Κάθε μέρα, οι Αθηναίοι χάνουν αμέτρητες ώρες μέσα στην κίνηση. Η συμφόρηση δεν είναι απλώς ταλαιπωρία· είναι το σύμπτωμα ενός αστικού μοντέλου που συγκεντρώνει τα πάντα στο κέντρο, χωρίς πραγματικό πολυκεντρικό σχεδιασμό και χωρίς ενιαία στρατηγική.
Η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριοτήτων στην Αττική – όπου ζει το 36% του πληθυσμού και παράγεται σχεδόν το μισό ΑΕΠ της χώρας– έχει δημιουργήσει μια πόλη που έχει ξεπεράσει τα φυσικά και λειτουργικά της όρια. Οι Περιφερειακές Ενότητες λειτουργούν περισσότερο σαν «δορυφόροι» παρά σαν αυτόνομοι πόλοι, χωρίς επαρκείς υποδομές, θέσεις εργασίας ή βασικές υπηρεσίες. Έτσι, το σύστημα μεταφορών αναγκάζεται να εξυπηρετεί καθημερινά μια συνεχή ροή προς τον μητροπολιτικό πυρήνα — και η συμφόρηση γίνεται ο κανόνας, όχι η εξαίρεση.
Παρά τις επενδύσεις σε μέσα σταθερής τροχιάς, όπως το Μετρό και ο Προαστιακός, η διαλειτουργικότητα μεταξύ των μέσων –δηλαδή η δυνατότητα του πολίτη να συνδυάζει εύκολα διαφορετικά μέσα μετακίνησης– παραμένει περιορισμένη. Η μετάβαση από το Ι.Χ. στο Μετρό ή σε άλλο μέσο είναι δύσκολη, χρονοβόρα και συχνά αποθαρρυντική. Οι χώροι στάθμευσης στις εισόδους του Λεκανοπεδίου είναι λίγοι και χωρίς στρατηγική κατανομή, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι οδηγοί να χρειάζεται να φτάσουν ως το κέντρο με το αυτοκίνητο.
Το οδικό δίκτυο έχει αναπτυχθεί αποσπασματικά και χωρίς συντονισμό. Δεν υπάρχει ενιαία πλατφόρμα δεδομένων ή δίκτυο αισθητήρων που να επιτρέπει στους αρμόδιους να προβλέπουν και να διαχειρίζονται τα προβλήματα πριν εκδηλωθούν. Έτσι, οι αποφάσεις έχουν σχεδόν πάντα χαρακτήρα αντίδρασης και όχι πρόβλεψης, παρεμβαίνοντας αφού προκύψει το πρόβλημα.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η συμφόρηση δεν λύνεται με απομονωμένα έργα ή σημειακές επεμβάσεις στους δρόμους. Χρειάζεται ενιαία προσέγγιση με συμπεριληπτική οπτική, που να συνδέει μεταφορές, χρήσεις γης και αστικό σχεδιασμό. Η Αθήνα χρειάζεται διαλειτουργικό δίκτυο Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, συνδυασμένο με στρατηγικά τοποθετημένους χώρους στάθμευσης, νέους κανόνες στις χρήσεις γης και συντονισμό στα φορτηγά και τα logistics hubs.
Στο ίδιο πλαίσιο, η πεζή και η ποδηλατική μετακίνηση δεν είναι «πολυτέλειες» ή εναλλακτικά μέσα· πρέπει να ενσωματωθούν οργανικά στην αλυσίδα των καθημερινών μετακινήσεων, συνδεδεμένες με τα ΜΜΜ, τους σταθμούς στάθμευσης και τους κύριους κόμβους μεταφορών. Ένα τέτοιο δίκτυο δεν προσφέρει μόνο ευκολία, αλλά και πραγματική ποιότητα ζωής.
Η ολιστική διαχείριση κυκλοφορίας, υποδομών και χρήσεων γης διασφαλίζει ότι κάθε έργο λειτουργεί συμπληρωματικά με τα υπόλοιπα, αντί να τα ακυρώνει. Γιατί το κυκλοφοριακό της Αθήνας δεν είναι απλώς πρόβλημα της πόλης· είναι αντανάκλαση της εθνικής χωρικής πολιτικής. Επηρεάζει τα λιμάνια, τη διακίνηση εμπορευμάτων, την κατανάλωση ενέργειας, τις εκπομπές CO₂ και τελικά το σύνολο σχεδόν της ίδιας της παραγωγικότητας της χώρας.
Η λύση, επομένως, δεν μπορεί να περιορίζεται σε προσωρινά μέτρα ή σε «μπαλώματα». Χρειάζεται ένα νέο μοντέλο κινητικότητας και πολεοδομικής οργάνωσης που θα μετατρέψει την Αθήνα από «συμπύκνωση προβλημάτων» σε λειτουργική μητρόπολη με ανθρώπινη κλίμακα και βιώσιμους ρυθμούς ζωής. Μια πόλη όπου κάθε μέσο –ΜΜΜ, Ι.Χ., ποδήλατο ή πεζή μετακίνηση– θα έχει ρόλο μέσα σε ένα συνεκτικό, ευέλικτο και αποτελεσματικό δίκτυο.
Ίσως, λοιπόν, το πραγματικό ερώτημα δεν θα πρέπει να είναι ο τρόπος που θα μειώσουμε την κίνηση, αλλά οι πράξεις με τις οποίες θα ξανακερδίσουμε τον χρόνο που χάσαμε «κολλημένοι» σε αυτήν.
*Η Μαρία Κοχιαδάκη είναι Τοπογράφος Μηχανικός - Συγκοινωνιολόγος.
