Στο χρηματιστηριακό μενού κυριαρχούν οι τράπεζες
Shutterstock
Shutterstock

Στο χρηματιστηριακό μενού κυριαρχούν οι τράπεζες

Σε νέα υψηλά κινείται ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών μετά την κατάκτηση των 1752 μονάδων και το κλείσιμο της Παρασκευής στις 1750 μονάδες, με τον όγκο των συναλλαγών να ξεπερνά τα €187 εκατ. Μόλις την περασμένη εβδομάδα γράφαμε για την υποδειγματική επαναφορά του χρηματιστηρίου στα επίπεδα των 1700 μονάδων μέσα σε ελάχιστο χρόνο μετά την «τραμπογενή» βύθιση στις 1480 μονάδες, και τις προσδοκίες για συνέχιση της ανόδου, κυρίως λόγω των μερισμάτων.  
   
Το δέλεαρ για τους επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αθηνών εκτιμούσαμε ότι θα ήταν οι διανομές πλούσιων μερίσματα, το σύνολο των οποίων θα ξεπεράσει το €1,5 δισ. μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, την πρώτη θέση στο επενδυτικό μενού την κατέκτησαν για μια ακόμα φορά οι τραπεζικές μετοχές. Αφού τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου του τρέχοντος οικονομικού έτους, τα οποία δημοσίευσαν οι διοικήσεις των τραπεζών συνεχίζουν να είναι θετικά και σε μερικές περιπτώσεις καλύτερα από όσα ανέμεναν οι αναλυτές. 
 
Δίνοντας με αυτόν τον τρόπο απάντηση σε όλους όσοι υποστηρίζουν ότι οι τράπεζες είναι ακριβές και ότι αφού δεν τις αγόρασαν στα χαμηλά, τώρα δεν έχει νόημα να τις αγοράσουν. Ναι, πράγματι, θα ήταν καλύτερα εάν είχαμε αγοράσει τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας στο €1 το 2020, στα €2,6 το 2022, στα €5 το 2023 ή ακόμα και στα €7 μέσα στο 2024. Και το παράδειγμα της μετοχής της Εθνικής Τράπεζας, ισχύει προφανώς για όλες τις τράπεζες. Με την ίδια λογική  θα ήταν εκπληκτικό για το πορτοφόλι μας, εάν είχαμε αγοράσει τη μετοχή της ΔΕΗ στα €2,5 το 2020 ή ακόμα καλύτερα στο €1,3 στο ακόμα πιο μακρινό 2019. 
 
Ωστόσο, δεν είναι απόλυτα σωστό να κοιτάμε μόνο τις τιμές. Θα πρέπει να συνυπολογίζουμε και τις συνθήκες της χρηματιστηριακής αγοράς, το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, καθώς και την οικονομική κατάσταση, αλλά και την ψυχολογική διάθεση των επενδυτών. Ποιοι τολμούσαν να αγοράσουν ΔΕΗ στο €1,3 όταν η εταιρεία εμφάνιζε μυθικές ζημίες και η κυβέρνηση του Σύριζα κράδαινε πάνω από την αγορά την απειλή της εκ νέου κρατικοποίησης; Ποιος αγόραζε τραπεζικές μετοχές όταν τα κόκκινα δάνεια έπνιγαν οποιαδήποτε αναπτυξιακή ανάσα των τραπεζών; Ή όταν οι ανακεφαλαιοποιήσεις, μηδένιζαν την αξία των τραπεζικών μετοχών; Όταν το φάντασμα μιας νέας πτώχευσης ήταν ακόμα ορατό; Όταν οι κρατικίστικοι πειραματισμοί αποτελούσαν μέρος της επενδυτικής καθημερινότητας; Όταν η ανάκτηση του αξιόχρεου της Ελλάδας αποτελούσε ακόμα σενάριο επιστημονικής φαντασίας; Και όταν το διαθέσιμο εισόδημα ακόμα και των έμπειρων επενδυτών παρέμενε ανενεργό σε τραπεζικούς λογαριασμούς και ουδείς μπορούσε να προβεί στον στοιχειώδη οικονομικό και επενδυτικό σχεδιασμό σε προσωπικό ή οικογενειακό επίπεδο, λόγω της διάχυτης ανασφάλειας;  
 
Η πορεία των τραπεζικών μετοχών ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια κατά γράμμα την πορεία των τραπεζικών ισολογισμών. Το ίδιο και οι μετοχές των υπολοίπων εταιρειών. Η σταδιακή βελτίωση των οικονομικών μεγεθών των τραπεζών, η εξυγίανση των ισολογισμών τους, η επάνοδος τους στις διεθνείς αγορές, καθώς και η επανένταξη τους στις εκθέσεις των ισχυρών διεθνών χρηματιστηριακών οίκων, οδήγησε στα αποτελέσματα που βλέπουμε σήμερα. 
 
Πότε οι τιμές προεξοφλούσαν κάτι το θετικό και πότε ακολουθούσαν με κάποια υστέρηση τις εξελίξεις  λόγω της αμφιβολίας που κυριαρχούσε μετά από τη δεκαετή ταλαιπωρία των τραπεζικών επενδυτών. Οπωσδήποτε πρωτεύοντα ρόλο σε αυτή τη διαδρομή έπαιζαν οι εκθέσεις των ξένων οίκων, οι οποίες κατέληγαν με τη σύσταση «buy» και τιμές – στόχους που φάνταζαν είτε αισιόδοξες είτε εξωπραγματικές. Τις εκθέσεις της Goldman Sachs, της JPMorgan, της Βank of America, της Morgan Stanley, της UBS, της Citi και άλλων οίκων ακολουθούσαν και οι θεσμικοί επενδυτές από το εξωτερικό, με τις ισχυρές κεφαλαιακές εισροές και τον υψηλό όγκο συναλλαγών να προσφέρουν βάθος και αξιοπιστία στα χρηματιστηριακά δρώμενα. Διότι η συμμετοχή ξένων ισχυρών παικτών οι οποίοι συχνά έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, αποκλείει την ύπαρξη σεναρίων για «στημένα παιχνίδια» ή για «κυβερνητικές παρεμβάσεις». 
 
Ας θυμηθούμε τις τρέχουσες τιμές των τραπεζικών μετοχών. Η Eurobank βρίσκεται στα €2,5 με απόδοση +10,3% από την αρχή του έτους και έχει χρηματιστηριακή αξία €9,16 δισ. Η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας βρίσκεται στα €9,8 με απόδοση +28,1% και έχει χρηματιστηριακή αξία €8,97 δισ. Η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς βρίσκεται στα  €5,3 με απόδοση +34,5% και κεφαλαιοποίηση στα €6,63 δισ. Τέλος, η μετοχή της Alpha Bank βρίσκεται στα €2,44 με απόδοση +50,9% από την αρχή του έτους και χρηματιστηριακή αποτίμηση στα €5,75 δισ. 
 
Είναι ακριβές ή φθηνές οι τραπεζικές μετοχές; Αξίζει κανείς να τις αγοράσει ή να περιμένει να πέσουν; Κι αυτός που έχει τραπεζικές μετοχές να τις κρατήσει ή να τις πωλήσει;  
 
Δύσκολες ερωτήσεις, των οποίων οι απαντήσεις έχουν κυρίως προσωπικό χαρακτήρα. Διότι όπως λέει και μια παλαιά σοφή χρηματιστηριακή ρήση, οι «αγορές σκαρφαλώνουν στον γκρεμό του φόβου». Του φόβου ότι θα χάσουμε την άνοδο, αλλά και του φόβου ότι οι αγορές ανά πάσα στιγμή μπορούν να «γυρίσουν» και να κινηθούν πτωτικά. Μια άλλη σοφή ρήση αναφέρει ότι «η αγορά πάντα δίνει τις σωστές και δίκαιες τιμές». Αφού στο κλείσιμο των χρηματιστηριακών τιμών κάθε ημέρας, έχουν εκδηλωθεί όλες οι τάσεις των αγοραστών και των πωλητών και ταυτόχρονα στις τιμές έχουν ενσωματωθεί όλες οι ειδήσεις, τα νέα, οι προσδοκίες αλλά και οι φόβοι των επενδυτών.    
 
Ναι, οι τραπεζικές μετοχές είναι ακριβές με βάση της αποδόσεις που έχουν προσφέρει τα τελευταία χρόνια, αλλά και φέτος. Ένας επενδυτής που έχει κερδίσει ένα +50% από τη μετοχή της Alpha Bank από την αρχή του έτους, θα πρέπει να αισθάνεται ιδιαίτερα ικανοποιημένος και ίσως θα μπορούσε να κάνει «cash out» τις υπεραξίες του. Διότι μην τρελαθούμε. Το +50% της Alpha Bank, ή το +34,5% της Πειραιώς είναι εκπληκτικές αποδόσεις, που διαψεύδουν πανηγυρικά τις Κασσάνδρες της χρηματιστηριακής Τροίας. 
 
Όμως ταυτόχρονα οι τραπεζικές μετοχές βρίσκονται σε μια δίκαιη αποτίμηση με βάση τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου (Q1). Διότι εάν οι προσδοκίες των επενδυτών για το Q1 δεν είχαν επαληθευτεί και εάν οι εκτιμήσεις των χρηματιστηριακών αναλυτών για την κερδοφορία των τραπεζών είχαν διαψευστεί, το «ταμπλό» θα είχε κοκκινίσει με πρωταγωνιστές τους πωλητές. 
 
Ωστόσο, οι τραπεζικές μετοχές είναι ακόμα φθηνές με βάση τις τρέχουσες  εκτιμήσεις των ξένων επενδυτικών οίκων, εκθέσεις των οποίων δημοσιεύτηκαν αμέσως μετά των ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του Q1. Όπως είναι η Citigroup, η Goldman Sachs, η Morgan Stanley, η JPMorgan, η UBS, η Jefferies και η AXIA.  
 
Η Citi δίνει για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας σαν στόχο τα €10,30 για την Eurobank τα €3,20 για την Alpha Bank τα €3 και για τη μετοχή της Τράπεζας τα €6.   
 
Η Goldman Sachs δίνει για την Alpha Bank τα €2,70 για την Τράπεζα Πειραιώς τα €6, για την Εθνική Τράπεζα τα €10,70 και για την Eurobank τα €2,90. 
 
Για τη μετοχή της Eurobank, η Morgan Stanley δίνει τα Η Morgan Stanley δίνει ως τιμή-στόχο τα €3,18 ευρώ η JPMorgan, η UBS και η Jefferies δίνουν τα €3,20 και η AXIA τα €3,40 ευρώ  και σύσταση «Οverweight» δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στα καθαρά έσοδα τριμήνου που ήταν 5% πιό πάνω από τις εκτιμήσεις. 
 
Τέλος, για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, η ΑΧIA δίνει τα €10,90 η JPMorgan τα €11,30 η UBS τα €11,60 και η Jefferies τα €11,70. 
 
Οπότε με βάση τις τιμές – στόχους που θέτουν οι προαναφερθέντες επενδυτικοί οίκοι, οι οποίες εδράζονται στα οικονομικά αποτελέσματα και τις λογιστικές καταστάσεις του πρώτου τριμήνου, οι σημερινές τιμές των τραπεζικών διατηρούν ακόμα σημαντικά περιθώρια ανόδου. 
 
Βέβαια, στην εξίσωση, εάν μια μετοχή είναι ακριβή ή φθηνή, εάν θα ανέβει ή θα πέσει, εάν θα πρέπει να αγοραστεί, να πωληθεί ή να διατηρηθεί στο χαρτοφυλάκιο, θα πρέπει πάντα να υπεισέρχεται ο παράγοντας του ρίσκου και της διαχείρισης της ψυχολογικής καταπόνησης που συνοδεύει τους επενδυτές στο χρηματιστήριο.