Δ. Τζανακόπουλος: Να σταματήσει ο κ. Schaeuble να επιρρίπτει ευθύνες στην ελληνική πλευρά

Δ. Τζανακόπουλος: Να σταματήσει ο κ. Schaeuble να επιρρίπτει ευθύνες στην ελληνική πλευρά


Να σταματήσει να επιρρίπτει ευθύνες στην ελληνική πλευρά και να δουλέψει και ο ίδιος προς την κατεύθυνση μιας εποικοδομητικής συζήτησης για να βρεθεί λύση, κάλεσε τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών κ. Schaeuble ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος ο οποίος μίλησε στο ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9FM».

«Ο κ. Schaeuble κάνει τη δουλειά του, κάνει αυτό το οποίο νομίζει ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας του. Από κει και πέρα νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο και για τον ίδιο να σταματήσει να επιρρίπτει ευθύνες στην ελληνική πλευρά, ούτως ή άλλως έχει καταγραφεί ποιος φέρει την ευθύνη για τη μη ύπαρξη συμφωνία στο προηγούμενο Eurogroup, και να δουλέψει και ο ίδιος προς την κατεύθυνση μιας εποικοδομητικής συζήτησης, ούτως ώστε να μπορέσουμε να βρούμε λύση» είπε ο κ. Τζανακόπουλος, αναφερόμενος στις χθεσινές δηλώσεις του κ. Schaeuble.

Παράλληλα, σχολιάζοντας δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων για το ελληνικό ζήτημα αναφέρθηκε σε «μικρομεσαίους Ευρωπαίους αξιωματούχους, οι οποίοι αρέσκονται και σε διαρροές, μιλώντας για πράγματα που δεν ανήκουν καν στην αρμοδιότητα τους».

Παρατήρησε πως δεν τα έχουν καταφέρει και πάρα πολύ καλά τα επτά χρόνια της ελληνικής κρίσης, ως προς τον σχεδιασμό των ελληνικών προγραμμάτων, και συνέστησε «στους αξιωματούχους εκείνους, στους οποίους αρέσει να είναι στα ΜΜΕ και μάλιστα ανωνύμως, να ακούν καλύτερα και πιο προσεκτικά τους προϊσταμένους τους. Για παράδειγμα τον κ. Moscovici ο οποίος χθες νομίζω ότι ήταν απολύτως σαφής ως προς την κατεύθυνση την οποία πρέπει να πάρει η Κομισιόν στις διαπραγματεύσεις. Περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη διαφάνεια και προσπάθεια σοβαρή και υπεύθυνη, έτσι ώστε να βρεθεί μία λύση στις 15 Ιουνίου».

Ενόψει της συνεδρίασης του Eurogroup στις 15 Ιουνίου ξεκαθάρισε ότι χρειάζονται «καθαρές λύσεις, καθαρές αποφάσεις» και διαμήνυσε προς κάθε πλευρά ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να αποδεχτεί στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου οποιαδήποτε πρόταση δεν θα οδηγεί σε μια οριστική επίλυση των βασικών ζητημάτων του ελληνικού προγράμματος. Όπως είπε, τα βασικά αυτά ζητήματα είναι: Πρώτον, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, το οποίο θα πρέπει να καταστεί βιώσιμο για όλες τις πλευρές και το δεύτερο, που σχετίζεται άμεσα με το πρώτο, οι όροι συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.

«Χρειαζόμαστε καθαρές λύσεις, χρειαζόμαστε καθαρές αποφάσεις. Μετά από δύο χρόνια όπου τρέχει το τρίτο πρόγραμμα στήριξης και δημοσιονομικής προσαρμογής, και νομίζω ότι αυτό το κατανοούν όλοι, όπως φάνηκε μετά το Eurogroup της 22ας Μαΐου, όπου ο διεθνής Τύπος, σχεδόν στο σύνολο του, δεν επέρριψε ευθύνες στην Ελλάδα για τη μη εξεύρεση οριστικής λύσης. Από τη δική μας την πλευρά έχουμε υλοποιήσει και ψηφίσει τις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες είχαμε συμφωνήσει και πλέον η ευθύνη βρίσκεται από την άλλη πλευρά. Όταν η μία πλευρά τηρεί τις συμφωνίες πρέπει και η άλλη πλευρά να τηρήσει αυτές τις συμφωνίες» επισήμανε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και πρόσθεσε: «Η ελληνική κυβέρνηση είναι προσηλωμένη στην επίτευξη καθαρής λύσης, την οποία εμείς επιδιώκουμε και την οποία υποστηρίζει η πλειοψηφία των δανειστών και εταίρων μας. Είναι μια λύση που επί της ουσίας συγκεκριμενοποιεί τα εργαλεία που είναι απαραίτητα, έτσι ώστε να τηρηθεί το κριτήριο της βιωσιμότητας που συμφωνήθηκε στο περσινό Eurogroup της 24ης Μαΐου. Δηλαδή, να μην υπερβαίνουν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας το 15%. Αυτή η καθαρή λύση θα δώσει τη δυνατότητα και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, αλλά και στο ΔΝΤ, να προχωρήσουν σε θετικές μελέτες βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, πράγμα το οποίο θα οδηγήσει τη χώρα σε έξοδο στις αγορές με βιώσιμους όρους. Αυτή είναι η καθαρή λύση, την οποία συζητάμε και πάνω σε αυτό το τεχνικό και πολιτικό σχέδιο μιλάμε όλοι. Υπάρχουν διάφορες τεχνικές λύσεις, οι οποίες μπορούν να καλύψουν όλες τις πλευρές. Το ζήτημα είναι να υπάρχει πολιτική βούληση από όλα τα μέρη για να καταλήξουμε σε μία συμφωνία και το θέμα της πολιτικής βούλησης καθορίζεται από τους πολιτικούς συσχετισμούς».

Για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα είπε ότι είναι σε διαρκή επαφή με τους ξένους ομολόγους του, συζητάει, πιέζει και μεταφέρει τις ελληνικές θέσεις. Υπογράμμισε ότι το ελληνικό ζήτημα είναι πολύ υψηλά στην ατζέντα των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωζώνης. Οι πολιτικοί δίαυλοι είναι ανοιχτοί παράλληλα με την τεχνική διαπραγμάτευση, είναι δύο παράλληλες συζητήσεις, οι οποίες πρέπει να συγκλίνουν κάποια στιγμή, ώστε να καταλήξουμε σε μια θετική συμφωνία για όλους.

Το ζήτημα της ρύθμισης του χρέους έχει εθνικό χαρακτήρα και η κυβέρνηση περιμένει από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις να πουν τις απόψεις τους, είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, αν και -όπως παρατήρησε- η συζήτηση που διεξάγεται στην Ελλάδα είναι πολύ πίσω από τη συζήτηση στην Ευρώπη και αυτή τη στιγμή δεν βλέπει να υπάρχει το πεδίο για μια εποικοδομητική συμβολή της αντιπολίτευσης.

«Τα σενάρια καταστροφολογίας και οι συζητήσεις για πολιτικές εξελίξεις και εκλογές αποσκοπούν στο να συντηρείται το κλίμα του επερχόμενου κινδύνου, που είναι το αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας» είπε ο κ. Τζανακόπουλος και εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα διαψευστούν, γι άλλη μια φορά, τα σενάρια και οι προβλέψεις καταστροφής.
Επισήμανε πως η ελληνική κυβέρνηση διατηρεί την αισιοδοξία της για θετική κατάληξη στις 15 Ιουνίου, καθώς, όπως είπε, υπάρχουν και οι τεχνικές και οι πολιτικές προϋποθέσεις.

Για τον ΟΑΣΘ και το λιμάνι της Θεσ/νίκης
 
Στόχος της πρωτοβουλίας που έχει αναλάβει το υπουργείο Υποδομών για την ανασυγκρότηση των συγκοινωνιών της Θεσσαλονίκης είναι «ένας δημόσιος φορέας χωρίς τις παθογένειες του παρελθόντος, χωρίς τις δομές πελατειασμού που υπήρχαν» τόνισε ο κ. Τζανακόπουλος, ενώ ως προς το Λιμάνι χαρακτήρισε καλή τη συμφωνία που επιτεύχθηκε «δεδομένων των περιορισμών».

«Η πρωτοβουλία αυτή αποσκοπεί στο να δημιουργηθεί ένας δημόσιος φορέας χωρίς τις παθογένειες του παρελθόντος, χωρίς τις δομές πελατειασμού που υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν στον ΟΑΣΘ» είπε ο κ. Τζανακόπουλος, εκτιμώντας ότι «αυτό θα κάνει πάρα πολύ καλό στον τομέα των δημόσιων συγκοινωνιών στη Θεσσαλονίκη».

Όπως σημείωσε, «κάθε φορά που παίρνονται τέτοιες πρωτοβουλίες εξυγίανσης ενός οργανισμού υπάρχουν αντιδράσεις από εκείνους που έχουν συνηθίσει σ'' ένα διαφορετικό καθεστώς, το οποίο εξυπηρετεί ατομικά συμφέροντα και όχι το δημόσιο συμφέρον. Προσπαθούμε όσο το δυνατόν να κρατάμε τη συζήτηση σε ήπιους τόνους και από εκεί και πέρα όλοι θα πρέπει να συμμετέχουν σ'' αυτόν τον διάλογο, ο οποίος ούτως ή άλλος υπάρχει».

Σε ό,τι αφορά την ταλαιπωρία των πολιτών σχολίασε: «Είναι κατανοητή και γι αυτό και προσπαθούμε με κάθε τρόπο να μην οδηγούμαστε σε μετωπικές συγκρούσεις, αλλά να υπάρχει διάλογος όσο αυτό είναι δυνατόν καθώς υπάρχουν δυνάμεις που όλα αυτά τα χρόνια είχαν βολευτεί από το υπάρχον καθεστώς πελατειασμού και αυτή τη στιγμή δεν είναι και πολύ ευχαριστημένες με τις πρωτοβουλίες που παίρνει η ελληνική κυβέρνηση».

Για το θέμα του λιμανιού, ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε: «Δεδομένων των περιορισμών καταφέραμε μια καλή συμφωνία». Πρόσθεσε: «Υπάρχει ένα πολύ υψηλό τίμημα, το οποίο θα καταβληθεί. Ως προς αυτό υπάρχει ικανοποίηση. Από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης προσπαθήσαμε να υπάρξει μία σύμβαση, η οποία θα ικανοποιεί το δημόσιο συμφέρον και πάνω απ'' όλα θα εγγυάται τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων στον ΟΛΘ και στο λιμάνι συνολικότερα».

«Εντός των ορίων και των περιορισμών που γνωρίζουμε όλοι -δηλαδή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και των προηγούμενων συμφωνιών, οι οποίες είχαν γίνει από τις προηγούμενες κυβερνήσεις- καταφέραμε να φτάσουμε σε μία σύμβαση που ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό τους στόχους που είχαμε θέσει ως ελληνική κυβέρνηση, καθώς εμπεριέχει και την απόδοση του α'' προβλήτα στον λαό της Θεσσαλονίκης, έτσι ώστε να μπορεί να υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση και να δημιουργηθεί ένας χώρος, ο οποίος θα ανήκει στους πολίτες της πόλης».

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

(Φωτογραφία: Sooc)