Σε μια εποχή γεμάτη δημοψηφίσματα, η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε με τη σειρά της ότι οι Ιταλοί θα κληθούν να αποφασίσουν κατά πόσο συμφωνούν ή όχι με την προτεινόμενη συνταγματική μεταρρύθμιση. Το δημοψήφισμα θα πραγματοποιηθεί στις 4 Δεκεμβρίου και θα κρίνει την πολιτική μοίρα του πρωθυπουργού, Matteo Renzi, ο οποίος δήλωσε ότι θα παραιτηθεί εάν η έκβαση δεν είναι η επιθυμητή.
Ο M. Renzi δεν είχε και πολλές επιλογές από τη στιγμή που απέτυχε να εξασφαλίσει μέσω του κοινοβουλίου τα απαιτούμενα 2/3 για να γίνει δεκτή η συνταγματική μεταρρύθμιση. Γι'' αυτό κατέφυγε στο δημοψήφισμα και επέλεξε την τακτική "όλα για όλα", φτάνοντας στο σημείο μέχρι και να συγκρουστεί με την ΕΕ. Δεν είναι λίγες οι φορές που το τελευταίο διάστημα έχει επικρίνει τη δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ, χαρακτηρίζοντάς την πολύ "αυστηρή". Στην κριτική του Renzi, μάλιστα, απάντησε ο πρόεδρος της Κομισιόν Jean Claude Juncker, λέγοντας σύμφωνα με το Reuters, πως "καλό θα ήταν να σταματήσει η Ιταλία τις επιθέσεις κατά της Κομισιόν, καθώς είναι αντιπαραγωγικό και συμπλήρωσε πως ακριβώς αυτοί οι "αυστηροί" δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ επέτρεψαν στην Ιταλία να ξοδέψει 19 δισ. ευρώ επιπλέον το 2016".
Ωστόσο, τι κατάφερε ο Μ. Renzi; Να προσωποποιήσει το δημοψήφισμα και να επιτρέψει στην αντιπολίτευση να παρουσιάσει το "όχι" ως γενικευμένη απόρριψη της κυβερνητικής πολιτικής. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του ερευνητικού ινστιτούτου Eumetra, εξαιρουμένων των αναποφάσιστων ψηφοφόρων και της αποχής, οι αντίπαλοι της μεταρρύθμισης αύξησαν τη διαφορά τους κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.
Βασικά σημεία της συνταγματικής μεταρρύθμισης
Ο επιθυμητός στόχος της ιταλικής κυβέρνησης είναι να αποκτήσει μεγαλύτερη σταθερότητα το πολιτικό σύστημα, ώστε να μην αλλάζει κυβερνήσεις σαν τα πουκάμισα και όταν εκλέγονται αυτές οι κυβερνήσεις να μπορούν να υλοποιούν το πρόγραμμά τους. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται η Βουλή να είναι η μόνη που θα μπορεί να παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης στην εκάστοτε κυβέρνηση, ενώ με τη μεταρρύθμιση μειώνονται οι δικαιοδοσίες της Γερουσίας, οι οποίες θα αφορούν την κύρωση διεθνών συμφωνιών, τις θεσμικές αλλαγές, τα εκλογικά συστήματα των περιφερειών, την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας. Επίσης, μείωση θα υπάρξει και στον αριθμό των γερουσιαστών από 315 σε 100.
Χάνει η Ευρωζώνη, αν κερδίσει το "όχι";
Είναι σαφές πως μιλώντας για την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα από τα αποτελέσματα είναι ο αντίκτυπος που έχει σε ολόκληρη την Ένωση μια αλλαγή σε μία από της χώρες μέλη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η Μεγάλη Βρετανία και το Brexit, η Ελλάδα, οι επικείμενες αυστριακές εκλογές, που εκτός από τους πολιτικούς κλυδωνισμούς που προκαλούν, αυξάνουν παράλληλα και την νευρικότητα στις αγορές.
O Antonio Armellini, διευθυντής του Ιταλικού Ινστιτούτου για την Αφρική και την Ανατολή, αναφέρει πως "δεν είναι τόσοι αυτοί που πιστεύουν ότι το "Ναι" θα αποτελέσει το τέλος της δημοκρατίας στην Ιταλία, όσοι αυτοί που θεωρούν πως η επικράτηση του "Όχι", θα οδηγήσει τη χώρα σε μια εποχή ακυβερνησίας κάτι που θα έχει αρνητικές συνέπειες και στην οικονομία".
Επίσης, όπως συμπληρώνει, "η Ιταλία είναι σημαντικός εταίρος μέσα στο ΝΑΤΟ, το οποίο μπορεί να παίξει ισορροπητικό ρόλο ειδικά σε μια περίοδο αυξανόμενων εντάσεων με τη Ρωσία".
Παράλληλα, το πρόβλημα των ιταλικών τραπεζών απέχει πολύ από το να λυθεί, όπως φαίνεται κι απ'' τα ζητήματα της Monte dei Paschi, γεγονός που σημαίνει ότι η χώρα έχει ανάγκη όσο το δυνατόν περισσότερη σταθερότητα και όχι αβεβαιότητα.
Εν τω μεταξύ, ένας ακόμα "πονοκέφαλος" για τον ιταλό πρωθυπουργό είναι και η εκλογή του Donald Trump, καθώς ο Renzi ήταν ανάμεσα στους ευρωπαίους ηγέτες που στήριξαν δημόσια τη Hillary Clinton. Αντίθετα, η δεξιά ιταλική αντιπολίτευση (Berlusconi, B. Grillo) χαιρέτησαν την επικράτηση του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου και την εξέλαβαν ως επιβεβαίωση της δικής τους πολιτικής γραμμής.
Μια ενδεχόμενη ήττα του M. Renzi στο δημοψήφισμα, θα άνοιγε την πόρτα σε λαϊκιστικές πολιτικές δυνάμεις τύπου Beppe Grillo με το Κίνημα των 5 Αστέρων που θα μπορούσαν μέχρι και να θέσουν προς ψήφιση την παραμονή της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.