tagesschau: Αναγκαία μία απαγόρευση της AfD
AP Photo
AP Photo
DW

tagesschau: Αναγκαία μία απαγόρευση της AfD

Το ενδιαφέρον του γερμανικού Τύπου παραμένει στραμμένο στη νέα αξιολόγηση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για την Προστασία του Συντάγματος (ΥΠΣ) για το ακροδεξιό κόμμα AfD αλλά και στο κατά πόσο θα ήταν θεμιτή η απαγόρευση αυτού.

«Το γεγονός ότι η ΥΠΣ αξιολόγησε την AfD ως ''μετά βεβαιότητας δεξιό εξτρεμιστικό κόμμα'' δεν έχει άμεση σχέση με το ενδεχόμενο απαγόρευσης του κόμματος. Μόνο το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης μπορεί να απαγορεύσει ένα κόμμα – και αυτό έπειτα από μία χρονοβόρα διαδικασία», υπενθυμίζει η tagesschau, σύμφωνα με όσα αναφέρει η DW.

«Από την άλλη πλευρά όμως η έκθεση 1.100 σελίδων της ΥΠΣ παρουσιάζει επίσης κάτι το οποίο θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε μία διαδικασία απαγόρευσης εναντίον της AfD. Ένα κόμμα μπορεί να απαγορευτεί, όταν επιδιώκει στόχους που αντίκεινται στο Σύνταγμα, όταν το κάνει αυτό με μαχητικό ή επιθετικό τρόπο και όταν είναι πολιτικά επικίνδυνο – δηλαδή όταν σημειώνει επιτυχία στις εκλογές. Και τώρα η ΥΠΣ έχει επιβεβαιώσει πως ορισμένοι από τους στόχους της AfD, πράγματι, αντιτίθενται στο γερμανικό σύνταγμα.

(…) Η εξοργισμένη AfD κάνει λόγο για εξέλιξη που αποτελεί ''απειλή για τη Δημοκρατία''. Και πολλοί αναρωτιούνται, πράγματι, εάν μπορεί να απαγορευτεί ένα κόμμα που αυτήν την περίοδο απολαμβάνει τόσο μεγάλης στήριξης. Από τη σκοπιά του συνταγματικού δικαίου ωστόσο, το ερώτημα αυτό δεν σχετίζεται με τον πυρήνα του τι ακριβώς σημαίνει η απαγόρευση ενός κόμματος σε μία Δημοκρατία.

Λίγο πριν την αλλαγή του έτους, 17 συνταγματολόγοι το εξήγησαν εκ νέου σε μία γνωμοδότηση για την Μπούντεσταγκ: Μία απαγόρευση της AfD δεν μπορεί και δεν πρέπει να απαγορεύει και το να έχει κανείς μία συγκεκριμένη άποψη».

Εξάλλου, ακόμη και κεντρώοι πολίτες υιοθετούν ενίοτε ακροδεξιές απόψεις «και μία απαγόρευση της AfD δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Αυτό που μπορεί να κάνει όμως είναι το να προστατεύσει τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της». Επειδή στην περίπτωση της AfD «οι άμεσες επιθέσεις εναντίον της Δημοκρατίας και των κανόνων της συχνά δεν βρίσκονται πλέον μόνο στα πλαίσια της θεωρίας, αλλά γίνονται και πολιτική πρακτική», συνεχίζει η tagesschau.

«Σε μία εποχή που οι συμμαχίες μεταξύ δεξιών εξτρεμιστικών δισεκατομμυριούχων των media και των κομμάτων όπως η AfD θέλουν να υπονομεύσουν τη Δημοκρατία, μία απαγόρευση της AfD είναι αναγκαία την παρούσα στιγμή», καταλήγει το γερμανικό μέσο.

«Περίπλοκη» υπόθεση η απαγόρευση του κόμματος

Όσον αφορά ενδεχόμενη απαγόρευση της AfD, «τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα όταν δεν εξετάζονται πολιτικά κριτήρια, αλλά νομικά», παρατηρεί από την πλευρά της η Süddeutsche Zeitung.

Κατά την εφημερίδα του Μονάχου «η υπουργός Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ κάνει χάρη στην AfD με το να δημοσιεύει απλώς τη νέα αξιολόγηση της ΥΠΣ για το κόμμα και όχι την ίδια την έκθεση της Υπηρεσίας. Έτσι, ο πρόεδρος της παράταξης, Τίνο Κρουπάλα, μπορεί εύκολα με την πολεμική ρητορική του να επικοινωνήσει σε μέρος της κοινής γνώμης πως το κράτος δικαίου στη Γερμανία είναι προβληματικό, επειδή δεν μπορεί κανείς να αμυνθεί απέναντι σε μία αξιολόγηση, διότι δεν γνωρίζει καν τις συγκεκριμένες κατηγορίες σε βάρος του».

Πάντως, η αξιολόγηση της AfD ως ακροδεξιό κόμμα μπορεί να οδηγήσει «στο να δημιουργείται αμφιβολία για το κατά πόσο κάποιος που είναι μέλος της παράταξης συντάσσεται πράγματι με την ελεύθερη, δημοκρατική τάξη. Και αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα σε ανθρώπους που εργάζονται σε κρατικές υπηρεσίες.

Οι υπάλληλοι πρέπει βάσει της νομοθεσίας να υπερασπίζονται τη δημοκρατική τάξη ''ανά πάσα στιγμή'', ακόμη και εκτός υπηρεσίας. Αναφορικά με τους υπαλλήλους, ιδίως αυτούς που δεν εργάζονται στον κλάδο της εκπαίδευσης, αλλά σε άλλους κλάδους, είναι αρκετό για τη δικαιοσύνη το να μην αντιτίθενται ενεργά στη δημοκρατία».

Αυτό βέβαια δεν βοηθάει και πολύ, γράφει τέλος η SZ: Επειδή «κανείς δεν υποχρεούται να αποκαλύψει σε ποιο κόμμα είναι μέλος, ούτε βέβαια και τι ψηφίζει».

HB: Ας περιμένουμε πρώτα να δούμε τι μπορεί να κάνει η νέα κυβέρνηση

Η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt εστιάζει από την πλευρά της στην κριτική που ασκείται στη νέα γερμανική κυβέρνηση, παρ' ότι εκείνη δεν έχει ακόμη αναλάβει καν τα καθήκοντά της.

«Εάν το μόνο πράγμα που έχει σημασία στον κόσμο ήταν οι αναρτήσεις που μπορεί κανείς να διαβάσει στο X, τότε η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα είχε αποτύχει, προτού καν ξεκινήσει τις εργασίες της.»

«Όποιος είναι καλός στην οικονομική διαχείριση δεν σημαίνει πως είναι και καλός πολιτικός», γράφει ο ένας, ένας άλλος προειδοποιεί για μία πολιτική πελατειακών σχέσεων για παλιούς εργοδότες, ενώ ένας τρίτος κάνει λόγο για μία απομίμηση της κυβέρνησης Ντόναλντ Τραμπ. Και αυτά ήταν τα πιο μετριοπαθή, τα πιο έξυπνα σχόλια.

Στο επίκεντρο της κριτικής βρίσκεται η απόφαση του Φρίντριχ Μερτς να επιλέξει διάφορους managers για το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως την Κατερίνα Ράιχε ως υπουργό Οικονομίας, τον Κάρστεν Βίλντμπεργκερ ως υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής και τον επιχειρηματία των μέσων ενημέρωσης Βόλφραμ Βάιμερ ως υφυπουργό Πολιτισμού.

«Αναμφίβολα η δουλειά των παρατηρητών είναι να εξετάζουν με τρόπο κριτικό τα πολιτικά πρόσωπα», γράφει η Handelsblatt. Ωστόσο, συνεχίζει το μέσο, η άσκηση αυστηρής κριτικής εκ προοιμίου «δεν δίνει τη δυνατότητα στους μελλοντικούς πολιτικούς παίκτες να αποδείξουν τις ικανότητές τους στο αξίωμα που θα αναλάβουν, χωρίς να αντιμετωπίζονται από την κοινή γνώμη με κάποια προκατάληψη.

Βέβαια, για αυτό ευθύνονται εν μέρει και οι ίδιοι οι πολιτικοί, όταν για παράδειγμα ανακοινώνουν όλα όσα σχεδιάζουν να κάνουν, χωρίς όμως να ξέρουν τι θα μπορέσουν εν τέλει να υλοποιήσουν, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουν ακόμη τα όρια του αξιώματός τους – όπως για παράδειγμα όταν ο μελλοντικός υπουργός Εσωτερικών Αλεξάντερ Ντόμπριντ λέει πως θα υπάρχουν αυστηρότεροι συνοριακοί έλεγχοι και θα λαμβάνονται άμεσες αποφάσεις, χωρίς όμως να λέει οποιαδήποτε παραπάνω σχετική λεπτομέρεια».