπρα στην Αθήνα για να ανακοινώσει την εκβιαστική προσφυγή στο παράτυπο δημοψήφισμα στο υπουργικό του συμβούλιο (πάλι είχε πει «ψέμματα» στους Ευρωπαίους όταν τους διαβεβαίωσε πως ήθελε να διαβουλευθεί με τους υπουργούς του...) και λίγο αργότερα στους αρχηγούς των κομμάτων, την Αγκελα Μέρκελ, τον Φρανσουά Ολάντ, τον Μάριο Ντράγκι και, τελικά, στον ελληνικό λαό.

Ο Τσίπρας πήρε, από την πρώτη στιγμή, θέση υπέρ του «Όχι». Διαστρεβλωμένο μήνυμα ζητούσε, αλλά βολικό σε συνειρμούς. Παραλήπτες της άρνησης θα ήσαν οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ότι παρόμοιο «μήνυμα» δεν είχε καμία αξία έναντι εκλεγμένων κυβερνήσεων κυρίαρχων κρατών, ούτε που του πέρασε από το μυαλό. Ότι έλεγε χοντρά ψέμματα δεν το σκέφτηκε όταν είπε πως «δεσμεύομαι προσωπικά ότι θα σεβαστώ το αποτέλεσμα της δημοκρατικής σας επιλογής, όποιο και αν είναι αυτό».

Επρόκειτο για συνταγματική εκτροπή, την οποία δεν εμπόδισε ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος ο μόνος που μπορούσε να πει τουλάχιστον μια λέξη ή να προτάξει την παραίτησή του, έστω και ως απειλή. Με το «όχι» τάχθηκαν οι ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και Χρυσή Αυγή. Πέρασαν μάλιστα έκτακτη και ειδική ρύθμιση ώστε ο τηλεοπτικός χρόνος υποστήριξης κατά τον προεκλογικό αγώνα, να κατανεμηθεί κατά 2/3 υπέρ εκείνων που ήσαν με τον Τσίπρα και 1/3 για όσους ήσαν αντίθετοι. Το έκανε η τότε πλειοψηφία  γιατί ενώ κανονικά προβλέπεται η υπεράσπιση κάθε μιας εκ των δύο απόψεων να διατυπώνεται από μέλη αντίστοιχης «επιτροπής υποστήριξης» μάλλον ντρεπόταν για την κολιγιά με την άκρα δεξιά (δείτε ανάλυση του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου στην Καθημερινή της 30/6/2015).

Ο κ. Γιουνκέρ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απάντησε γραπτώς και εξήγησε προφορικώς πόσο μεγάλο λάθος ετοιμαζόταν να κάνει η Ελλάδα. Στην μεν απαντητική προς τον Τσίπρα επιστολή του, καθιστούσε σαφές ότι από Τρίτη και μετά «μπορεί να γίνει μόνον για νέο πρόγραμμα, δηλαδή νέο μνημόνιο και νέο δάνειο». Σοφόν το σαφές, όπως έμελλε πολύ σύντομα να αποδειχθεί. Ο ίδιος, από τους ελαχίστους φίλους που μας είχαν απομείνει εκείνη τη στιγμή, δεν κρύφτηκε. Αλλά κατηγόρησε την ελληνική κυβέρνηση ότι έλεγε ψέμματα για όσα συνέβησαν κατά τις προηγηθείσες τους τελευταίους μήνες διαπραγματεύσεις, «ψέμματα που παραπλανούν τον ελληνικό λαό» ενώ έφθασε στο σημείο να υπονοήσει ότι «η κυβέρνηση προστατεύει συμφέροντα» και συνέκρινε την Ελλάδα με τις υπόλοιπες χώρες οι οποίες πέρασαν από πρόγραμμα προσαρμογής λέγοντας ότι σε αυτές «οι πολιτικοί αρχηγοί πήραν την ευθύνη και έλαβαν τις απαραίτητες αποφάσεις». Οι παρατηρήσεις (και όχι μόνον) του Γιουνκέρ έμειναν αναπάντητες από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Στο Βερολίνο, τα ίδια θέματα αντιμετωπίστηκαν «ξερά» δηλαδή τυπικά γερμανικά. Ο Σόιμπλε, που είχε την ευθύνη να «κουμαντάρει» τους βουλευτές της Μπούντεσταγκ, τους έστειλε επιστολή στην οποία έγραψε (σύμφωνα με ρεπορτάζ του Τάσου Τέλλογλου που την είχε στα χέρια του): «Σκοπός της ελληνικής κυβέρνησης είναι να κερδίσει χρόνο, χρησιμοποιώντας κεφάλαια του προγράμματος χωρίς να ανταποκρίνεται στους όρους του προγράμματος». Η κυρία Μέρκελ είπε πως «Η Ευρώπη ζει με τους συμβιβασμούς και κανείς δεν μπορεί να παίρνει το 100% όσων ζητάει, αλλά η Ελλάδα δεν επιθυμούσε τον συμβιβασμό». Ο αντικαγκελάριος Γκάμπριελ, σοσιαλδημοκράτης είπε ότι η Αθήνα «θέλει να μεταβάλει μονομερώς τους όρους λειτουργίας της Ευρωζώνης. Μια τέτοια Ευρωζώνη θα είναι ασταθής και θα αποτύχει».

Στο Παρίσι, ο πρόεδρος Ολάντ ήταν εξίσου σαφής: «Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι Έλληνες θέλουν να παραμείνουν στην Ευρωζώνη ή να πάρουν το ρίσκο της εξόδου. Άλλες χώρες, που δοκιμάστηκαν εξίσου με την Ελλάδα από την δημοσιονομική κρίση σχολίασαν πικρόχολα, όπως ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών της Ιρλανδίας που είπε: «Απογοητεύτηκα όταν άκουσα την ελληνική κυβέρνηση να μιλάει για δημοκρατική εντολή. Το αποδεχόμαστε μεν αλλά πρέπει και οι Έλληνες να αποδεχθούν τη δημοκρατική εντολή που έχει δοθεί στις άλλες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης».

Μέσα σε αυτές τις ομολουμένως πολύ δύσκολες στιγμές, η πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου συνέχισε τις παρεκτροπές. Αρνήθηκε, εκείνη τη μέρα, να δώσει το λόγο σε βουλευτές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ παρόλο που η ίδια είχε αναλυθεί σε «εισαγωγική τοποθέτηση», άσχετη προς το συζητούμενο εκείνη τη μέρα νομοθέτημα, στην οποία είχε επικρίνει σε βαθμό απρέπειας Ευρωπαίους αξιωματούχους, δήθεν για δηλώσεις τους σχετικά με το δημοψηφίσμα, με το οποίο προφανώς είχε σπεύσει να συμφωνήσει. Κι έκανε ένα ακόμη βήμα απειλώντας τους βουλευτές της αντιπολίτευσης να τους παραπέμψει στην επιτροπή δεοντολογίας για «αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά». Όταν μάλιστα ο Γ. Κουτσούκος (ΠΑΣΟΚ) τόλμησε να παρατηρήσει ότι η κυβέρνηση έχει μετατραπεί σε βιομηχανία έκδοσης Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου η Ζωή Κ. αντέταξε πως υπό τις παρούσες συνθήκες η έκδοση ΠΝΠ είναι «δημοκρατική πράξη»!

Ο παροξυσμός της κ. Κωνσταντοπούλου είχε οδηγήσει, την Παρασκευή, σε σφοδρή σύγκρουση με τον Ν. Καραθανασόπουλο, παλαίμαχο βουλευτή του ΚΚΕ, ο οποίος «τόλμησε» να παρατηρήσει ότι το πόρισμα της προσωπικής Επιτροπής Αληθείας για το χρέος  «δεν αντέχει σε κριτική». Ακολούθησε ο εξής διάλογος:

Ζ.Κ.: «Είναι να διερωτάται κανείς τι ρόλο παίζετε, κ. Καραθανασόπουλε».

Ν.Κ.: «Ο ρόλος που διαδραματίζει το ΚΚΕ είναι αδιαπραγμάτευτος. Αν έχετε τα κότσια, ζητήστε από την κυβέρνηση να διαγράψει μονομερώς το χρέος».

Ζ.Κ.: «Στερείστε της ικανότητας να αξιολογήσετε τα εργαλεία του λαού. Αλλά λένε άλλοι βουλευτές του ΚΚΕ στη διάσκεψη των προέδρων».

Ν.Κ.: «Είστε κοινή συκοφάντρια».

Ζ.Κ.: «Είστε απρεπής και δεν τιμάτε τις παραδόσεις του κόμματός σας με τον τρόπο που συμπεριφέρεστε».

Ν.Κ.: «Στους συκοφάντες συμπεριφερόμαστε έτσι. Καμία εμπιστοσύνη σε πρόσωπα που λένε ψέματα».

Ζ.Κ.: «Δεν τιμάτε τις παραδόσεις του κόμματος».

Ν.Κ.: «Δεν θα το κρίνετε το ΚΚΕ εσείς, μια κοινή συκοφάντρια».

Σε άλλες νότες, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους εκτίμησε ότι το δημοψήφισμα θα κοστίσει πάνω από 110 εκατ. ευρώ, όταν μάλιστα το ταμείο ήταν άδειο. Πλειάδα συνταγματολόγων περιέγραφαν ως «πολιτικά πραξικοπηματική» την επιλογή Τσίπρα να αναγγείλει αιφνιδίως δημοψήφισμα και ότι οι πολίτες καλούνται να λάβουν θέση επί κειμένου υπό διαπραγμάτευση χωρίς κανείς να γνωρίζει ποια από τα όσα περιέχει η πρόταση των εταίρων έχει ήδη δεχθεί η κυβέρνηση.

Η εβδομάδα του δημοψηφίσματος θα ξεκινούσε με το κλείσιμο των τραπεζών (capital controls), καθυστέρηση στην καταβολή των συντάξεων και πιέσεις στις τράπεζες να εκχωρήσουν στο κρατικό ταμείο δάνειο 300 εκατ. ευρώ κατά παρέκκλιση των κανόνων λειτουργίας της Ευρωζώνης. Δεν θα πληρωθούν όμως ούτε η δόση προς το ΔΝΤ (1,6 δισεκ.), ούτε και η δόση δανείου της Τράπεζας της Ελλάδος προς το Δημόσιο (472 εκατ.). Στα βενζινάδικα σχηματίστηκαν ουρές και ο ανεφοδιασμός των ασθενοφόρων του ΕΚAΒ και των απορριματοφόρων των Δήμων γινόταν με δυσκολία.

Ακόμη δεν είχαμε ψηφίσει, αλλά φαινόταν πως η καταστροφή θα έμοιαζε με never ending παίγνιο πολιτικής εξαπάτησης. Κάποιοι, καθόλου λίγοι, το ευχαριστήθηκαν κιόλας...