ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ: Ηγετική παρουσία στην παραγωγή και αποθήκευση καθαρής ενέργειας

ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ: Ηγετική παρουσία στην παραγωγή και αποθήκευση καθαρής ενέργειας

Η ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ διαθέτει ένα ισχυρό χαρτοφυλάκιο με έργα που φέρνουν τη νέα εποχή στον ενεργειακό χάρτη της χώρας, συμβάλλοντας έμπρακτα στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αυτή τη στιγμή η εταιρεία διαθέτει σχεδόν 2 GW έργων ΑΠΕ σε λειτουργία, υπό κατασκευή ή έτοιμα προς κατασκευή σε Ελλάδα, Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, με στόχο τα 6,4 GW εγκατεστημένης ισχύος ως το 2029, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην παγκόσμια προσπάθεια για απανθρακοποίηση. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο για το 2022, η παραγωγή καθαρής ενέργειας της ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑKH ανήλθε σε 2.416.333 MWh, αποτρέποντας την έκλυση 1.119.784 CO2 eq στην ατμόσφαιρα.

Σύστημα Αντλησιοταμίευσης στην Αμφιλοχία. Το μεγαλύτερο έργο παραγωγής και αποθήκευσης καθαρής ενέργειας στην Ελλάδα περνά σε φάση υλοποίησης

Ειδικά στον πολλά υποσχόμενο τομέα της αποθήκευσης ενέργειας, η ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ πρωταγωνιστεί με τον αντλησιοταμιευτικό σταθμό μεγάλης κλίμακας 680 MW της Αμφιλοχίας.

Το μεγαλύτερο έργο παραγωγής και αποθήκευσης καθαρής ενέργειας με τη μέθοδο της αντλησιοταμίευσης έχει περάσει σε φάση υλοποίησης, καθώς στο τέλος του 2022 ξεκίνησαν οι προκαταρκτικές κατασκευαστικές εργασίες. Σκοπός του έργου είναι η αποθήκευση ενέργειας με στόχο την υποστήριξη της μέγιστης δυνατής διείσδυσης ανανεώσιμων πηγών στο μείγμα της ενεργειακής παραγωγής. 

Συγκεκριμένα, το έργο «Σύστημα Αντλησιοταμίευσης στην Αμφιλοχία» αποτελεί τη μεγαλύτερη επένδυση σε έργο αποθήκευσης στην Ελλάδα, συνολικού ύψους άνω των 500 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ένα κομβικό έργο που έχει χαρακτηρισθεί, ήδη από το 2013, Έργο Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (Project of Common Interest PCI 3.24) και το 2014 Επένδυση Στρατηγικής Σημασίας. Οι μελέτες του έργου συγχρηματοδοτήθηκαν από το Πρόγραμμα Connecting Europe Facility, ενώ μέρος του συνολικού κόστους του έργου θα χρηματοδοτηθεί από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΜΑΑ), μετά τη θετική αξιολόγηση του ελληνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

Με συνολική εγκατεστημένη ισχύ 680 MW (παραγωγή) και 730 MW (άντληση/αποθήκευση), το έργο περιλαμβάνει δυο ανεξάρτητους άνω ταμιευτήρες (Άγιο Γεώργιο και Πύργο με όγκους περίπου 5 εκατ. κυβικά μέτρα και 2 εκατ. κυβικά μέτρα αντίστοιχα), ενώ ως κάτω ταμιευτήρα χρησιμοποιεί την υπάρχουσα λίμνη Καστρακίου της ΔΕΗ. 

Η λειτουργία της αντλησιοταμίευσης απαιτεί δυο δεξαμενές με διαφορά υψομέτρου, δηλαδή γεωμορφολογικό ανάγλυφο που η χώρα μας διαθέτει εν αφθονία. Όταν υπάρχει περίσσεια ενέργειας στο σύστημα, η ενέργεια αυτή χρησιμοποιείται για να αντλήσει νερό από τον «κάτω» προς τον «άνω» ταμιευτήρα. Όταν στο σύστημα υπάρχει υψηλή ζήτηση, το νερό επανέρχεται στον χαμηλότερο ταμιευτήρα παράγοντας υδροηλεκτρική ενέργεια. Με αυτόν τον απλό τρόπο, η ενέργεια που «περισσεύει» αποθηκεύεται προσωρινά για να μετατραπεί σε υδροηλεκτρική ενέργεια, όταν το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας τη χρειαστεί.

Η αντλησιοταμίευση είναι η πλέον δοκιμασμένη μέθοδος, η οποία αντιπροσωπεύει το 97% της παγκόσμιας αποθήκευσης ενέργειας. Ο λόγος είναι ότι βασίζεται στη δοκιμασμένη τεχνολογία της υδροηλεκτρικής παραγωγής, έχει δυνατότητα μαζικής αποθήκευσης, τεράστιο χρόνο ζωής που υπερβαίνει τα 50 χρόνια και κυρίως αποτελεί υποδομή με υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία, η οποία δημιουργεί συνθήκες ενεργειακής απεξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα και τεχνολογίες. 

Το έργο αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στην επάρκεια του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας και στην απεξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα, στην ευελιξία και στη σταθερότητα του διασυνδεδεμένου ηλεκτρικού δικτύου, καθώς και στη συμπίεση των τιμών αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ μεταξύ των κυριότερων πλεονεκτημάτων υλοποίησής του συγκαταλέγονται η δημιουργία 900 νέων θέσεων απασχόλησης κατά την κατασκευή και η διατήρηση 60 θέσεων εργασίας κατά τη λειτουργία, η αξιοποίηση εγχώριων πόρων, ο χαρακτήρας του ως κατά ~70% έργου υψηλής εγχώριας προστιθέμενης αξίας, καθώς και η συνεπακόλουθη βελτίωση τοπικών υποδομών, η αύξηση της επισκεψιμότητας της περιοχής και η δυνατότητα ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού.