Τραπεζική κρίση ή κρίση εμπιστοσύνης;

Όταν τον Φεβρουάριο του 1995 κατέρρεε η Baring Bank, κανείς δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει το γεγονός πως η αρχαιότερη βρετανική τράπεζα με έτος ίδρυσης το 1762 εξαφανιζόταν από προσώπου γης, από την επιλογή του 28ρονου trader Nick Leeson, να επενδύσει $1 δισ. σε παράγωγα προϊόντα του χρηματιστηριακού δείκτη Nikkei 225, χωρίς να προβεί σε αντιστάθμιση κινδύνου.

Οι έρευνες που ακολούθησαν σχετικά με το άδοξο τέλος της Baring Bank, είχαν καταδείξει πως οι μηχανισμοί εποπτείας και ελέγχου της τράπεζας ήταν αναποτελεσματικοί. Και αυτό διότι το ίδιο πρόσωπο εκτελούσε ταυτόχρονα χρέη διαπραγματευτή παραγώγων, λογιστή και εκκαθαριστή. Και όπως είχε λεχθεί στη δίκη του, που τον είχε οδηγήσει σε φυλάκιση 6 ετών, η τράπεζα «είχε βάλει την αλεπού να φυλάξει το κοτέτσι», (the fox guarding the hen house).

Από τότε έχουν περάσει σχεδόν 30 έτη και όπως φάνηκε με την κατάρρευση τόσο της Silicon Valley Bank, όσο και της Credit Suisse, ανάλογα παρόμοια προβλήματα ταλανίζουν ακόμα ορισμένες τράπεζες.

Μπορούν να ειπωθούν δεκάδες διαφορετικές δικαιολογίες για την κατάρρευση των δυο τραπεζών, ωστόσο η αλήθεια είναι αφοπλιστικά απλή. Και η αλήθεια είναι πως η εταιρική διακυβέρνηση ήταν παντελώς απούσα και από τις δυο τράπεζες. Δηλαδή δεν λειτουργούσε το σύστημα αρχών και πρακτικών, με βάση το οποίο οργανώνεται και διοικείται μια εταιρεία και ειδικότερα μια τράπεζα, ώστε να διαφυλάσσονται και να ικανοποιούνται τα έννομα συμφέροντα όσων συνδέονται μαζί της .

Στην περίπτωση της Silicon Valley Bank, δεν υπήρξε πρόβλεψη αντιστάθμισης του κινδύνου από την αύξηση των επιτοκίων. Έτσι το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, έμεινε ουσιαστικά «απροστάτευτο» απέναντι στις πολιτικές που ακολουθεί η Fed. Με αποτέλεσμα, η ρευστοποίηση των ομολόγων που ακολούθησε τις μαζικές αναλήψεις των καταθέσεων να οδηγήσει σε μεγάλες ζημίες.

Στην περίπτωση της Credit Suisse είναι προφανές πως για περισσότερα από 35 έτη, η τράπεζα είχε μετατραπεί σε ένα μηχανισμό που υποδεχόταν έσοδα παράνομης προέλευσης, που έμπλεκε σε σκάνδαλα και που χρηματοδοτούσε πελάτες με ύποπτες δραστηριότητες. 

Η διαχείριση της σωτηρίας της Credit Suisse μέσω της εξαγοράς της από την UBS, όπως σχεδιάστηκε από την Kεντρική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB) και την κανονιστική αρχή Finma, με τις ευλογίες της Fed και της ΒοΕ, παρουσίασε και αυτή σημαντικές δυσλειτουργίες. 

Ουσιαστικά οδηγήθηκαν οι μέτοχοι και των δυο τραπεζών σε μια συμφωνία που δεν ήθελαν. Διότι όπως είχαμε γράψει και στο Liberalmarkets, οι μέτοχοι της Credit Suisse θεωρούν το τίμημα χαμηλό και την ίδια στιγμή οι μέτοχοι της UBS πρόκειται να επωμιστούν ένα βάρος που δεν ήθελαν. Ένα βάρος που είναι οικονομικό αλλά και νομικό. Αφού όλες τις ανοικτές προς διερεύνηση υποθέσεις και εκκρεμότητες που πιθανότατα θα καταλήξουν σε πρόστιμα, θα κληθεί να τις αντιμετωπίσει η UBS. Και όμως το deal έγινε.

Τι έδειξε λοιπόν η πρόσφατη κρίση; Κάτι πιο βαθύ και πιο ουσιαστικό από την απώλεια κάποιων δισ. που αντικαταστάθηκαν άμεσα από κρουνούς ρευστότητας. Έδειξε πως το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα είναι γυμνό από κανόνες, από ελέγχους και από αξιόπιστους εποπτικούς μηχανισμούς. Έδειξε πως οι μηχανισμοί προστασίας των μετόχων, των καταθετών, των πιστωτών, των ομολογιούχων και των δανειοληπτών, καθώς και οι τρόποι παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών είναι “à la carte”. Έδειξε τέλος ότι ο ακρογωνιαίος λίθος του τραπεζικού συστήματος που είναι «η εμπιστοσύνη», δε λειτουργεί σαν άγκυρα, αλλά σαν περιττό βάρος.