Η Αρλέτα με την αισθαντική φωνή, μας αποχαιρέτησε για πάντα

Η Αρλέτα με την αισθαντική φωνή, μας αποχαιρέτησε για πάντα

Της Αγγελικής Κώττη

«Τα ήσυχα βράδια, η Αθήνα θ' ανάβει / σαν μεγάλο καράβι». Μόνο που η αισθαντική φωνή από την οποία ακούσαμε και αγαπήσαμε το υπέροχο αυτό τραγούδι, η φωνή της Αρλέτας, δεν θα μας συντροφεύει. Η Αρλέτα πέθανε σήμερα, σε ηλικία 72 ετών, (σαν να είχε ποτέ ηλικία μια τέτοια φωνή) μετά από πολλές περιπέτειες υγείας, στον «Ευαγγελισμό» όπου νοσηλευόταν. Όμως η φωνή της «τραγούδι της ερήμου» θα μας ακολουθεί πάντοτε.

Στο παρελθόν είχε μιλήσει η ίδια δημόσια για την περιπέτεια που είχε περάσει με την υγεία της και παραλίγο να της στοιχίσει τη ζωή. «Ήδη έχω κερδίσει τρεις φορές τον "κύριο" που λέγεται θάνατος, τι να πω, νομίζω ότι μάλλον έχουν σωθεί οι φορές μου. Το ότι 'χω αυτή τη στιγμή μάλλον είναι θαύμα», είπε πει σε συνέντευξή της. 

Τα πρώτα προβλήματα ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2008. Λίγα λεπτά πριν από  προγραμματισμένη συναυλία στο Βόλο λιποθύμησε, καθώς υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο νοσοκομείο του Βόλου και οι γιατροί χαρακτήρισαν την κατάστασή της "σοβαρή". Παρέμεινε στην εντατική του νοσοκομείου Βόλου σε καταστολή και σταθερή μα κρίσιμη κατάσταση, ωστόσο κατάφερε να αναρρώσει.

Την είχαν βαφτίσει Αργυρώ- Νικολέτα, αλλά από μικρή τη φώναζαν Αρλέτα, κατά σύντμηση των δύο ονομάτων της. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου του 1945 και μεγάλωσε στο «τρίγωνο του θανάτου», όπως το χαρακτήριζε η ίδια: Μεταξουργείο, Εξάρχεια, Κυψέλη. Οι μνήμες της παιδικής της ηλικίας είναι συνυφασμένες με τη δυστυχία του πολέμου. Θυμάται το σπίτι τους να έχει μετατραπεί σε κέντρο διερχομένων. Το κουδούνι χτυπούσε 7 φορές την ημέρα από κόσμο που ζητιάνευε λίγο ψωμί, καθώς η μητέρα της φρόντιζε να έχει πάντα στο σπίτι ένα καρβέλι από το χωριό, από εκείνα τα καρβέλια που ζύγιζαν 15 οκάδες το καθένα.... 

Τραγουδούσε με τον πατέρα της

Το τραγούδι μπήκε από πολύ νωρίς στη ζωή της, καθώς από παιδί έμαθε να τραγουδά από τον πατέρα της, ο οποίος μπορεί να ήταν γιατρός το επάγγελμα, αλλά ήταν και εξαιρετικός τραγουδιστής. Τα μοναδικά ερεθίσματα ήταν ένα ραδιόφωνο που έπαιζε οπερέτες και τα δημοτικά τραγούδια που άκουγε στο χωριό από όπου καταγόταν, τη Λιβαδειά Ορχομενού. Όταν ήταν μικρή δεν τραγουδούσε μόνη της, αλλά κρυβόταν πάντα πίσω από τους «προστάτες» της, τον πατέρα και την αδερφή της. Καμιά φορά τραγουδούσε μόνο για τη μητέρα της, η οποία έκλαιγε όταν την άκουγε να τραγουδάει και μετά της έκανε όλα τα χατίρια.

«Tα δυο πρώτα πράγματα που ήθελα να κάνω δεν τα έκανα τελείως» έλεγε σε συνέντευξή της στο in.gr. «Το πρώτο πράγμα, ήθελα να γίνω σκιτσογράφος και μάλιστα είχα δημοσιεύσει στην Αθηναϊκή ένα σκίτσο. Το άλλο, ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Όμως, ουσιαστικά ήθελα να σπουδάσω ζωγραφική και αυτό έκανα. Στα 14-15 μου ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Από τότε δεν το ξανασκέφτηκα, άλλωστε είχα και μια δυσκολία να δίνω συνεντεύξεις, δεν μου άρεσε.»

Ο πρώτος της δίσκος

Παρότι αγαπούσε το τραγούδι, σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά κι εκεί το πεπρωμένο της ήταν παρόν. «Όταν ήμαστε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών είχαμε φέρει ένα πικάπ» αφηγείται στην ίδια συνέντευξη. «Τότε είχε βγει το Μαουτχάουζεν  και ο δικός μου δίσκος ταυτόχρονα. Άκουσαν το δίσκο - δεν ήξεραν ότι εγώ τραγουδάω, ούτε εγώ το ήξερα άλλωστε καλά-καλά - τον άκουσε και ο Γιάννης ο Μόραλης (καθηγητής μου τότε στη σχολή) και μου είπε «Γιατί δεν μου το είπες παιδί μου;» και του απάντησα εγώ «Γιατί έχουμε πει και πολλά άλλα;». Δεν μιλούσα πολύ γενικώς, μέχρι 21 ετών δεν μιλούσα καθόλου, ήμουν ελαφρώς... μουγκό. Μετά πήρα «περπατησιά» και μάλλον έλεγα περισσότερα από ό,τι έπρεπε μερικές φορές...»

Όσο για το πώς βγήκε ο δικός της δίσκος; Πρωτοετής ακόμα στην Καλών Τεχνών, συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Γιώργο Παπαστεφάνου σε μια εκδρομή, όπου την άκουσε να τραγουδά το «Άξιον Εστί». Ενθουσιάστηκε και την ρώτησε αν θέλει να κάνει δίσκο. Τον έκανε, με τίτλο “Τραγουδά η Αρλέτα”.
Ξεκίνησε, λοιπόν, τη δισκογραφική της καριέρα την δεκαετία του 1960 συμμετέχοντας στο λεγόμενο νέο κύμα της ελληνικής μουσικής. Στα πρώτα της βήματα συνεργάστηκε με αρκετούς γνωστούς συνθέτες, όπως ο Γιάννης Σπανός, ο Μάνος Χατζιδάκις, και ο Μίκης Θεοδωράκης.

Το 1981 ηχογράφησε τον πρώτο δίσκο με δικό της υλικό (Ένα Καπέλο με Τραγούδια). Το 1984 και το 1985 γνώρισε μεγάλη επιτυχία με τραγούδια που της έγραψαν ο συνθέτης Λάκης Παπαδόπουλος και η στιχουργός Μαριανίνα Κριεζή στους δίσκους Περίπου και Τσάι Γιασεμιού.

Κάποιες από τις επιτυχίες της είναι τα: "Μια Φορά Θυμάμαι", "Τα Μικρά Παιδιά", "Το Λέει Και Το Τραγούδι", "Ο Λύκος", "Το Τραγούδι Της Δραχμής", "Καφενείο", "Σερενάτα", "Έρχεται Κρύο", "Τσάι Γιασεμιού", "Τα Ήσυχα Βράδυα", "Batida de Coco", "Μπαρ το Ναυάγιο", "Λεωφορείο το 2". Το 1997 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Από πού πάνε για την Άνοιξη» με κείμενα, στίχους, σχέδια και ζωγραφιές της. (Εκδόσεις «Καστανιώτη»). Η μουσική της Αρλέτας έτυχε ιδιαίτερης επιτυχίας σε μπουάτ των Αθηνών.

Χαμηλών τόνων

Υπήρξε πάντοτε άνθρωπος χαμηλών τόνων, και δεν επεδίωκε την αυτοπροβολή. Εκτός από τον Γιώργο Παπαστεφάνου την βοήθησε ο Αλέκος Πατσιφάς, ο Γιάννης Σπανός, ο Λάκης Παπαδόπουλος και ο Ζωρζ Μουστακί. Ο τελευταίος την κάλεσε στο Παρίσι σε μια εποχή που είχε σταματήσει να τραγουδάει, επί χούντας, γιατί δεν της το επέτρεπαν. Ο Χατζιδάκις ήταν επίσης ένας άνθρωπος που τον σκφετόταν και τον θυμόταν με πάρα πολλή αγάπη και νοσταλγία. «Ήταν μια προσωπικότητα που λείπει σήμερα» όπως έλεγε η ίδια. 

Θεωρούσε πως ήταν λάθος να την ταυτίζουν με το Νέο Κύμα. «Εχω κάνει τρεις δίσκους με το Νέο Κύμα  και περίπου 18 έξω από αυτό» έλεγε. «Δεν σταμάτησα τη δισκογραφία μου με το Νέο Κύμα. Το κυρίως σώμα της είναι εκτός Νέου Κύματος. Δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες, τις σιχαίνομαι. Εγώ τώρα μπορεί να αποφασίσω να γίνω ναυτικός, τρελή είμαι ότι θέλω κάνω. Και λέω πως οι καλλιτέχνες είναι τρελοί με διεξόδους, απλώς. Μου είχαν κολλήσει ότι ήμουν η Τζόαν Μπαέζ της Ελλάδας. Είναι λάθος οι ταμπέλες. Είναι απλώς μια ευκολία των δημοσιογράφων για να μην ασχολούνται περισσότερο.»

Χαιρόταν την αγάπη του κόσμου και το γεγονός ότι οι νέοι ήξεραν τα τραγούδια της. Αγαπούσε τα παραμύθια και ψυχαγωγούσε με αυτά τον εαυτό της. «Το παραμύθι για εμένα είναι μια εκπληκτική μορφή ψυχαγωγίας και κατάλαβα ότι οι άνθρωποι θέλουν να τους λέω ιστορίες και τους λέω. Ιστορίες διάφορες, οι περισσότερες πραγματικές» ανέφερε.
«Τον δικό μου θάνατο δεν το φοβάμαι» τόνιζε. «Των άλλων ναι, των αγαπημένων μου ανθρώπων. Γιατί έχω χάσει πολλούς αγαπημένους μου. Δεν με νοιάζει πώς θα με θυμάται το κοινό, δεν ξέρω αν θα με θυμάται, δεν με αφορά, δεν με απασχολεί. Να με θυμάται με ευχαρίστηση μόνο, τίποτα άλλο.»

Διαβάστε ακόμα

- Ο πολιτικός κόσμος αποχαιρετά την Αρλέτα