Αμυντικές δαπάνες: Ναι, αλλά ποιες;

Με την δακτυλοδεικτούμενη εξαίρεση των κομμουνιστών, το σύνολο των πολιτών θεωρεί, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, δικαιολογημένη την εξοπλιστική και αμυντική προσπάθεια της Ελλάδας. Θα συνεχίσει να συμφωνεί τώρα που πρέπει να αυξήσουμε περισσότερο τα χρήματα που θα κατευθύνονται σε στρατιωτικούς στόχους;

Η απάντηση, πιστεύω, είναι θετική. Αλλά χρειάζεται να εξηγήσει η κυβέρνηση τι αλλάζει, ώστε η κοινή γνώμη να αποδεχτεί ότι το αποτέλεσμα των δαπανών αξίζει τον κόπο, όταν συγκρίνεται με τη «ζημιά» που προκαλείται στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, μέσω των φόρων και του υψηλού δημόσιου χρέους.

Οι ελληνικοί εξοπλισμοί συνδέονται σήμερα περισσότερο με την οικονομική μας υπόσταση. Ο τουρισμός χρειάζεται ασφάλεια και το Αιγαίο και τα Νησιά του, όπως και τα Δωδεκάνησα απαιτούν ασφάλεια. Το ίδιο και ακόμη περισσότερο θα χρειαστούν οι δύο σοβαρές επιδιώξεις μας ώστε να αναβλήσει ενέργεια νοτίως της Κρήτης.

Χρειάζονται όμως και σοβαρές αλλαγές στην αντίληψη που έχουμε σε όσα σημαίνει στρατιωτική άμυνα. Για παράδειγμα, η φύλαξη των νησιών του Αιγαίου θα έπρεπε, κανονικά, να στηρίζεται περισσότερο σε έξυπνο οπλισμό επί τόπου αλλά και στην εκπαίδευση των κατοίκων σε συστήματα παλλαϊκής άμυνας. Σιγά μη το τολμήσουμε ποτέ, με την «τρέλα» που επικρατεί  σε κάποια κομμάτια του πληθυσμού.

Υπάρχουν όμως οι κληρωτοί. Όμως, η μείωση της θητείας είναι το όνειρο καθενός νέου ανδρός. Και βεβαίως η εξάντλησή της κοντά στη μητρική εστία. Οι αστοί και τα παιδιά τους (όσο πιο εύποροι τόσο περισσότερο), ούτε που το σκέφτονται να υπηρετήσουν σε μια δύσκολη περιοχή. Ακόμη θυμάμαι τη γνωριμία με τη φρουρά στο νησί της Ρω, το πάθος στα μάτια των στρατιωτών της, αλλά και την εξήγηση για τις ανάγκες των οικογενειών τους, κατοίκων μακρινών επαρχιών, να τους έχουν κοντά τους επειδή κερδίζουν χρόνο στη θητεία τους. Επί δεκαετίες, τρεις τουλάχιστον γενιές, έκαναν τα πάντα να καθυστερήσουν την κατάταξή τους με την ελπίδα να υπηρετήσουν λίγους λιγότερους μήνες. Σιγά μη μιμηθούμε τους Ελβετούς που συνεχίζουν να εκπαιδεύονται κάθε χρόνο και για πολλά χρόνια μετά την εκπλήρωση, σκληρή μάλιστα, των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων.

Υπάρχει και η περίπτωση θητείας των γυναικών. Προφανώς και απορρίπτεται χωρίς δεύτερη κουβέντα, εδώ δεν καταφέρνουν να προγραμματίσουν εγκαίρως την ποθούμενη, δημογραφικώς, ηθελημένη εγκυμοσύνη τους σιγά μην τις στρατεύσουμε. Όχι βέβαια, αλλά τα κράτη που αντιμετωπίζουν κινδύνους το κάνουν. Τρόποι υπάρχουν…

Μένουν οι επαγγελματίες. Προφανώς θα στηριχθούμε πάνω τους. Ήδη άλλωστε σε κάθε 100 ευρώ τα 60 πάνε στον ανθρώπινο δυναμικό. Πώς όμως θέλουμε τους ανθρώπους που κάθε μέρα θα φυλάνε Θερμοπύλες; Προφανώς, όπως ακριβώς το έκαναν οι «300» στην εποχή τους. Πρέπει το στράτευμα να μειώσει τους περιπατητές, να αποκτήσει πολλούς περισσότερους τεχνολόγους, να διαθέτει αξιωματικούς που θα μπορούσαν να διαπρέψουν σε μια ανταγωνιστική ιδιωτική εταιρεία.

Το οποίο σημαίνει, επειδή όλα αυτά κοστίζουν, ότι η αύξηση των δαπανών πρέπει να είναι και καλά στοχευόμενη και πλήρως ελεγχόμενη. Ισχύει αυτό σήμερα; Μάλλον όχι ή σίγουρα όχι ικανοποιητικά. Πρέπει να το διορθώσουμε.

Το τελευταίο κρίσιμο θέμα των ήδη υψηλών και σύντομα υψηλότερων στρατιωτικών δαπανών είναι η κινητοποίηση σχημάτων από ιδιωτικές ή κάποιες μεικτής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις στην παραγωγή οπλικών συστημάτων. Δυνατότητες υπάρχουν και ήδη καταγράφονται σχετικές πρωτοβουλίες. Ιδίως σε συνεργασίες με άλλες, ευρωπαϊκές ή αμερικανικές εταιρείες. Η διοχέτευση κρατικών πόρων προς παρόμοια σχήματα παραγωγή πρέπει να καταστεί συστηματικός στόχος και να παραμείνει σεβαστός για να μην έχουμε την επανάληψη όσων συνέβησαν στη δεκαετία του ’80, κυρίως, και οδήγησαν στην καταστροφή τις εταιρείες που είχε δημιουργήσει μετά τη δικτατορία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Τέλος, με τον συνυπολογισμό των υποδομών, ειδικά τα λιμάνια, στην νατοϊκή στόχευση του 5% του ΑΕΠ για αμυντικά έργα, η Ελλάδα δεν βρίσκεται μακριά από τον στόχο του 5%. Με δύο λόγια, η ποιότητα των στρατιωτικών δαπανών και όχι τόσο το μέγεθός τους είναι εκείνο που πρέπει να προσέξουμε και επί του οποίου πρέπει να επιτευχθεί πολιτική συνεννόηση.