Μπροστά στον κίνδυνο αποτυχίας των εθνικών στόχων για την ανακύκλωση και με το ποσοστό ταφής απορριμμάτων να απέχει μακράν από το ευρωπαϊκό όριο του 10%, η κυβέρνηση ετοιμάζει ένα νέο, φιλόδοξο σχέδιο για τη διαχείριση των σύμμεικτων αστικών αποβλήτων. Ο άξονας αυτής της στρατηγικής είναι η δημιουργία ενός δικτύου έξι μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης απορριμμάτων, που θα κατανεμηθούν γεωγραφικά σε όλη την επικράτεια: από τη Βόρεια Ελλάδα και την Πελοπόννησο έως την Αττική και την Κρήτη.
Οι νέες μονάδες θα επεξεργάζονται μη ανακυκλώσιμα και σύμμεικτα απορρίμματα, παράγοντας ηλεκτρική ενέργεια και θερμότητα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η συνολική παραγόμενη ενέργεια αναμένεται να αγγίξει τις 1.033 GWh ετησίως, καλύπτοντας περίπου το 2% της εθνικής κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος μέχρι το 2030.
Σήμερα, τα σύμμεικτα καταλήγουν στις μονάδες μηχανικής επεξεργασίας, όπου διαχωρίζονται σε ανακυκλώσιμα, βιοαποδομήσιμα και καύσιμα RDF, με το μεγαλύτερο μέρος να καταλήγει τελικά σε ΧΥΤΑ λόγω της έλλειψης υποδομών για ενεργειακή αξιοποίηση. Το νέο σχέδιο φιλοδοξεί να καλύψει αυτό το κενό, εισάγοντας τη χώρα σε μια εποχή τεχνολογικά προηγμένης διαχείρισης απορριμμάτων, ακολουθώντας πρότυπα που εφαρμόζονται ήδη σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπως η Βιέννη, το Παρίσι και η Κοπεγχάγη.
Η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, που δόθηκε σε διαβούλευση, δίνει το περίγραμμα του σχεδιασμού και επιχειρεί να απαντήσει στις περιβαλλοντικές και κοινωνικές ενστάσεις. Όπως εξηγείται, η καύση θα γίνεται σε θερμοκρασίες άνω των 850°C, με χρήση ειδικών κινητών σχαρών και συστημάτων φίλτρων πολλαπλών σταδίων που εξασφαλίζουν καθαρότερες εκπομπές και πλήρη αδρανοποίηση παθογόνων. Οι μονάδες αυτές θα συμμορφώνονται με την αυστηρή Οδηγία 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές.
Ο σχεδιασμός χωρίζει τη χώρα σε τέσσερις διαχειριστικές ενότητες, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι μεταφορές απορριμμάτων σε μεγάλες αποστάσεις. Η μεγαλύτερη μονάδα προορίζεται για την Κοζάνη, με δυναμικότητα σχεδόν 288.000 τόνων ετησίως, ενώ άλλες πέντε μονάδες προβλέπονται στη Ροδόπη ή την Ξάνθη, τη Δυτική Ελλάδα, τη Στερεά και Αττική, καθώς και στην Κρήτη.
Οι αντιδράσεις και οι επενδυτές
Η εμπειρία των προηγούμενων χρόνων αποδεικνύει ότι έργα διαχείρισης απορριμμάτων αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, προκαλώντας συχνά αντιδράσεις που οδηγούν σε μεγάλες καθυστερήσεις ή ακόμη και ματαιώσεις. Η περίπτωση της Αττικής είναι χαρακτηριστική, καθώς παρά τις μακροχρόνιες συζητήσεις και σχεδιασμούς για δημιουργία υποδομών μέσω ΣΔΙΤ, το έργο δεν έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Το υπουργείο Περιβάλλοντος επιχειρεί να προλάβει αντίστοιχες αντιδράσεις με έμφαση στη δημόσια διαβούλευση και την ενημέρωση των πολιτών για την τεχνολογία και τα περιβαλλοντικά οφέλη. Στον σχεδιασμό περιλαμβάνεται και η συμμετοχή του υπουργείου ως ενδιάμεσου διαχειριστή του καυσίμου, ανάμεσα στους φορείς αποβλήτων και τις μονάδες καύσης, ώστε να διασφαλιστεί η τροφοδοσία και η εύρυθμη λειτουργία των εγκαταστάσεων.
Οι διαγωνισμοί για την επιλογή των αναδόχων αναμένονται επίσημα το πρώτο εξάμηνο του 2026, ωστόσο δεν αποκλείεται να μετατεθούν για το 2027, λόγω εκλογικού κύκλου και πιθανών κοινωνικών αντιδράσεων. Πάντως, οι επενδυτές έχουν ήδη αρχίσει να παίρνουν θέση. Η ΔΕΗ ετοιμάζει μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για μονάδα στη Δυτική Μακεδονία, ενώ και η Metlen έχει αναθέσει προμελέτη για εργοστάσιο στη Βοιωτία, κοντά στο Αλουμίνιον της Ελλάδος.
Ενδιαφέρον έχουν εκδηλώσει επίσης η Motor Oil για την Κρήτη, η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, αλλά και η εταιρεία Μεσόγειος, που εξετάζει την περιοχή της Ξάνθης. Η Αττική, πάντως, παραμένει το μεγαλύτερο στοίχημα, καθώς φιλοδοξεί να αποκτήσει δύο μονάδες επεξεργασίας για τα σύμμεικτα απορρίμματά της, έργα που δύσκολα θα προχωρήσουν χωρίς ισχυρή πολιτική και κοινωνική συναίνεση.