Η συζήτηση για τη μείωση του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία παραμένει σε εκκρεμότητα, την ώρα που σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες οι αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί. Στην Αθήνα, οι άτυπες προθεσμίες που είχαν τεθεί στο εσωτερικό της κυβέρνησης διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς αποτέλεσμα, ενώ οι παραγωγικές επιχειρήσεις βλέπουν τους ανταγωνιστές τους σε Γερμανία και Ιταλία να αποκτούν καθαρό πλεονέκτημα κόστους.
Όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, οι διαβουλεύσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης έχουν πυκνώσει, με στόχο οι οριστικές αποφάσεις να «κλειδώσουν» άμεσα με το χρονοδιάγραμμα μέχρι σήμερα να μιλάει για τέλος Δεκεμβρίου-αρχές Ιανουαρίου. Η κατεύθυνση που διαμορφώνεται δείχνει σαφή απομάκρυνση από την αρχική λογική των οριζόντιων ενισχύσεων και μετατόπιση σε ένα πιο «έξυπνο» μοντέλο στοχευμένων μέτρων, προσαρμοσμένων στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε κατηγορίας επιχείρησης.
Από τις γενικές ενισχύσεις σε στοχευμένα εργαλεία
Το ΥΠΕΝ έχει επεξεργαστεί πέντε έως έξι εναλλακτικά σενάρια, με διαφορετικό δημοσιονομικό αποτύπωμα και διαφορετική ένταση στήριξης. Τα σενάρια αυτά θα περάσουν από το «μικροσκόπιο» του Υπουργείου Οικονομικών και του Μεγάρου Μαξίμου, προκειμένου να επιλεγεί ο συνδυασμός μέτρων που θα μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα, χωρίς υπερβολική επιβάρυνση του προϋπολογισμού.
Ο υφυπουργός Οικονομικών Θάνος Πετραλιάς, παρουσιάζοντας τον προϋπολογισμό του 2026, επιβεβαίωσε ότι η λύση θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά από τους πόρους του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, δηλαδή από τον ήδη περιορισμένο «χώρο» του τακτικού του προγράμματος. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το πακέτο στήριξης θα προσαρμοστεί στα διαθέσιμα κονδύλια, και όχι το αντίστροφο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το ιταλικού τύπου σχήμα που είχε εισηγηθεί ο ΣΕΒ φαίνεται να απομακρύνεται, ιδιαίτερα μετά τις πληροφορίες για δυσκολίες στην εφαρμογή του στην ίδια την Ιταλία.
Η λογική που κερδίζει έδαφος είναι η αξιοποίηση και αναβάθμιση υφιστάμενων μηχανισμών, όπου αυτό είναι δυνατόν, σε συνδυασμό με την εισαγωγή νέων εργαλείων, σε περιπτώσεις που η σημερινή «φαρέτρα» δεν επαρκεί. Αντί δηλαδή για γενικευμένες οριζόντιες επιδοτήσεις, το βάρος πέφτει σε πιο στοχευμένες παρεμβάσεις για κλάδους και επιχειρήσεις που πλήττονται εντονότερα και έχουν περιορισμένη δυνατότητα απορρόφησης του κόστους.
Ενίσχυση του μηχανισμού αντιστάθμισης για τη βιομηχανία
Ένα από τα επικρατέστερα σενάρια που εξετάζονται για τον παραγωγικό ιστό προβλέπει την ενίσχυση του ήδη υφιστάμενου μηχανισμού αντιστάθμισης έμμεσου κόστους ρύπων. Συγκεκριμένα, συζητείται η αύξηση του ποσοστού των εσόδων από τις δημοπρασίες δικαιωμάτων CO₂ που κατευθύνονται στον μηχανισμό, από το σημερινό 13% σε έως και 25%.
Μια τέτοια παρέμβαση θα επέτρεπε τη διοχέτευση πρόσθετων πόρων προς τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, χωρίς την ανάγκη άμεσης επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού, αξιοποιώντας χρήματα που ήδη βρίσκονται εντός του ενεργειακού συστήματος. Πρόκειται ουσιαστικά για μια εσωτερική «ανακατανομή» πόρων, η οποία, εφόσον προχωρήσει, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην απώλεια ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής.
Πίεση για άμεσες, εφαρμόσιμες λύσεις
Κυβέρνηση και παραγωγικοί φορείς φαίνεται να συγκλίνουν στην ανάγκη για ρεαλιστικές, εφαρμόσιμες λύσεις, που δεν θα μείνουν στα χαρτιά. Από την πλευρά του οικονομικού επιτελείου, υπάρχει καθαρή εντολή πως κάθε παρέμβαση θα πρέπει να είναι αυστηρά κοστολογημένη, ώστε να μην δημιουργούνται κρυφές «νάρκες» για τα δημόσια οικονομικά ή παρεμβάσεις που τελικά δεν μπορούν να υλοποιηθούν.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση φέρεται αποφασισμένη να αποφύγει, όσο είναι δυνατόν, χρονοβόρες διαδικασίες έγκρισης από τις Βρυξέλλες για νέα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων. Γι’ αυτό και το βάρος πέφτει σε σχήματα που είτε πατούν σε ήδη εγκεκριμένους μηχανισμούς είτε μπορούν να ενταχθούν σε υφιστάμενα πλαίσια, μειώνοντας τον κίνδυνο καθυστερήσεων.
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις, ιδιαίτερα όσες δραστηριοποιούνται σε κλάδους με υψηλή κατανάλωση ενέργειας, επισημαίνουν ότι το «παράθυρο» για δράση στενεύει. Το ενεργειακό κόστος λειτουργεί διαβρωτικά στα περιθώρια κέρδους, δυσκολεύει την τιμολογιακή πολιτική και υπονομεύει επενδυτικά σχέδια που είχαν σχεδιαστεί σε διαφορετικές συνθήκες.
Πέρα από τη βαριά βιομηχανία
Ένα κρίσιμο στοιχείο του υπό διαμόρφωση πακέτου είναι η προσπάθεια να μην περιοριστεί η στήριξη μόνο στη βαριά βιομηχανία, αλλά να αγγίξει και μικρότερες επιχειρήσεις που βλέπουν τον λογαριασμό ρεύματος να επιβαρύνει δυσανάλογα το λειτουργικό τους κόστος. Η πρόκληση εδώ αφορά αφενός να εντοπιστούν με σαφή κριτήρια οι κλάδοι και τα μεγέθη επιχειρήσεων που χρειάζονται περισσότερο τη στήριξη, αφετέρου να διασφαλιστεί ότι τα εργαλεία θα είναι πρακτικά και όχι υπερβολικά γραφειοκρατικά.
Σε κάθε περίπτωση, το ενεργειακό κόστος παραμένει ένας από τους βασικούς παράγοντες που «τεστάρουν» την ανθεκτικότητα της ελληνικής παραγωγής. Το τελικό ενεργειακό κόστος για μια μέση επιχείρηση στη χώρα υπερβαίνει συχνά τα 0,20 ευρώ ανά κιλοβατώρα.
Όπως δείχνει η εξέλιξη των τιμών στο ελληνικό χρηματιστήριο ενέργειας, η μέση τιμή στην αγορά επόμενης ημέρας έχει ήδη σκαρφαλώσει στα 118,24 ευρώ ανά MWh, επίπεδο που αποτελεί την τρίτη υψηλότερη τιμή από την αρχή του έτους. Μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος έχει αυξηθεί κατά 61,64%: τον Αύγουστο βρισκόταν στα 73,15 ευρώ/MWh, για να συνεχίσει ανοδικά τον Σεπτέμβριο, όταν η τιμή διαμορφώθηκε στα 92,77 ευρώ/MWh.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ακόμη και τον περασμένο Αύγουστο, όταν η χονδρεμπορική τιμή είχε υποχωρήσει κατά 29% σε σύγκριση με τον Ιούλιο και είχε πέσει στα 73,1 ευρώ/MWh, το ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα παρέμενε κατά 34% υψηλότερο από αυτό στη Γαλλία (54,44 ευρώ/MWh) και διπλάσιο σε σχέση με την τιμή συστήματος Nordic (36,47 ευρώ/MWh).
Η Ευρώπη «κλειδώνει» φθηνό ρεύμα για τις βιομηχανίες
Στο μεταξύ, η Γαλλία σκοπεύει να μειώσει τη φορολογία στο ρεύμα των επιχειρήσεων ενώ η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία, αποφάσισε να περιορίσει το ενεργειακό κόστος για τη βαριά βιομηχανία της, ορίζοντας την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στα 0,05 ευρώ ανά κιλοβατώρα για τις ενεργοβόρες, διεθνώς εκτεθειμένες επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν δέσμευση για νέες επενδύσεις. Μέχρι σήμερα, το αντίστοιχο κόστος έφτανε τα 0,15 ευρώ/kWh.
Το γερμανικό σχήμα στήριξης, με εκτιμώμενο κόστος περίπου 4,5 δισ. ευρώ για την επόμενη τριετία, προβλέπει, μεταξύ άλλων, και μείωση των χρεώσεων δικτύου μεταφοράς κατά περίπου 57% από το 2026. Κεντρική προϋπόθεση για την ένταξη μιας επιχείρησης στο μέτρο είναι να ανήκει στην κατηγορία των ενεργοβόρων, με υψηλή συμμετοχή της ενέργειας στο συνολικό κόστος, και να δραστηριοποιείται σε κλάδους με διεθνή ανταγωνισμό.
Εκτός ΕΕ, και το Ηνωμένο Βασίλειο υιοθετεί νέες παρεμβάσεις, καθώς από το 2026 η αποζημίωση Network Charging Compensation ανεβαίνει στο 90%, ενώ οι ενεργοβόρες βιομηχανίες θα απαλλάσσονται πλήρως από επιβαρύνσεις ΑΠΕ και αγοράς χωρητικότητας.
