O Κινεζικός Δράκος παραπατά, σπέρνοντας ανησυχίες

O Κινεζικός Δράκος παραπατά, σπέρνοντας ανησυχίες

Τα νέα από την πλευρά της Κινεζικής Οικονομίας, έχουν πάψει προ πολλού να είναι θετικά. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης έχουν εξατμιστεί, ο νέος Δρόμος του Μεταξιού (Belt and Road Initiative) αντιμετωπίζει χρηματοδοτικές δυσκολίες, οι ρυθμοί κατανάλωσης των κινέζων πολιτών έχουν υποχωρήσει, τα οικιστικά projects που αποτελούσαν την ατμομηχανή της οικονομίας έχουν ξεμείνει από αγοραστές και τα έργα των υποδομών βρίσκονται στο κενό. Τα προβλήματα πίσω από το Σινικό Τείχος, είναι πλέον ορατά σε όλους. Ο Κινεζικός Δράκος έχει πάψει προ πολλού να πετά και αντιθέτως παραπατά, σπέρνοντας παντού ανησυχίες.

Ο νέος Δρόμος του Μεταξιού μετατρέπεται σιγά – σιγά, σε μια μεγάλη παγίδα χρέους, αφού οι χρηματοδοτήσεις προς τις χώρες μέσα από τις οποίες «περνά» αυτός ο νέος δρόμος, έχουν μετατραπεί σε κόκκινα δάνεια. Και το κόκκινο χρώμα των δανείων, δεν έχει σχέση με το περίφημο Κόκκινο Βιβλίο του Μάο, που παραμένει βίβλος για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, αλλά με το γεγονός, ότι τα δάνεια αυτά δεν εξυπηρετούνται. Είναι αυτό που λέμε, NPLs.

Η Κίνα, χρηματοδοτούσε και χρηματοδοτεί όλα τα έργα των υποδομών που κατασκευάζει σε διάφορες χώρες, στα πλαίσια του Νέου Δρόμου του Μεταξιού. Οι χώρες αυτές όμως είναι οικονομικά ευάλωτες, οπότε η αύξηση της ισοτιμίας του δολαρίου σε σχέση τα νομίσματα τους, η αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων  και του κατασκευαστικού κόστους, έθεσαν τις χρηματοδοτήσεις αυτές εκτός τροχιάς.

Οι υποδομές δεν αποτελούν αυτοσκοπό για την ανάπτυξη, αλλά μέσο για τη επίτευξη της. Επομένως η χρηματοδότηση των υποδομών, δίνει στρεβλή εικόνα της ανάπτυξης, διότι η ανάπτυξη έπεται της ολοκλήρωσης και της εκμετάλλευσης των υποδομών. Δεν είναι αυτοσκοπός, να κατασκευαστούν λιμάνια, αυτοκινητόδρομοι και σιδηροδρομικά δίκτυα. Ο σκοπός της κατασκευής των έργων αυτών είναι  το ξετύλιγμα του εμπορίου, της παραγωγής, της κατανάλωσης και της γενικότερης ανάπτυξης. Εδώ όμως υπάρχει πρόβλημα.

Ένα άλλο θέμα, που από εμβληματικό παράδειγμα προς μίμηση έχει μετατραπεί σε παράδειγμα προς αποφυγή, είναι αυτό της οικιστικής ανάπτυξης, που εστιάζεται στην Evergrande. O κινεζικός κατασκευαστικός κολοσσός εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπος με τρία προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του. Το δεύτερο είναι ότι αδυνατεί να συνεχίσει την κατασκευή των οικιστικών συγκροτημάτων του και για κατοικίες για τις οποίες έχει προπληρωθεί. Και το τρίτο πρόβλημα είναι, ότι οι κινέζοι έχουν σταματήσει να αγοράζουν κατοικίες, παρ’ όλα τα κίνητρα που έχει υιοθετήσει το Πεκίνο και τα χαμηλά επιτόκια που προσφέρει η Κινεζική Κεντρική Τράπεζα. 

Η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια του Q2, η μείωση των πωλήσεων νέων κατοικιών κατά 33,4%, η μείωση της κατανάλωσης, μαζί με την ανησυχία για τη διόγκωση της ανεργίας, τρομάζουν την ηγεσία του Πεκίνου. Ειδικά μετά τα απογοητευτικά μακροοικονομικά μεγέθη από το Χονγκ Κονγκ, που καταγράφουν και αυτά υφεσιακή προοπτική.

Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό μείγμα, ο Κινεζικός Δράκος, έρχεται αντιμέτωπος με ένα πρόβλημα, που ο ίδιος είχε δημιουργήσει στις κινεζικές εταιρείες  που έχουν εισαχθεί στη Wall Street. H αδιαφάνεια στη λειτουργία αυτών των εταιρειών, η απουσία ελεγκτικών μηχανισμών, η κακή και απατηλή διαχείριση ευαίσθητων και εσωτερικών πληροφοριών, μαζί με την παρουσία παραποιημένων ή και πλαστών λογιστικών καταστάσεων και ισολογισμών, έφτασε στο τέλος της. Σχεδόν 150 εταιρείες που διαπραγματεύονται στη Wall Street, κινδυνεύουν να «πάρουν την άγουσα». 

Η Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η περίφημη SEC, έχει εντάξει στους πίνακες για τις υπό διαγραφή μετοχές,  ακόμα και σημαντικές εταιρείες όπως την Didi Global και την Aibaba Group Holding Ltd. Είναι φανερό, ότι μια τέτοια κίνηση από την πλευρά της SEC, θα δημιουργήσει ένα μαζικό κύμα αποχώρησης επενδυτικών κεφαλαίων από τις κινεζικές εταιρείες, που διψούν για χρήμα, στην προσπάθεια να ανταπεξέλθουν στα αναπτυξιακά τους σχέδια.  

Δύσκολα λοιπόν τα πράγματα για τον Κινεζικό Δράκο, που αποτελούσε για πολλούς επενδυτές, το τελευταίο σημείο θετικής αναφοράς και προοπτικής.