Στις μικρές νίκες που κερδίζουμε καθημερινά στον πόλεμο με τον κορονοϊό, αναφέρθηκε o Σ. Τσιόδρας κάνοντας αναφορά στα «εφιαλτικά» σενάρια με τους 40 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως «αν δεν είχαν ληφθεί μέτρα, όπως αυτά που πάρθηκαν στη χώρα μας».
Όπως ανέφερε ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας κατά τη σημερινή του ενημέρωση, «ακόμα και με ημίμετρα, περιορίζοντας δηλαδή τις μετακινήσεις κατά 40%, θα είχαν σωθεί περισσότερα από 8 εκατομμύρια ζωές διεθνώς».
Όπως συμπλήρωσε όλες οι χώρες υιοθετούν πλέον τα αυστηρά μέτρα αυτοπεριορισμού, ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο, που ας σημειωθεί ότι είχε χαράξει διαφορετική πολιτική για τον περιορισμό της μετάδοσης του ιού όταν είχαν εμφανισθεί τα πρώτα κρούσματα στη χώρα.
Ο κ. Τσιόδρας αναφέρθηκε και στους «τέσσερις ασθενείς που έχουν αποσωληνωθεί και ευχαριστώ πολύ για αυτό όλους τους φίλους γιατρούς που δίνουν τη μάχη στα νοσοκομεία. Σήμερα επίσης πήρε εξιτήριο η γυναίκα που είχε μολυνθεί από κορονοϊό και γέννησε στο νοσοκομείο», είπε.
Οι 4 ασθενείς που αποσωληνώθηκαν ήταν ηλικίας από 52 έως 67 ετών και οι δυο από αυτούς είχαν σοβαρά υποκείμενα νοσήματα. Όλοι, όπως συμπλήρωσε ο κ. Τσιόδρας, πήραν αντιική θεραπεία και είναι ενθαρρυντικό που βλέπουμε όλο και περισσότερους ανθρώπους να τα καταφέρνουν και να πηγαίνουν σπίτια τους.
Αναφερόμενος στα φάρμακα που χρησιμοποιούνται, ο κ. Τσιόδρας είπε ότι μελετάται η αποτελεσματικότητα πολλών και διαφορετικών φαρμάκων και επισήμανε ότι στα ελληνικά νοσοκομεία χορηγείται η ουσία ρεντεμσιβίρη όταν είναι διαθέσιμη και η χλωροκίνη που υπάρχει σε αφθονία στη χώρα μας. Αναφέρθηκε μάλιστα στο ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν και φάρμακα που προστατεύουν τον καρδιακό μυ, καθώς ο ιος φαίνεται ότι με κάποιον τρόπο ο οποίος ακόμα διερευνάται επηρεάζει και την καρδιά.
Επίσης ο κ. Τσιόδρας αναφέρθηκε στο εμβόλιο του πνευμονιόκοκκου τονίζοντας ότι οι γιατροί που δεν το έχουν κάνει σε ασθενείς που έχουν τα κριτήρια «μπορούν έστω και τώρα να το κάνουν, ποτέ δεν είναι αργά» είπε χαρακτηριστικά και εξήγησε ότι ο εμβολιασμός για τον πνευμονιόκοκκο συστήνεται ούτως ή άλλως σε ανθρώπους άνω των 65 ετών και σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού.