Διαβάζοντας το νέο βιβλίο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, What’s Possible: Investing Now for Prosperous, Sustainable Neighborhoods (2024), γίνεται σαφές ότι η μεγάλη πρόκληση του 21ου αιώνα δεν είναι η «πράσινη μετάβαση» καθαυτή, αλλά η ικανότητα των πόλεων να την υλοποιήσουν με τρόπο που αποδίδει. Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι το πραγματικό πεδίο μάχης για τη βιωσιμότητα βρίσκεται στην τοπική κλίμακα – εκεί όπου οι δημόσιες αποφάσεις, οι επενδύσεις και οι συνέργειες με την κοινωνία των πολιτών αποκτούν απτό αποτέλεσμα.
Η μελέτη τονίζει πως οι μεγάλες αστικές αλλαγές δεν προκύπτουν από κεντρικό σχεδιασμό, αλλά όταν η δημόσια επένδυση λειτουργεί ως καταλύτης για ιδιωτική πρωτοβουλία – όταν οι τοπικές αρχές μπορούν να θέτουν στόχους, να μετρούν επιδόσεις και να λογοδοτούν για τα αποτελέσματά τους. Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι, αλλά αν υπάρχει ικανότητα διοίκησης και κίνητρα για να μετατραπούν οι πόροι σε διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Από φιλελεύθερη σκοπιά, αυτό αποτελεί τον πυρήνα μιας νέας «αστικής οικονομίας της ευθύνης». Οι πόλεις που θα ευημερήσουν δεν θα είναι εκείνες με τον μεγαλύτερο κρατικό προϋπολογισμό, αλλά όσες έχουν μηχανισμούς λογοδοσίας, διαφάνειας και συμπερίληψης της αγοράς και των πολιτών στον σχεδιασμό. Η αρχή της επικουρικότητας – το να λαμβάνονται οι αποφάσεις όσο πιο κοντά γίνεται στους πολίτες που τις βιώνουν – παύει να είναι ιδεολογική ρητορική και γίνεται πρακτικός κανόνας βιωσιμότητας
Η κλιματική και ενεργειακή κρίση δεν αντιμετωπίζονται με διατάγματα ή επιδοτήσεις χωρίς αξιολόγηση, αλλά με ισχυρούς θεσμούς τοπικής διακυβέρνησης που μπορούν να συνεργαστούν με τον ιδιωτικό τομέα, να μετρούν επιδόσεις, να δημοσιοποιούν δεδομένα και να αναπροσαρμόζουν πολιτικές. Το βιβλίο επισημαίνει ότι «ορισμένες από τις πιο μετασχηματιστικές πρωτοβουλίες συμβαίνουν εκεί όπου η δημόσια επένδυση χρησιμοποιείται για να ενεργοποιήσει ιδιωτικό κεφάλαιο». Με άλλα λόγια, όταν οι πόλεις λειτουργούν με κίνητρα και μετρήσεις – όχι με διατάγματα και ανακοινώσεις.
Τα διεθνή παραδείγματα το αποδεικνύουν. Η Κοπεγχάγη πέτυχε ουδετερότητα άνθρακα χωρίς να αυξήσει τη φορολογία, αλλά μέσω συνεργασιών με ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας και ψηφιακής διαχείρισης δεδομένων. Το Ρότερνταμ χρηματοδότησε έργα αντιπλημμυρικής προστασίας μέσω «climate bonds» που αξιολογούνται από ανεξάρτητους οίκους βιωσιμότητας. Στη Νέα Υόρκη, ο συνδυασμός δημόσιας χρηματοδότησης και ιδιωτικής συμμετοχής έχει μετατρέψει εγκαταλελειμμένες περιοχές σε κέντρα καινοτομίας και κατοικίας. Σε όλες τις περιπτώσεις, η επιτυχία στηρίζεται όχι σε πολιτικές δηλώσεις, αλλά σε διοικήσεις που λειτουργούν με διαφάνεια, απολογισμό και τεχνοκρατική συνέπεια.
Η Ελλάδα διαθέτει μια ανεκτίμητη ευκαιρία να μεταφράσει αυτή τη λογική σε εθνική στρατηγική για τις πόλεις της. Οι επενδύσεις σε υποδομές, ενέργεια και κοινωνική συνοχή είναι αναγκαίες – αλλά δεν αρκούν χωρίς θεσμούς μέτρησης και λογοδοσίας. Ένας αξιόπιστος δείκτης αποτελεσματικότητας των Δήμων, η συστηματική δημοσιοποίηση των δεδομένων, η αξιολόγηση υπηρεσιών και η σύνδεση των αποτελεσμάτων με επενδυτικά κίνητρα μπορούν να μεταμορφώσουν το τοπικό κράτος από γραφειοκρατικό διαχειριστή σε φορέα ανάπτυξης.
Το στοίχημα είναι οι πόλεις να πάψουν να ζητούν μόνο επιδοτήσεις και να διεκδικήσουν ελευθερία στη λήψη αποφάσεων, με ευθύνη και διαφάνεια. Όσο η Ελλάδα μετακινείται από τη λογική της “απορρόφησης κονδυλίων” στη λογική της απόδοσης αποτελεσμάτων, τόσο η βιωσιμότητα θα παύει να είναι σύνθημα και θα γίνεται καθημερινή πρακτική. Οι πόλεις που θα καταφέρουν να μετρούν, να συνεργάζονται και να λογοδοτούν – αυτές θα είναι οι πραγματικά πράσινες, ευημερούσες και ελεύθερες πόλεις του μέλλοντος.
*Ο Γιάννης Σ. Καλαντζάκης είναι εμπειρογνώμων ESG, Lead Verifier για EU ETS, ISO 14064-1 & ISO 14064-2 και Project Leader του Δείκτη Αποτελεσματικότητας Δήμων του ΚΕΦΙΜ. Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο είναι προσωπικές και δεν συνδέονται με οποιαδήποτε επιχορήγηση ή θεσμική θέση. #IOwnMyHealthData
