Μια νέα αναταραχή φαίνεται να διαμορφώνεται στην παγκόσμια αγορά ενέργειας, καθώς από σήμερα τέθηκε σε ισχύ ο επιπλέον δασμός 25% σε όλες τις ινδικές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο συνολικός δασμός για τους εισαγωγείς ινδικών προϊόντων φτάνει πλέον περίπου το 50%, με στόχο να ασκηθεί πίεση στο Νέο Δελχί ώστε να περιορίσει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου.
Η κίνηση αυτή αποτελεί «τιμωρία» για τις αγορές ρωσικού πετρελαίου από το Νέο Δελχί, τις οποίες ο Τραμπ κατηγόρησε ότι «χρηματοδοτούν τον πόλεμο του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία». Η ινδική κυβέρνηση αντέδρασε έντονα, χαρακτηρίζοντας τα μέτρα «άδικα, αδικαιολόγητα και παράλογα» ενώ η εξέλιξη αυτή έρχεται έπειτα από μήνες εμπορικών συνομιλιών ΗΠΑ–Ινδίας, αιφνιδιάζοντας το Νέο Δελχί.
Tα σχέδια των ΗΠΑ να επιβάλουν πρόσθετους δασμούς 25% στις ινδικές εξαγωγές έχουν κάνει τους traders αναποφάσιστους για την κατεύθυνση της αγοράς.
Οι νέοι δασμοί απειλούν να ανατρέψουν τη μακροχρόνια στρατηγική σύσφιξης δεσμών ΗΠΑ–Ινδίας και να πλήξουν την ανταγωνιστικότητα της δεύτερης έναντι χωρών όπως η Κίνα, το Βιετνάμ και η Καμπότζη. Οι ΗΠΑ αποτελούν τον μεγαλύτερο εξαγωγικό προορισμό της Ινδίας, απορροφώντας περίπου το 20% των συνολικών εξαγωγών αγαθών ύψους 434 δισ. δολαρίων για το οικονομικό έτος που έληξε τον Μάρτιο 2025.
Αναλυτές προειδοποιούν για σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη: η Capital Economics υπολογίζει ότι η αμερικανική ζήτηση ενισχύει περίπου κατά 2% το ινδικό ΑΕΠ, ενώ η Citigroup και η Goldman Sachs εκτιμούν ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να μειώσουν την ανάπτυξη κατά 0,6–0,8 ποσοστιαίες μονάδες, περιορίζοντάς την γύρω στο 6% από την προηγούμενη πρόβλεψη για 7%. Παρότι η εγχώρια κατανάλωση – που αντιπροσωπεύει περίπου το 60% του ΑΕΠ – μπορεί να μετριάσει εν μέρει τον αντίκτυπο, το σοκ είναι έντονο για τους εξαγωγικούς κλάδους.
Η Ινδία και ο ρωσικός «θησαυρός»
Η Ινδία καλύπτει περίπου το 85% των ενεργειακών της αναγκών μέσω εισαγωγών και η Ρωσία έχει αναδειχθεί στον μεγαλύτερο μεμονωμένο προμηθευτή της. Το ρωσικό αργό πωλείται σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές λόγω των δυτικών κυρώσεων, κάτι που το καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικό για τους Ινδούς διυλιστές.
Μέχρι πρόσφατα, η Ουάσιγκτον δεν αντιδρούσε. Αντίθετα, το 2022, λίγο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε ουσιαστικά ενθαρρύνει τις ινδικές αγορές, προκειμένου να αποφευχθεί μια απότομη άνοδος στις διεθνείς τιμές. Σήμερα, όμως, η εικόνα έχει αλλάξει. Παρά τις κυρώσεις, τα ρωσικά έσοδα συνεχίζονται, οδηγώντας τον Λευκό Οίκο σε πιο σκληρή στάση.
Παιχνίδι υψηλού ρίσκου
Η κίνηση με τους δασμούς θεωρείται ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη, καθώς η Ινδία εισάγει περίπου 1,6 εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού αργού την ημέρα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Energy Information Administration. Αν αυτά τα φορτία περιοριστούν, δύσκολα θα βρουν άμεση διέξοδο σε άλλες αγορές, με αποτέλεσμα να αφαιρεθεί σημαντική ποσότητα από την παγκόσμια προσφορά.
Αναλυτές προειδοποιούν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε τις τιμές ξανά προς τα πάνω, σε μια αγορά που ούτως ή άλλως κινείται διαρκώς στα όρια της ανεπάρκειας. Η Κίνα, που θα μπορούσε να απορροφήσει μέρος του πετρελαίου, δεν φαίνεται ικανή να καλύψει πλήρως το κενό.
Η απάντηση του Νέου Δελχί
Η κυβέρνηση Μόντι δείχνει αποφασισμένη να συνεχίσει τις αγορές από τη Ρωσία. «Οι ινδικές εταιρείες θα συνεχίσουν να προμηθεύονται από εκεί όπου βρίσκουν την καλύτερη συμφωνία», δήλωσε πρόσφατα ο πρέσβης της Ινδίας στη Μόσχα, Βινέι Κουμάρ. Παρά τα δημοσιεύματα ότι ορισμένα διυλιστήρια μείωσαν τις τελευταίες εβδομάδες τις παραγγελίες, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι εισαγωγές συνεχίζονται σε μεγάλη κλίμακα.
Η «κόντρα» αυτή φαίνεται να αγγίζει γεωπολιτικές ισορροπίες, καθώς αν οι αμερικανικοί δασμοί ενταθούν, δεν αποκλείεται να φέρουν πιο κοντά την Ινδία με τη Ρωσία –και ίσως και με την Κίνα– κάτι που θα δημιουργούσε πρόσθετους πονοκεφάλους για την Ουάσιγκτον.
Οι αγορές έχουν ήδη αντιδράσει αρνητικά: η ρουπία είναι το νόμισμα με τη χειρότερη επίδοση στην Ασία το 2025, ενώ ξένοι επενδυτές έχουν αποσύρει σχεδόν 5 δισ. δολάρια από τα ινδικά χρηματιστήρια από τον Ιούλιο. Ωστόσο, όπως σημειώνει η Τριν Νγκουέν της Natixis, «η εξωτερική πίεση ίσως ωθήσει την Ινδία να επιταχύνει μεταρρυθμίσεις σε γη, εργασία και απελευθέρωση αγορών για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της».
Το δίλημμα για τις δυτικές κυβερνήσεις είναι σαφές: είτε θα επιτρέψουν τη συνέχιση του εμπορίου, διατηρώντας σταθερές τις τιμές, είτε θα επιχειρήσουν να περιορίσουν το ρωσικό πετρέλαιο, ρισκάροντας ένα νέο κύμα αυξήσεων που θα πλήξει την παγκόσμια οικονομία.