Διπλωματικά, αργήσαμε επικινδύνως

Πριν λίγες εβδομάδες σημείωνα εδώ την ανάγκη για τον πρωθυπουργό να επιμερίσει τον χρόνο του εις όφελος της διπλωματικής προσπάθειας που απαιτούν οι καιροί. Δεν περίμενα να είναι τόσο άσκημα τα πράγματα. Για την χώρα μιλώ κι επομένως, για τους κατοίκους της, τις επιχειρήσεις της και το μέλλον της.

Αφήσαμε μεγάλα και βαριά προβλήματα, εμπλοκές και ευκαιρίες, επί εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξελίσσονται με εμάς ωσεί παρόντες και, πρακτικά, απόντες.

Πρώτο, το κυρίαρχο ζήτημα, η κατοχή στην Κύπρο, που σημάδεψε τη γένεση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, αφέθηκε ακυβέρνητο. Η μητέρα Ελλάς υποχώρησε συστηματικά στην αβουλία των Κυπρίων αδελφών με αποτέλεσμα την εμπέδωση του εχθρικού στάτους κβό το οποίο τώρα χρησιμοποιεί, προφανώς προς όφελός της, η Τουρκία.

Δεύτερο, το ζήτημα της αμυντικής διάταξης αντιμετωπίζεται σχεδόν αποκλειστικά ως θέμα εξοπλισμών. Πλην όμως, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και ιδίως οι νεότεροι δεν έχουν καθαρό στο μυαλό τους τι και πώς θα χρειαστεί να κάνουν αν, ο μη γένοιτο, χρειαστεί για την υπεράσπιση των εδαφών.

Τρίτο, ξοδεύσαμε πολλά χρόνια σε ιδεολογικές φιοριτούρες, όπως ήταν οι δήθεν «αδελφικοί δεσμοί» με τον αραβικό κόσμο, ακόμη κι όταν αυτός βυθιζόταν σε εμφύλιες συρράξεις, ακόμη κι όταν γινόμασταν κι εμείς όπως ολόκληρη η Δύση στόχος των επικίνδυνα ακραίων μουσουλμάνων.

Τέταρτο, καθυστερήσαμε, άνευ αιτιώδους ουσίας, την καλλιέργεια στενότερων, στρατηγικής σημασίας, σχέσεων με το κράτος του Ισραήλ. Ακόμη σήμερα, στην εσωτερική πολιτική ατζέντα, όλα σχεδόν τα κόμματα σπεύδουν να ξιφουλκήσουν εναντίον, συλλήβδην, των Εβραίων, κυρίως λόγω της απαράδεκτης πολιτικής Νετανιάου, κλείνοντας το μάτι στην τζιχαντιστική τρομοκρατία, αντί της δικαιωματικής δημιουργίας αυτόνομου, αλλά πράγματι, ανεξάρτητου παλαιστινιακού κρατιδίου.

Πέμπτον και πάντοτε βαρύτερο, δεν έχουμε, ακόμη σήμερα, κατορθώσει να φέρουμε την Τουρκία στο τραπέζι της μόνης διαπραγμάτευσης, που έχει πραγματικό νόημα, για τον καθορισμό της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Το χειρότερο είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις όχι μόνον δεν ανέλαβαν σχετική πρωτοβουλία, όταν έκαναν τη βάρδια τους στη διακυβέρνηση, αλλά συχνά συμβιβάστηκαν με  το, δεδομένο πλέον, διπλωματικό αδιέξοδο.

Έκτο, αλλά πολύ σημαντικό, δεν κινητοποιηθήκαμε όταν διαπιστώθηκε το ρήγμα που ηθελημένα προκάλεσαν, με το δημοψήφισμα του ‘15, συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή μας υπαγωγή. Η θέση μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποβαθμίστηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, λόγω αρχικώς της ανερμάτιστης δημοσιονομικής πολιτικής την οποία συνεχίσαμε με μια περιπεπλεγμένη και φοβική δήθεν διαπραγμάτευση επί μνημονίων, την οποία εξέλαβαν εχθρικά τα κράτη που έσπευσαν να διασώσουν το κράτος.

Έβδομο και εντελώς διαβρωτικό, η συνεχιζόμενη ποικιλοτρόπως κρυφή λατρεία του ρωσικού παράγοντα συνεχίζει να προκαλεί προβλήματα όχι τόσο στην εξωτερική πολιτική όσο στον επιπολασμό θεωριών συνωμοσίας σε βάρος της εθνικής ενότητας.

Όλα αυτά και κάποια άλλα είναι ζητήματα επί των οποίων χρειάζεται συζήτηση μεταξύ των κομμάτων και, το κυριότερο, χρειάζεται να πάρουμε σοβαρές και κάποιες δύσκολες αποφάσεις. Αν δεν το κάνουμε τώρα, «με το καλό», τότε, στην εποχή της τρέλας που εγκαινίασε ο Τραμπ, κινδυνεύουμε να υποχρεωθούμε να τα κάνουμε όλα ξαφνικά. Αργήσαμε επικινδύνως.