Πρόσφατα, η παγκόσμια αγορά κλυδωνίστηκε από μια απροσδόκητη ανακοίνωση που προήλθε από τον πυρήνα της αμερικανικής εξουσίας. Ο Λευκός Οίκος δεν επικοινώνησε απλώς ένα σχέδιο, έριξε ένα βαρύ πολιτικό βάρος πάνω στην ήδη εύθραυστη διεθνή ισορροπία. Αυτό που ακολούθησε δεν ήταν μόνο αναστάτωση ή αβεβαιότητα. Ήταν ένα σαφές μήνυμα ότι οι ΗΠΑ, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, περνούν στην επίθεση – σε όλα τα επίπεδα, με πρώτο στόχο την Κίνα.
Ο Τραμπ δεν είναι πολιτικός καριέρας, ούτε ποτέ προσποιήθηκε πως είναι. Βασίζεται στην επιχειρηματική του φύση, βλέπει τον κόσμο σαν έναν διαρκή διαγωνισμό συμφερόντων και τακτικής. Και στο σκάκι του παγκόσμιου εμπορίου, διάλεξε να παίξει σκληρά, ξεκινώντας μια οικονομική αντιπαράθεση που στα χαρτιά έμοιαζε αυτοκαταστροφική, αλλά στο μυαλό του είχε στρατηγική λογική.
Περίπου σαράντα ημέρες μετά την έναρξη των αμερικανικών μέτρων απέναντι στο Πεκίνο, το σκηνικό είχε ήδη αλλάξει. Η Κίνα δεν μπορούσε πια να αγνοήσει τον αντίπαλό της. Ο Τραμπ είχε πετύχει να έρθουν σε ανοιχτή διαπραγμάτευση. Αυτό που ο ίδιος θεωρούσε «ανάγκη να ανοίξει λογαριασμούς» με τον μεγαλύτερο εμπορικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ, έγινε πραγματικότητα, ακόμα κι αν το κόστος ήταν υψηλό και για τις δύο πλευρές.
Παρότι δεν διαθέτει τη φινέτσα ενός διπλωμάτη, ο Τραμπ κατάφερε με τους δασμούς και τις στοχευμένες του δηλώσεις να μετατοπίσει το επίκεντρο των διεθνών συνομιλιών. Η Ελβετία έγινε το νέο κέντρο επιχειρήσεων. Εκεί συγκεντρώθηκαν οι δύο αντιπροσωπείες για να χαράξουν την αρχιτεκτονική μιας πιθανής συμφωνίας. Η Ουάσιγκτον, καλά ενημερωμένη πλέον για το ποιον και την προσέγγιση των Κινέζων απεσταλμένων, είχε στείλει μια ομάδα όχι μόνο έμπειρων τεχνοκρατών αλλά και διακριτικών διαπραγματευτών.
Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι η ασυνήθιστη σιωπή του Αμερικανού Προέδρου. Δεν αποκάλυψε τίποτα για τις συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν, παρά την γνωστή του τάση να δημοσιοποιεί τα πάντα. Μόνο μία προαναγγελία για συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο τον «πρόδωσε» μερικές ημέρες νωρίτερα.
Είναι φανερό πως αντιλαμβάνεται το μέγεθος του εγχειρήματος. Αν η συνεργασία με την Κίνα φέρει απτά αποτελέσματα, δεν θα χάσει την ευκαιρία να το παρουσιάσει με την απαραίτητη λάμψη, πλάι στον Κινέζο Πρόεδρο. Αν όχι, και πάλι θα επενδύσει επικοινωνιακά στο γεγονός πως κατάφερε να φτάσει σε μια ιστορική πρωτοβουλία: να φέρει το Πεκίνο σε ένα τραπέζι συζητήσεων με όρους των ΗΠΑ.
Η διπλωματική νίκη –έστω κι αν δεν υπάρχει ακόμα σαφής κατάληξη– είναι ουσιαστική. Δύο αντίπαλες υπερδυνάμεις βρίσκονται, επιτέλους, σε τροχιά ουσιαστικής συνεννόησης. Αυτό, για την αμερικανική πλευρά, συνιστά ήδη επιτυχία με γεωπολιτική βαρύτητα. Κανείς δεν μπορεί πλέον να αγνοήσει τον ρόλο του Τραμπ στο νέο εμπορικό τοπίο που διαμορφώνεται.
Ίσως να μην κατάφερε να αλλάξει τη ροή της ιστορίας στη Μέση Ανατολή ή να βάλει τέλος στη σύγκρουση της Ουκρανίας, όμως τώρα δείχνει ικανός να κάνει κάτι που ελάχιστοι θεωρούσαν εφικτό: να «ξεκλειδώσει» τη σινοαμερικανική σχέση με τρόπο που θα αφήσει αποτύπωμα στην παγκόσμια οικονομική πολιτική για χρόνια.