Αναβάθμιση της Σαουδικής Αραβίας σε μείζονα σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών εκτός ΝΑΤΟ, «rebranding» του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, επενδύσεις, F-35, άμυνα και τεχνητή νοημοσύνη. Η επίσκεψη του πρίγκιπα διαδόχου του σαουδαραβικού θρόνου στην Ουάσινγκτον ήλθε να αποτυπώσει τη θεαματική διπλωματική του αποκατάσταση μετά τη δολοφονία Κασόγκι, με τον Λευκό Οίκο του Ντόναλντ Τραμπ να αναγνωρίζει, και να προσδίδει, στο Ριάντ κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας αρχιτεκτονικής της Μέσης Ανατολής.
Κομβικό σταθμό στη διαδρομή προς την αναδιάταξη και σταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής αποτελεί η εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας, την οποία επιδίωξε να αποτρέψει η Χαμάς με την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023. Η προσχώρηση της Σαουδικής Αραβίας στις Συμφωνίες του Αβραάμ αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για τον Ντόναλντ Τραμπ, όμως η ισορροπία παραμένει δύσκολη και η διαδικασία καθυστερεί· γι’ αυτό και δεν καθόρισε την επίσκεψη του Μπιν Σαλμάν, με τον Αμερικανό πρόεδρο να την αποσυνδέει από άλλες κρίσιμες πτυχές της διμερούς σχέσης με το Ριάντ.
Ο πρίγκιπας διάδοχος του σαουδαραβικού θρόνου έγινε δεκτός με τιμές αρχηγού κράτους στην Ουάσινγκτον σε ένα πλαίσιο που επανατοποθετεί το Ριάντ στον πυρήνα των αμερικανικών προτεραιοτήτων. Η επίσκεψη «κορυφώθηκε» με την ανακοίνωση Τραμπ ότι η Σαουδική Αραβία θα αναβαθμιστεί σύντομα στη λίγκα των «σημαντικών συμμάχων μη μελών του ΝΑΤΟ», κατηγορία στην οποία εντάσσονται έως σήμερα μόνο 19 χώρες, περιλαμβανομένου του Ισραήλ. Ο «MBS» πήρε πολλά -και πρωτίστως τη δέσμευση για τη μελλοντική προμήθεια των μαχητικών F-35- αν και όχι όλα όσα επεδίωκε, ιδίως τη συμφωνία που «κυνηγά» επί μακρόν στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, αλλά και ένα ισχυρό αμυντικό σύμφωνο.
Υποδεχόμενος τον Μπιν Σαλμάν σε επίσημο δείπνο στον Λευκό Οίκο, μετά την επεισοδιακή συνέντευξη Τύπου με τα περί «things happen» για τη δολοφονία του Σαουδάραβα αντιφρονούντα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, ο Ντόναλντ Τραμπ διαβεβαίωσε ότι Ηνωμένες Πολιτείες και Σαουδική Αραβία «ανεβάζουν τη στρατιωτική συνεργασία σε ακόμη μεγαλύτερα ύψη», αναγγέλλοντας πως προσεχώς το Ριάντ θα ανήκει στους στρατηγικούς συμμάχους της Ουάσινγκτον εκτός ΝΑΤΟ.
Οι δύο πλευρές υπέγραφαν νωρίτερα μία «Στρατηγική Αμυντική Συμφωνία», η οποία κατά τον Λευκό Οίκο «ενισχύει την αμυντική εταιρική σχέση άνω των 80 ετών και θωρακίζει την αποτροπή σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή». Στη σχετική ανακοίνωση που δημοσιοποίησε ο Λευκός Οίκος για τον απολογισμό της επίσκεψης Σαλμάν, οι αναφορές είναι γενικόλογες και προκύπτει ότι μολονότι χαρακτηρίζεται «ιστορική», η συμφωνία σε καμία περίπτωση δεν προσφέρει το εύρος δεσμεύσεων ενός αμυντικού συμφώνου επιπέδου Ιαπωνίας, Νότιας Κορέας ή Φιλιππίνων. Ούτε και προκύπτει μία συμφωνία για αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας στο μοντέλο που δόθηκαν Κατάρ, που φερόταν να έχει συζητηθεί προηγουμένως ως εναλλακτική σε ένα ισχυρό αμυντικό σύμφωνο που θα προσέκρουε στην αντίσταση του Κογκρέσου.
Η συζήτηση για την άμυνα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ζήτημα της εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας. Η διαδικασία που είχε δρομολογηθεί εκτροχιάστηκε μετά από τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου και τον επακόλουθο πόλεμο στη Γάζα. Το Ριάντ εμμένει στη θέση ότι οποιαδήποτε προσέγγιση με το Ισραήλ προϋποθέτει σαφή πολιτικό ορίζοντα για παλαιστινιακή αυτοδιάθεση και συγκεκριμένες δεσμεύσεις που θα διασφαλίζουν τη νομιμοποίηση μιας τέτοιας συμφωνίας εντός Σαουδικής Αραβίας και αραβικού κόσμου. Η εσωτερική δυναμική στο Ισραήλ και η σταθερή απόρριψη της λύσης δύο κρατών από τον Μπενιαμίν Νετανιάχου απομακρύνει την προοπτική άμεσων εξελίξεων όσον αφορά την επιδιωκόμενη ομαλοποίηση σχέσεων ως πυλώνα για τη νέα Μέση Ανατολή.
Παρόλα αυτά, ο Μπιν Σαλμάν απέσπασε τη δέσμευση Τραμπ για μελλοντική αγορά μαχητικών F-35, γεγονός που αποτελεί ιστορική μετατόπιση στην αμερικανική πολιτική, καθώς μέχρι σήμερα η Ουάσινγκτον έχει διατηρήσει το συγκεκριμένο οπλικό σύστημα αποκλειστικά για το Ισραήλ, στο πλαίσιο της διατήρησης του λεγόμενου «ποιοτικού στρατιωτικού πλεονεκτήματος» του συμμάχου της στη Μέση Ανατολή. Δεν δόθηκαν λεπτομέρειες για τον αριθμό των αεροσκαφών που θα μπορούσε να αγοράσει μελλοντικά το Ριάντ (επιδιώκει 48), ωστόσο ο Τραμπ ενέκρινε «μεγάλο πακέτο» αμυντικών πωλήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται και η αγορά 300 αμερικανικών αρμάτων μάχης.
Πέραν του ότι η διεύρυνση της πρόσβασης στα προηγμένα αμερικανικά μαχητικά προβληματίζει κύκλους της αμερικανικής διακυβέρνησης που ανησυχούν για την ενδεχόμενη διατάραξη του στρατιωτικού ισοζυγίου υπέρ του Ισραήλ, έκθεση του αμερικανικού Πενταγώνου έχει προειδοποιήσει για τους κινδύνους διαρροής τεχνολογίας του μαχητικού F-35 προς την Κίνα, είτε μέσω κατασκοπείας είτε μέσω της συνεργασίας ασφαλείας Ριάντ-Πεκίνου.
Ο ίδιος ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν έφθασε στις Ηνωμένες Πολιτείες με δέσμευση για επενδύσεις 1 τρισ. δολαρίων -υπερδιπλάσιες από τα 600 δισ. δολάρια που είχε υποσχεθεί κατά την επίσκεψη Τραμπ στη Σαουδική Αραβία τον Μάιο. Δεν δόθηκαν λεπτομέρειες ούτε χρονικός ορίζοντας για την υλοποίηση, ενώ εκφράζονται αμφιβολίες κατά πόσο είναι ρεαλιστικές επενδύσεις αυτού του ύψους, καθώς το Ριάντ χρηματοδοτεί παράλληλα σειρά μεγάλων εγχώριων έργων, συμπεριλαμβανομένων των υπερφιλόδοξων σχεδίων των «έξυπνων» πόλεων στο πλαίσιο του λεγόμενου «Οράματος 2030» του Μπιν Σαλμάν.
Η στρατηγική του «MBS» για τη μεταμόρφωση της Σαουδικής Αραβίας εδράζεται στη μετάβαση από το πετρελαϊκό μοντέλο σε μια πολυδιάστατη, τεχνολογικά προηγμένη οικονομία. Ο σχεδιασμός προβλέπει την ανάδειξη νέων κλάδων -από την τεχνητή νοημοσύνη και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως τον τουρισμό και τις υπηρεσίες-, την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την ενίσχυση της εγχώριας επιχειρηματικότητας. Πρωτοβουλίες, όπως η υπερσύγχρονη πόλη Neom, λειτουργούν ως βιτρίνα του νέου αναπτυξιακού προτύπου.
Για τους σχεδιασμούς Σαλμάν να μετατρέψει τη Σαουδική Αραβία σε κόμβο τεχνητής νοημοσύνης είναι πολύτιμη η πρόσβαση στις αμερικανικές τεχνολογίες και τα πλέον προηγμένα τσιπ - πρόσβαση την οποία και εξασφάλισε σε αντάλλαγμα για τις εξαγγελθείσες επενδύσεις. Η Ουάσινγκτον είχε περιορίσει τις εξαγωγές από το 2023 εξαιτίας των ανησυχιών για τις στενές σχέσεις Ριάντ-Πεκίνου. Κατά το ταξίδι Τραμπ στο Ριάντ τον Μάιο, ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία ανακοίνωσαν νέες συνεργασίες στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, όπως τεράστια κέντρα δεδομένων που εξαρτώνται από αυτά τα τσιπ, όμως έξι μήνες αργότερα οι άδειες εξαγωγής δεν είχαν εγκριθεί. Η επίσκεψη Μπιν Σαλμάν φαίνεται να ξεμπλοκάρει μέρος αυτής της διαδικασίας, με τις δύο πλευρές να διαπραγματεύονται όρους ασφάλειας και αμοιβαίων επενδύσεων.
Η νέα συμφωνία δίνει στη σαουδαραβική οικονομία πρόσβαση σε συστήματα αιχμής στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, με διαβεβαίωση ότι θα διασφαλιστεί η προστασία τους από «ξένη ανάμιξη», με την αμερικανική πλευρά να επιδιώκει να αποκλείσει διαρροή τεχνολογίας προς την Κίνα.
Στο ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας ωστόσο, η συμφωνία που επιδιώκει εδώ και μία δεκαετία η Σαουδική Αραβία δεν ήλθε πιο κοντά. Υπεγράφη κοινή μία διακήρυξη για ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την πυρηνική ενέργεια για πολιτικούς σκοπούς δίχως συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα. Κατά τον Λευκό Οίκο, η συμφωνία δημιουργεί «τη νομική βάση για μια συνεργασία δισεκατομμυρίων δολαρίων επί δεκαετίες», η οποία θα στηρίζεται σε «σθεναρά πρότυπα μη διασποράς».
Το ακανθώδες ζήτημα του εμπλουτισμού ουρανίου και της επανεπεξεργασίας καυσίμου παραμένει ανοιχτό. Η δυνατότητα αυτή θα έδινε στο Ριάντ αυτονομία στην παραγωγή πυρηνικού καυσίμου, αλλά ταυτόχρονα θα άγγιζε τεχνολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή πυρηνικών όπλων - σημείο στο οποίο η Ουάσινγκτον ζητά περιορισμούς που η Σαουδική Αραβία μέχρι σήμερα δεν έχει αποδεχθεί. Η Σαουδική Αραβία επιδιώκει πρόσβαση σε αμερικανική πυρηνική τεχνολογία, τόσο για να αναβαθμίσει το ενεργειακό της μείγμα όσο και για να διατηρήσει ισορροπία με τις δυνατότητες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Ιράν. Ο Τραμπ δήλωσε ότι μια συμφωνία είναι εφικτή, αλλά «όχι επείγουσα».
Η επίσκεψη Μπιν Σαλμάν πραγματοποιήθηκε υπό το βάρος της κληρονομιάς της υπόθεσης Κασόγκι. Το 2018, ο δημοσιογράφος της Washington Post δολοφονήθηκε στο σαουδαραβικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη, με τις αμερικανικές υπηρεσίες να εκτιμούν ότι ο πρίγκιπας διάδοχος είχε εγκρίνει την επιχείρηση. Το γεγονός οδήγησε σε ρήξη. Η εικόνα του Μπιν Σαλμάν άρχισε να αποκαθίσταται σταδιακά από το 2022, όταν ο τότε πρόεδρος Τζο Μπάιντεν συναντήθηκε μαζί του και αντήλλαξε μία αμήχανη χειραψία που επικρίθηκε έντονα, αλλά σηματοδότησε την επανεκκίνηση ενός διαλόγου και σήμερα κατέληξε στην πλήρη διπλωματική αποκατάσταση του Μπιν Σαλμάν από τον Ντόναλντ Τραμπ - και την πλήρη υπεράσπισή του μπροστά στις κάμερες που ήταν και αυτή που τελικώς κυριάρχησε στην ειδησεογραφία.
«Βλέπουμε την απόλυτη 'επιστροφή'», σχολιάζει στους New York Times η Μέγκαν Ο’Σάλιβαν, ειδική σε θέματα ενέργειας και πρώην αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπους, η οποία σήμερα διευθύνει το Belfer Center στο Χάρβαρντ. «Ο Μπιν Σαλμάν έχει καταστήσει τη Σαουδική Αραβία πιο σχετική με τα αμερικανικά συμφέροντα από ποτέ», αναφέρει η ίδια προσθέτοντας ότι «ευθυγραμμίζει μία επιθετική στρατηγική τεχνολογίας με μία πετρελαϊκή πολιτική που συμβάλλει στη διατήρηση χαμηλών τιμών», ενώ παράλληλα χειρίστηκε με δεξιοτεχνία το «χαρτί» της Κίνας, υπονοώντας πως εάν η Ουάσινγκτον διστάζει, το Πεκίνο είναι πρόθυμο να καλύψει οποιοδήποτε κενό σε τεχνολογία.
