Μένουμε Ευρώπη: Από κραυγή επιβίωσης σε πολιτική σταθερά
Eurokinissi
Eurokinissi

Μένουμε Ευρώπη: Από κραυγή επιβίωσης σε πολιτική σταθερά

Είναι δυνατόν ένα σύνθημα που ηττήθηκε στην κάλπη να επικρατήσει στην Ιστορία; Αν το πολιτικό αφήγημα είναι λιγότερο προϊόν αριθμητικής και περισσότερο κατασκευή ενός κοινού πλαισίου, τότε το «Μένουμε Ευρώπη» αποτελεί παράδοξο.

Ηττήθηκε με 61% στο δημοψήφισμα του 2015, αλλά δέκα χρόνια μετά μοιάζει να έχει κερδίσει τον πόλεμο. Πώς εξηγείται αυτή η αντιστροφή νοήματος; Και τι λέει για την ιδιοσυγκρασία του ελληνικού πολιτικού πολιτισμού;

Το σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη» γεννήθηκε μέσα στην ασφυξία, μια απόπειρα να διατυπωθεί όχι μια ιδεολογία αλλά μια κραυγή επιβίωσης. Σε αντίθεση με τα μεγάλα, φορτισμένα οράματα της Αριστεράς, δεν κουβαλούσε υποσχέσεις ανατροπής ή κοινωνικής δικαιοσύνης· κουβαλούσε το βάρος μιας ευρωπαϊκής επιλογής χωρίς ρομαντισμούς, χωρίς επαναστατικές υπερβάσεις, χωρίς άλλη εναλλακτική. Ήταν, εντέλει, το σύνθημα όσων δεν είχαν την πολυτέλεια της πλάνης. Και ίσως γι' αυτό επιβίωσε περισσότερο απ’ όσο άντεξε το κοινό του ΟΧΙ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, φανερά απροετοίμαστος να διαχειριστεί την ορμή του "ΌΧΙ", βρέθηκε δεμένος χειροπόδαρα στη συμφωνία που επεδίωξε να αποτρέψει. Δεν είναι απλώς ότι υπαναχώρησε· είναι ότι το έκανε τόσο αμήχανα, που έδειξε πόσο λίγο πίστευε ο ίδιος στον ηρωισμό που είχε υποδαυλίσει. 

Έτσι, το πολιτικό κεφάλαιο του δημοψηφίσματος εξανεμίστηκε με ρυθμούς που ούτε η Ιστορία ούτε η αριθμητική είχαν προβλέψει. Η αριστερή ρητορική έμεινε χωρίς πρακτικό αντίκρισμα και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου λειτούργησε ως πράξη πολιτικού αυτοακρωτηριασμού.

Αντίθετα, η πλευρά του «ΝΑΙ», που δεν είχε νικήσει στην κάλπη, πέτυχε κάτι σπανιότερο, να ηγεμονεύσει στο πεδίο της πραγματικότητας. Ο πολιτικός σχηματισμός που συναπαρτιζόταν από φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες, ευρωπαϊστές του κέντρου και μετριοπαθείς δεξιούς, απέκτησε σταδιακά δομή, βάθος, και τελικά εθνική εκπροσώπηση. Δεν ήταν μια συναισθηματική αντίδραση· ήταν ο πυρήνας μιας νέας αστικής συναίνεσης, με σαφή θέση, εντός της Ευρώπης, εντός των θεσμών, εντός του ρεαλισμού. Το "Μένουμε Ευρώπη" έγινε θεσμικός λόγος. Έγινε πλατφόρμα διακυβέρνησης.

Η Νέα Δημοκρατία, με ηγέτη πλέον τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ήταν το κόμμα που κατάφερε να ενσωματώσει αυτή τη ροπή. Στην πραγματικότητα, η παράταξη άλλαξε δέρμα, η παλιά λαϊκή δεξιά αντικαταστάθηκε από έναν τεχνοκρατικό φιλοευρωπαϊσμό, που αντλούσε ενέργεια όχι από τη νοσταλγία αλλά από την προσδοκία ασφάλειας. Το "Μένουμε Ευρώπη" δεν έγινε ιδεολογική παρακαταθήκη, μετουσιώθηκε σε εκλογικό έρεισμα.

Υπάρχει, βεβαίως, και η άλλη πλευρά. Η ήττα του "ΌΧΙ", ηθική, στρατηγική και πολιτισμική, προκάλεσε ένα κύμα πολιτικού κυνισμού. Πολλοί από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ δεν εγκατέλειψαν το κόμμα εξαιτίας της συνθηκολόγησης. Το εγκατέλειψαν επειδή τους εξαπάτησε χωρίς ειλικρίνεια, επειδή υποχώρησε χωρίς αυτογνωσία. Το "ΟΧΙ" δεν είχε προετοιμαστεί για να κυβερνήσει, και αυτό έγινε ορατό σχεδόν αμέσως μετά την επικράτησή του. Η ρομαντική ρητορική κατέρρευσε μπροστά στην ανάγκη υπογραφής συμφωνίας. Και το κοινό το διαισθάνθηκε.

Το πολιτικό κεφάλαιο του "ΟΧΙ" δεν ανανεώθηκε, δεν αναστοχάστηκε, δε ανασυγκροτήθηκε. Αντίθετα, το "Μένουμε Ευρώπη" έδειξε μεγαλύτερη αντοχή γιατί δεν ήταν ιδεολογία, ήταν μια μορφή πολιτικής αυτοσυντήρησης.

Η διαλεκτική αυτή, του απογοητευμένου ρομαντισμού και του οργανωμένου ρεαλισμού, ορίζει και το σήμερα. Δεν είναι πια το δίπολο "Ναι ή Όχι" στο ευρώ. Είναι το δίλημμα ανάμεσα στη διαρκή μεταρρύθμιση και την κούραση του κυνισμού. Η Νέα Δημοκρατία χτίζει ακόμη πάνω στα θεμέλια του "Μένουμε Ευρώπη", αλλά κινδυνεύει πλέον όχι από τους αντιπάλους της, αλλά από τη φθορά του ίδιου του μη αφηγήματός της. Γιατί, αν το σύνθημα του 2015 ήταν ισχυρό ως άμυνα, δεν αρκεί πιά ως όραμα. Και αυτό είναι το νέο στοίχημα, μπορεί κανείς να μείνει Ευρώπη, αλλά πρέπει και, να πείσει γιατί.