Κίνδυνοι και προσδοκίες το 2022 για την ελληνική οικονομία και το ΧΑ

Κίνδυνοι και προσδοκίες το 2022 για την ελληνική οικονομία και το ΧΑ

To 2021 έπρεπε  και έμελλε να είναι έτος επιστροφής στην ανάκαμψη, μετά τη μεγάλη πανδημική ύφεση του 2020 (-9%) που ατυχώς για τη χώρα ήρθε αμέσως μετά τη δεκαετή κρίση. Με αιχμή του δόρατος τον τουριστικό τομέα, η Ελλάδα κατάφερε να εισέλθει σε τροχιά ανάκαμψης σβήνοντας την ύφεση της περασμένης χρονιάς, θέτοντας τις βάσεις  για επιστροφή σε βιώσιμη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.

Είναι δεδομένο ότι σε αυτή την πορεία υπάρχουν ρίσκα και προσδοκίες που εν πολλοίς εξαρτώνται και από την πανδημία, τα περιοριστικά μέτρα της οποίας αναστέλλουν την όποια ομαλή επαναφορά σε φυσιολογικούς ρυθμούς.

Η Ελλάδα στηρίχθηκε μεν στον τουριστικό τομέα, που είχε εξαιρετικές επιδόσεις και βέβαια στο μεγάλο δημοσιονομικό πακέτο ρύθμισης  ύψους 43 δισ ευρώ, αλλά εμφάνισε και τομείς με αύξηση μεγεθών ίσως και μη αναμενόμενη.  Η βιομηχανία, οι εξαγωγές  και οι επενδύσεις που αυξήθηκαν κατά 20% σε σχέση με την προ-πανδημική περίοδο, ώθησαν το ΑΕΠ πάνω από τις επίσημες εκτιμήσεις  και της ΕΕ και του Προϋπολογισμού με δεδομένο ότι το εννεάμηνο κατέγραψε +9,3%. 

Προσδοκίες για το 2022

Το γεγονός ότι τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης θα περιοριστούν στο ελάχιστο το 2022, η ελληνική οικονομία πρέπει να χρησιμοποιήσει και άλλα όπλα στην κατεύθυνση της ανάπτυξης. Κατ’ αρχάς ο στόχος πρέπει να είναι και ο βαθμός σύγκλισης με τις άλλες οικονομίες Ευρωπαϊκές και μη καθώς η ανταγωνιστικότητα είναι παγκόσμια παράμετρος. Επομένως,  η ανάπτυξη πρέπει να είναι συνεχής και βιώσιμη, δημιουργώντας ένα μοντέλο που θα στηρίζεται   στις επενδύσεις, στη βιομηχανική παραγωγή, στην εξωστρέφεια και στις τεχνολογικές υπηρεσίες εκμεταλλευόμενη το ανθρώπινο δυναμικό, υποβοηθώντας έτσι το βαρύ πυροβολικό που είναι ο τουρισμός.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στο Πανδημικό Πρόγραμμα Αγορών Τίτλων (PEPP) της ΕΚΤ παρότι  δεν έχει επενδυτική βαθμίδα και η Κεντρική Τράπεζα χορήγησε επίσης στην Ελλάδα προσωρινό waiver μέχρι τον Ιούνιο του 2022 προκειμένου τα ελληνικά κρατικά ομόλογα (GGBs) να είναι επιλέξιμα ως εγγύηση στις νομισματικές χρηματοδοτικές πράξεις της κεντρικής τράπεζας, καταδεικνύει τη βούληση της Ευρώπης να μην αφήσει την χώρα χωρίς προστασία στο δρόμο προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Σε αυτό το δρόμο μεγάλος αρωγός θα είναι το  Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας τα κονδύλια του οποίου θα πρέπει να ξεκινήσουν τη χρηματοδότηση πολλών προγραμμάτων σε διαφορετικούς τομείς, εκ των οποίων κυρίαρχος είναι αυτός της πράσινης μετάβασης. Θα ενισχύσουν τη ζήτηση,  προσφέροντας  μονάδες στο ΑΕΠ,  που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών θα κυμανθεί για το 2022 πέριξ του 5%.

Κίνδυνοι

Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας εκτινάχθηκαν στα ύψη το 2020 (αντίστοιχα στο 10,1% και στο 206,3% του ΑΕΠ). Το κόστος εξυπηρέτησης προφανώς θα παραμείνει χαμηλό  υπό κανονικές συνθήκες, αλλά το μέγεθός του σε σχέση με το ΑΕΠ παραμένει από τα μεγαλύτερα στον κόσμο δυσχεραίνοντας αφενός μεν ενδεχόμενες ανάγκες για συνέχεια της δημοσιονομικής στήριξης σε περίπτωση επιμονής της πανδημίας, αφετέρου το καθιστά ευάλωτο στις διακυμάνσεις  των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συνθηκών. 

Η αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων και παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ αφορίζει τη «μονιμότητά» τους,  είναι αστάθμητος παράγοντας, καθώς μεγάλο μέρος του πληθωρισμού οφείλεται στην αύξηση του ενεργειακού κόστους  που πλήττει το διαθέσιμο εισόδημα και μειώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.

Στην αγορά εργασίας , τα επίπεδα συγκρατήθηκαν κατά το 2020 λόγω των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης και εμφάνισαν βελτίωση με την ανάκαμψη του 2021. Όμως η απόσταση που μας χωρίζει από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (7,3%) και της ΕΕ (6,6%) είναι μεγάλη. Θα μπορεί να τείνει προς τη σύγκλιση μόνο εάν η πανδημία υποχωρήσει σε επίπεδα ενδημικής νόσου με συνέπεια την περαιτέρω ανάκαμψη του τουρισμού, των μεταφορών, του τομέα των κατασκευών και τη διατήρηση και γιατί όχι αύξηση  της βιομηχανικής παραγωγής. Νέες τεχνολογίες και ψηφιακός μετασχηματισμός θα παίξουν μεγάλο ρόλο και στην προσέλκυση επενδύσεων και στην αγορά εργασίας.

Χρηματιστήριο

Η χρηματιστηριακή  αγορά το πρώτο εξάμηνο έπιασε  το επίπεδο των υψηλών της χρονιάς, χωρίς να καταφέρει να το υπερβεί ανοίγοντας το δρόμο προς τις 1000 μονάδες. Η μεγάλη συσσώρευση  σε στενό εύρος διακύμανσης ταλαιπώρησε τους επενδυτές, παρά το γεγονός των πολλών θετικών ειδήσεων που είχαμε κατά τη διάρκεια της χρονιάς. 

Κατά την άποψή μας οι λόγοι είναι ποικίλοι : Η άντληση ρεκόρ κεφαλαίων  με 21 εκδόσεις ομολόγων και  8 Αυξήσεις κεφαλαίου μεταξύ των οποίων τρεις μεγάλες ΔΕΗ-ΠΕΙΡΑΙΩΣ –ALPHA BANK   που προσέγγισαν τα 7,7 δις ευρώ, «στέγνωσαν» την αγορά. Οι εκδότες ενίσχυσαν το αξιόχρεό τους και το επενδυτικό τους προφίλ, οι δε επενδυτές  «τοποθετήθηκαν» στην αγορά  εκμεταλλευόμενοι τις παρούσες συνθήκες  με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον θεωρώντας ευοίωνες τις προοπτικές των εταιρειών.  

Όσον αφορά τις αυξήσεις κεφαλαίου δημιουργήθηκε ένα «μαξιλάρι», που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της στήλης  θα αποτελέσει εφαλτήριο για την επόμενη χρονιά, που εάν και εφόσον το επιτρέψει η πανδημία, θα είναι η χρονιά δρομολόγησης της επενδυτικής βαθμίδας  που θα υποχρεώσει μεγάλα κεφάλαια να στρέψουν την προσοχή τους στην αγορά μας. 

Άλλος λόγος είναι βέβαια ο τραπεζικός κλάδος.  Οπωσδήποτε το 2021 αποτέλεσε τη σανίδα μετάβασης των τραπεζών προς την εξυγίανση των ισολογισμών τους, με τη σοβαρή μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και με τη σημαντική αύξηση των καταθέσεών τους  σε υψηλά δεκαετίας. Στόχος τους η επάνοδος στην κερδοφορία  προκειμένου να ξεκινήσει η απομείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων ( DTC)  που αποτελούν και το μεγαλύτερο αγκάθι του κλάδου. Η χρηματοδότηση της οικονομίας συνυπολογισμένων των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού  θα είναι το στοίχημα για την επόμενη χρονιά καθώς θα απελευθερωθούν πόροι προς τις παραγωγικές επενδύσεις.

Tέλος, σε καθαρά τεχνικό επίπεδο, η βαρύτητα των τραπεζικών μετοχών στους δείκτες ΓΔ, FTSE/ΧΑ-Large Cap είναι δυσανάλογη των  θεμελιωδών τους μεγεθών, γεγονός που αλλοιώνει τους δείκτες και διαστρεβλώνει τη γενικότερη άποψη  του επενδυτικού κοινού για την αγορά. Τα εταιρικά αποτελέσματα του 2021 και η κίνηση των μετοχών της πραγματικής οικονομίας αποδεικνύει του λόγου το αληθές. 

Εν κατακλείδι και παρά τα μεγάλα προβλήματα του πληθωρισμού, του ενεργειακού κόστους και των αρρυθμιών της εφοδιαστικής αλυσίδας, το 2022 θα πρέπει να είναι έτος επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, προσέλκυσης επενδύσεων, επιτάχυνσης απονομής δικαιοσύνης που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και με επενδυτικά projects και βελτίωσης των θεσμών και της δημόσιας διοίκησης.