Ανάγκη άμεσης αναπροσαρμογής πτυχών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

Ανάγκη άμεσης αναπροσαρμογής πτυχών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

Την ανάγκη για άμεσες διορθωτικές κινήσεις σε θέματα της εξωτερικής πολιτικής αναδεικνύουν οι περιφερειακές εξελίξεις, η ρευστότητα αλλά και η αναδιάταξη δυνάμεων και συμμαχιών εν αναμονή και των πρώτων δειγμάτων γραφής της νέας αμερικανικής κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν.

Για την Ελλάδα κεντρικό ζήτημα και τους επόμενους μήνες θα είναι το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού και του τρόπου  φυσικά που επηρεάζουν το πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων και των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση, σε μια στιγμή που ο Τ. Ερντογάν  επιχειρεί να επιβάλει ως κανονικότητα την αναθεωρητική πολιτική και τον ηγεμονικό ρόλο που προωθεί για την Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή και στον μουσουλμανικό κόσμο.

Και μάλιστα το δίλημμα δεν είναι πια εάν ο Τούρκος ηγέτης επιλέγει τη Δύση ή τον Νεοοθωμανισμό γιατί είναι  προφανές ότι έχει κάνει την επιλογή του στον Νεοοθωμανισμό. Αλλά επιδιώκει κάτι ευρύτερο: να νομιμοποιήσει αυτή την επιλογή μέσω της αποδοχής της από τη Δύση και την ΕΕ.

Η ειδική σχέση με την οποία απειλούσαν κάποτε οι Ευρωπαίοι την Τουρκία, τώρα πρακτικά υλοποιείται βήμα - βήμα από τον Ερντογάν με στόχο να αποδεχθεί η ΕΕ την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη στην οποία θα είναι  η Ευρώπη πρόθυμη να προσαρμοσθεί και όχι το αντίθετο. Και επίσης επιχειρείται από την Άγκυρα πριν καλά - καλά αναλάβει τα καθήκοντα της η νέα αμερικανική κυβέρνηση να προκαταλάβει τις διαθέσεις της και να οικοδομηθεί μια νέα ειδική σχέση και με την Ουάσιγκτον που θα απορροφήσει ζητήματα όπως αυτό των S400, της αποσταθεροποιητικής δράσης της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, στο σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας.

Και η Άγκυρα έχει κάθε λόγο να στηρίζει αυτή τη φιλοδοξία της στο γεγονός ότι ένας σκληρός πυρήνας των στελεχών που ορίστηκαν από τον πρόεδρο Μπάιντεν για τη χάραξη και άσκηση εξωτερικής πολιτικής προέρχονται από το επιτελείο Ομπάμα, που είχε σταθερό προσανατολισμό  την επιδίωξη να «κρατηθεί η Τουρκία στη Δύση και να αποτελεί μοντέλο πολιτικού Ισλάμ, για τον μουσουλμανικό κόσμο» (κάτι που φυσικά πλέον δεν ισχύει).

Σε ό,τι αφορά τους Ευρωπαίους είναι προφανές ότι το χαρτί του μεταναστευτικού παραμένει πολύ ισχυρό και αρκεί ώστε ο κ. Ερντογάν να μπορεί να εκβιάζει και να επιβάλει τετελεσμένα επενδύοντας και στη «γραμμή Μέρκελ» η οποία απροκάλυπτα λειτουργεί κατευναστικά προς την Τουρκία, ενθαρρύνοντας έτσι την τυχοδιωκτική πολιτική του Τούρκου προέδρου.

Οι συμμαχίες και οι «έρωτες» στις διεθνείς σχέσεις δεν είναι παντοτινές και δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα αυτό ούτε και οι σχέσεις και οι συμμαχίες της Ελλάδας. Γι’ αυτό απαιτείται να υπάρχει ευέλικτη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής που δε θα προδίδει φίλους αλλά θα είναι έτοιμη να αποκαταστήσει νέες φιλίες και συμμαχίες, να κλείσει τουλάχιστον μέτωπα όπου και όταν αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας.

Όμως απαιτούνται άμεσα διορθωτικές κινήσεις:

Η Αθήνα οφείλει να αποκαταστήσει άμεσα επαφές με την Τρίπολη και την κυβέρνηση GNA καθώς και με τον υπουργό εσωτερικών Φ. Μπασάγκα, ο οποίος φαίνεται ότι έχει πάρει το πάνω χέρι και προσπαθεί μέσω επαφών ακόμη και με το Παρίσι να προβληθεί ως η επόμενη λύση για το Λιβυκό πρόβλημα. Χωρίς να διαρραγούν οι σχέσεις με το Κοινοβούλιο του Τομπρούκ και τον πρόεδρο του Α. Σάλεχ η Αθήνα πρέπει να επιδιώξει την επιστροφή του Έλληνα πρεσβευτή στην Τρίπολη και συγχρόνως τη λειτουργία προξενείου στη Βεγγάζη.

Και επίσης να επιστρέψει ο Λίβυος πρεσβευτής στην Αθήνα. Η Λιβύη είναι κρίσιμης σημασίας γείτονας για την Ελλάδα, οι εξελίξεις στη χώρα μας αφορούν άμεσα και η χώρα μας έχει τη μεγάλη εκκρεμότητα του Τουρκολιβυκού Μνημονίου αλλά και της μελλοντικής (και πιθανόν όχι στο πολύ μακρινό μέλλον) της απόπειρας οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δυο χωρών.

Είναι αναγκαία η αποκατάσταση των σχέσεων και με την άλλη πλευρά, έχοντας επίγνωση φυσικά ότι είναι εκείνη που συνέπραξε με την Τουρκία στην κορυφαία προσπάθεια παραβίασης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και επανασχεδιασμού του χάρτη της Μεσογείου στα μέτρα της Άγκυρας. Η Αθήνα δε θα πρέπει πια να περιμένει από την... Ιταλία ή το Βερολίνο που έχουν τα δικά τους συμφέροντα (και μάλιστα η Ιταλία έχει κρίσιμα οικονομικά συμφέροντα στη Λιβύη) να είναι οι μεσάζοντες. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο αλλά πρέπει να καταβληθεί τουλάχιστον η προσπάθεια. Εξάλλου η Ελλάδα είναι γειτονική χώρα της Λιβύης και μέλος της Ε.Ε. που συνδιαμορφώνει την ευρωπαϊκή πολιτική για το Λιβυκό.

- Το Αζερμπαϊτζάν έχει αναδειχθεί στον πιο πιστό και φανατικό δορυφόρο της Τουρκίας ιδίως μετά και τη στρατιωτική υποστήριξη που προσέφερε η Άγκυρα που συνέβαλε αποφασιστικά στην ιστορικής σημασίας για το Μπακού νίκη του στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ο Αζέρος πρόεδρος Αλίεφ είχε δείξει τις διαθέσεις του απέναντι στη χώρα μας στην προσβλητική και επιθετική  δημόσια τοποθέτηση του κατά την τελετή επίδοσης των διαπιστευτηρίων του Έλληνα πρεσβευτή Ν. Πιπερίγκου τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Ο Έλληνας πρεσβευτής έναν μήνα αργότερα ανακλήθηκε στην Αθήνα για διαβουλεύσεις με αφορμή επικριτικά σχόλια της αζέρικης κυβέρνησης για δήθεν στρατολόγηση στην Ελλάδα μισθοφόρων για να πολεμήσουν στο μέτωπο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, στο πλευρό της Αρμενίας. Η συνεχιζόμενη παραμονή του Έλληνα πρεσβευτή στην Αθήνα και η διακοπή ουσιαστικά διπλωματικών σχέσεων με το Αζερμπαϊτζάν, δεν έχει πλέον κανένα νόημα.

Και στις δυο περιπτώσεις με τη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν, η Αθήνα οφείλει στις πολύ δύσκολες συνθήκες των σχέσεων με τις δυο χώρες να είναι  παρούσα και να βρίσκει εργαλεία διαπραγμάτευσης με τις δυο αυτές κυβερνήσεις με πρώτο και πιο σημαντικό τις σχέσεις που διακαώς επιθυμούν να έχουν με την Ε.Ε. αλλά και την κάλυψη που θέλει να έχει το καθεστώς Αλίεφ από το Συμβούλιο της Ευρώπης το οποίο τον έχει στο στόχαστρο για τις αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης. Χωρίς την έστω και τυπική διπλωματική εκπροσώπηση στις δυο αυτές χώρες, αποδυναμώνεται η ελληνική θέση.

Ειδική κατηγορία είναι οι σχέσεις με τις χώρες του Κόλπου. Είναι ιδιαίτερα θετικό ότι έχει υπογραφεί η Συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η κοινή βούληση για εμβάθυνση των διμερών σχέσεων, σε μια περίοδο που η στρατηγική αναμέτρηση των Εμιράτων με την Τουρκία διευκολύνει και στεριώνει αυτή τη σχέση. Με τη Σαουδική Αραβία επίσης έχει υπάρξει γερό υπόβαθρο, όμως θα πρέπει να έχουμε ανοικτά τα μάτια στη διαδικασία αποκατάστασης των σχέσεων του Ριάντ με την Άγκυρα.

Το Τελ Αβίβ και το Κάιρο είναι πιο σταθεροί φίλοι αλλά και πάλι η άτυπη «συμμαχία» θα περάσει από αναταράξεις εάν απομακρυνθούν από την εξουσία ο Αλ Σίσι στην Αίγυπτο και ο Μ. Νετανιάχου στο Τελ Αβίβ. Και η Ελλάδα θα πρέπει να προετοιμάζεται και για τα δυο αυτά ενδεχόμενα.

- Το ελληνικό ΥΠΕΞ πρέπει να κινητοποιήσει και να επενδύσει στη Δημόσια Διπλωματία και την προβολή των ελληνικών θέσεων, τομέα στον οποίο η χώρα έχει μείνει έτη φωτός πίσω από την Τουρκία, όπως επίσης και στην αξιοποίηση των social media. Η μετάφραση και προώθηση κειμένων σε γλώσσες όπως η τουρκική, η αραβική, η αλβανική, η Σλαβομακεδονική είναι απολύτως αναγκαίες κινήσεις.

Και φυσικά η αξιοποίηση του μεγάλου «όπλου» της Ελλάδας που είναι η «ήπια ισχύς» του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας.