Η ραγδαία άνοδος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας δεν αποτυπώνεται πλέον μόνο στα ποσοστά συμμετοχής στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής. Μεταφράζεται, ολοένα και περισσότερο, σε νέες συνθήκες λειτουργίας της χονδρεμπορικής αγοράς: περισσότερες ώρες με μηδενικές ή ακόμη και αρνητικές τιμές, περισσότερες περικοπές πράσινης παραγωγής και αυξανόμενη πίεση σε έργα που λειτουργούν με έκθεση στην αγορά.
Τα στοιχεία είναι ενδεικτικά της αλλαγής κλίματος. Από 1η Ιανουαρίου έως 1η Δεκεμβρίου 2025, στη χονδρεμπορική αγορά καταγράφηκαν 475,5 ώρες με μηδενικές ή αρνητικές τιμές. Πρόκειται για αριθμό υπερδιπλάσιο σε σχέση με τις 186 ώρες που είχαν καταγραφεί στο πρώτο δεκάμηνο του 2024. Η «έκρηξη» αυτή εντοπίζεται κυρίως στο δεύτερο μισό του 2025, όταν η υψηλή εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ συνάντησε ήπιες καιρικές συνθήκες και χαμηλότερη κατανάλωση.
Ακόμη πιο αποκαλυπτικό είναι ότι το φαινόμενο δεν περιορίζεται πια στους μήνες που παραδοσιακά χαρακτηρίζονται από έντονη ηλιοφάνεια. Τον Οκτώβριο του 2025 οι αρνητικές τιμές εμφανίστηκαν για 50,75 ώρες, ενώ τον Νοέμβριο για άλλες 34,75 ώρες. Με άλλα λόγια, η αγορά μπαίνει σε έναν νέο κύκλο, όπου ακόμη και σε «χειμερινή» περίοδο μπορεί να προκύπτουν συνθήκες υπερπροσφοράς.
Όταν οι παραγωγοί πληρώνουν για να μπουν στο σύστημα
Για τους παραγωγούς ΑΠΕ, το πρόβλημα δεν είναι θεωρητικό. Σε ώρες αρνητικών τιμών, η παραγωγή μπορεί να μετατραπεί σε κόστος. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι παραγωγοί βρίσκονται μπροστά στο παράδοξο να πληρώνουν ώστε η ενέργεια που παρήγαγαν να απορροφηθεί από το σύστημα. Αυτό συμπιέζει τα έσοδα, ανατρέπει τις προβλέψεις ταμειακών ροών και αυξάνει το επενδυτικό ρίσκο, ειδικά για έργα που δεν καλύπτονται πλήρως από μηχανισμούς στήριξης ή λειτουργούν με εμπορική έκθεση.
Στην αγορά ήδη «μετράνε» τις επιπτώσεις. Από την αποτίμηση υφιστάμενων χαρτοφυλακίων έως την τραπεζική χρηματοδότηση νέων έργων. Το αποτέλεσμα είναι να ανεβαίνει η αξία λύσεων που μειώνουν την έκθεση στην ωριαία τιμή: έργα με αποθήκευση και διμερή συμβόλαια (PPAs), που μπορούν να σταθεροποιήσουν τα έσοδα.
Η Ελλάδα πρωταγωνίστρια στις ΑΠΕ, αλλά με αυξανόμενες «απώλειες»
Στο παραγωγικό σκέλος, οι ΑΠΕ συνεχίζουν να γράφουν ιστορικά υψηλά. Τους πρώτους έντεκα μήνες του 2025, βρέθηκαν στην πρώτη θέση ηλεκτροπαραγωγής με 22.568 GWh, σημειώνοντας αύξηση 5,5% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Πρόκειται για επίδοση δεκαετίας, που επιβεβαιώνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της χώρας στη διείσδυση καθαρής ενέργειας.
Όμως η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι εξίσου έντονη: οι περικοπές. Από τις αρχές του έτους έως και τον Νοέμβριο του 2025, οι περικοπές ΑΠΕ ανήλθαν σε 1.862 GWh, υπερδιπλάσιες από τις 886 GWh της αντίστοιχης περιόδου το 2024. Συνολικά, έως τις αρχές Νοεμβρίου, απορρίφθηκε περίπου το 7,5% της παραγωγής από ΑΠΕ. Δεν μιλάμε πια για «οριακές» ποσότητες, αλλά για ενέργεια που αντιστοιχεί σε ολόκληρες κατηγορίες παραγωγής.
Η ανάλυση του Green Tank, βασισμένη σε προβλέψεις του ενοποιημένου προγραμματισμού του ΑΔΜΗΕ, δείχνει πόσο «μεγάλο» έχει γίνει το νούμερο. Οι απορρίψεις στο δεκάμηνο του 2025 (περίπου 1.837 GWh) προσεγγίζουν τη συνολική παραγωγή λιγνίτη την ίδια περίοδο (2.111 GWh) και είναι συγκρίσιμες τόσο με τις συνολικές εξαγωγές (1.932 GWh) όσο και με την αύξηση της παραγωγής από φυσικό αέριο μεταξύ 2025 και 2024 (2.131 GWh).
Τον Οκτώβριο οι περικοπές έφτασαν τις 51,7 GWh (περίπου 2,7% της μηνιαίας παραγωγής ΑΠΕ). Ήταν κοντά στα επίπεδα του Ιουλίου (58 GWh), αλλά σημαντικά χαμηλότερες από τον Οκτώβριο του 2024 (155,4 GWh), κάνοντας τον Οκτώβριο του 2025 τον μοναδικό μήνα με χαμηλότερες περικοπές σε ετήσια βάση. Η ημέρα με τη μεγαλύτερη ένταση ήταν η Κυριακή 5 Οκτωβρίου, με απορρίψεις 13,5 GWh, ενώ η αιχμή εντοπίστηκε κλασικά στη ζώνη 11:00–14:00, όταν κορυφώνουν τα φωτοβολταϊκά.
Το «όριο αντοχής» του συστήματος: Αποθήκευση, δίκτυα και ευέλικτη ζήτηση
Το φαινόμενο των αρνητικών τιμών και των περικοπών αναδεικνύει πως το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα «τρέχει» γρήγορα σε ΑΠΕ, αλλά οι υποδομές και οι κανόνες δεν έχουν ακολουθήσει με τον ίδιο ρυθμό. Η έλλειψη επαρκούς αποθήκευσης, οι περιορισμένες δυνατότητες ευέλικτης ζήτησης και τα διαχρονικά «στενά» σε μεταφορά και διανομή κάνουν αναπόφευκτες τις περικοπές σε ώρες υπερπαραγωγής – και οδηγούν την αγορά σε ακραίες διακυμάνσεις τιμών.
Έτσι προκύπτει και το βασικό παράδοξο της μετάβασης: ενώ το σύστημα διαθέτει άφθονη πράσινη παραγωγή, καταλήγει να «πετάει» σημαντικό μέρος της και ταυτόχρονα να αυξάνει την οικονομική πίεση στους παραγωγούς, γεγονός που μπορεί να δυσκολέψει την επόμενη γενιά επενδύσεων.
Η εικόνα αυτή εξηγεί γιατί η συζήτηση για την ενεργειακή μετάβαση δεν αφορά μόνο το «πόσες ΑΠΕ βάζουμε», αλλά και το «πώς» τις ενσωματώνουμε. Χωρίς αποθήκευση, ευελιξία και ισχυρά δίκτυα, το σύστημα θα συνεχίσει να κινείται ανάμεσα σε δύο άκρα: ώρες που η ενέργεια περισσεύει και «μηδενίζει», και ώρες που η τιμή εκτοξεύεται επειδή το αέριο κυριαρχεί στην αγορά.
