Εγώ θα πληρώσω και τις βαριοπούλες στο ΑΠΘ;

Εγώ θα πληρώσω και τις βαριοπούλες στο ΑΠΘ;

Ως φορολογούμενος πολίτης πληρώνω απειράριθμα ωφελήματα αλλά και πάμπολλες αστοχίες. Πληρώνω, στο μερίδιο που μου αναλογεί, την Παιδεία, την Υγεία, στους μισθούς στο δημόσιο και την προστασία των αρχαιολογικών χώρων, πληρώνω, όμως, και ό,τι καταστρέφουν τα καλόπαιδα που πότε καίνε λεωφορεία και μηχανήματα επικύρωσης εισιτηρίων και πότε κάνουν άλλα, για το κέφι τους, και για τη (θολή και τρικυμιώδη) ιδεολογία τους.

Προχθές το βράδυ λεφούσια, λέει το ρεπορτάζ, μπήκαν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έσπασαν με βαριοπούλες ό,τι είχε χτιστεί στον χώρο όπου εδώ και τριάντα χρόνια υπήρχε κατάληψη που - επιτέλους - ξηλώθηκε. Στο Βιολογικό, εκεί όπου χτίζεται πλέον - ξανά επιτέλους - μια βιβλιοθήκη. Αλλά οι αναρχοαυτόνομοι και δεν ξέρω ποιοι άλλοι, δεν ήθελαν τη βιβλιοθήκη, την κατάληψη ήθελαν. Αυτή φέρνει κύρος (τρίχες, φέρνει στην πραγματικότητα και να με συγχωρείτε) αυτή φέρνει και ψηφαλάκια στις φοιτητικές εκλογές. Αν όχι σε όσους συντηρούν, τουλάχιστον σε όσους κλείνουν συνωμοτικά το μάτι σε ανάλογα δυστοπικά φαινόμενα.

Με όλη την καλή διάθεση, η πρώτη ερώτηση απευθύνεται στην αστυνομία. Πήγαν εγκαίρως; Έκαναν περιπολίες και ό,τι μπορούσαν πριν φθάσουμε εκεί; Βρήκαν κανένα ένοχο; (μπα, ε;)

Η δεύτερη ερώτηση είναι για το φοιτητικό κίνημα. Εσείς δεν ήσασταν που θα προστατεύατε τα πανεπιστήμια «προκειμένου να μην μπουν μπάτσοι;» τώρα όλα καλά; Θα το ανεχτείτε και αυτό και θέλετε να το ανεχτούμε κι εμείς;

Η τρίτη ερώτηση είναι για την κυβέρνηση. Η πανεπιστημιακή αστυνομία, η οποία εξαγγέλθηκε, νομοθετήθηκε και τα συναφή, πού είναι; Δεν υποτίθεται ότι πρέπει να προστατεύει την κρατική περιουσία από ανάλογα ατοπήματα;

Τέλος, η αντιπολίτευση, τι ακριβώς κάνει; Επιχαίρει που η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει τέτοια θέματα; Δεν έχει να πει τίποτα, κανείς, για τους μπάχαλους οι οποίοι κατέστρεψαν για μια ακόμη φορά; Θα σιωπά για τη βία που ασκούν, αρκεί να μην είναι επί δικής της διακυβέρνησης; (στο περίπου)

Έχοντας φτάσει πια στο αμήν, με σκληρή οικονομία μετά τη χούντα, πληθωρισμούς, ακρίβειες, φούσκες χρηματιστηρίου, εξομαλύνσεις και κατόπιν μνημόνια, θυμώνω πλέον με κάθε νέα ανομία. Στο δικό μου νοικοκυριό, κλείνω τον διακόπτη στο σπίτι κάθε φορά που βγαίνω από ένα δωμάτιο («μπαίνεις τσαφ, βγαίνεις τσαφ» όπως συμβούλευε και ο αείμνηστος Λογοθετίδης), κυνηγάω τις προσφορές στα σούπερ μάρκετ, κάνω και αβαρίες αν τύχει και η τσέπη μου δεν το σηκώνει.

Ούτε η τσέπη του Δημοσίου, σηκώνει, πληρώνει όμως τόσα, ων ουκ έστιν αριθμός. Εσχάτως προστέθηκε και η επιδότηση λογαριασμών ενέργειας. Κόβει από εδώ, κόβει από εκεί, αλλά δεν κάνει όσα πρέπει ώστε να παρεμποδίσει την καταστροφή δημόσιας περιουσίας.

Και ρωτώ, πλέον, με οργή αληθινή, θα σοβαρευτούν κάποτε όλοι, και θα αποτρέπουν ή έστω συλλαμβάνουν τα καλόπαιδα, ώστε να πληρώνουν εκείνοι, από την τσέπη των μπαμπάδων τους, τις ζημιές; (Των μπαμπάδων τους, γιατί δεν νομίζω πως ανάμεσά τους υπάρχουν σκληρά εργαζόμενοι). Πρόστιμα, λοιπόν, αφού δεν γίνεται αλλιώς. Γιατί φτάνει η ώρα που ο μέσος πολίτης θα αγανακτήσει. Κι αυτό ποτέ δεν μας βγαίνει σε καλό.