Στο Λος Άντζελες «γράφεται» η επόμενη μέρα της Αμερικής του Τραμπ
AP Photo/Eric Thayer
AP Photo/Eric Thayer

Στο Λος Άντζελες «γράφεται» η επόμενη μέρα της Αμερικής του Τραμπ

Ο Ντόναλντ Τραμπ, «εμπρηστής» κατά συρροή με λόγια και πράξεις, δεν διαχειρίζεται μια κρίση· την πυροδοτεί. Η ανάπτυξη της Εθνοφρουράς στο Λος Άντζελες, και όχι οι ταραχές λόγω της πολιτικής απελάσεων, είναι η πραγματική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που βιώνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Και στον πυρήνα της βρίσκονται τα όρια της προεδρικής εξουσίας και η ίδια η δημοκρατική ταυτότητα της Αμερικής. 

Παρακάμπτοντας τις πολιτειακές αρχές, ο Ντόναλντ Τραμπ φθάνει να μετατρέπει το στράτευμα σε εργαλείο επίδειξης ισχύος και «όχημα» αντιπερισπασμού με φόντο την ανοιχτή ρήξη με τον Ίλον Μασκ, την κατάσταση της οικονομίας και τις διπλωματικές επιτυχίες που είχε προαναγγείλει και δεν έρχονται. 

Πρωτίστως, όμως, βαδίζει όλο και περισσότερο σε επικίνδυνα μονοπάτια αυταρχισμού, επενδύοντας στον τοξικό διχασμό και την ακραία πόλωση που διαβρώνουν την αμερικανική κοινωνία -κλίμα που ο ίδιος συστηματικά υποδαυλίζει- για να ενισχύσει την προσωπική του ισχύ. Η σύγκρουσή του με την πολιτεία της Καλιφόρνιας, η οποία προσφεύγει νομικά ενάντια στη μονομερή ανάπτυξη της Εθνοφρουράς, αποτυπώνει το βάθος της εσωτερικής κρίσης εν μέσω ευρύτερης αποδόμησης των θεσμικών αντίβαρων. 

Έχοντας εγκαινιάσει την «εποχή του χάους» με τακτικές σοκ και δέους και οδηγό τη λογική της ισχύος, εντός κι εκτός συνόρων, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει υπογράψει μια ομοβροντία διαταγμάτων που όχι μόνο υπερβαίνουν τα όρια της συνταγματικότητας, αλλά και υπονομεύουν ανοιχτά τους θεσμούς και το ρόλο του Κογκρέσου, ενώ εσχάτως «άγγιξε» και την αυτονομία των Πανεπιστημίων με απόπειρες πολιτικής και ιδεολογικής επιβολής. Στην Αμερική μαίνεται μία πρωτοφανής στα χρονικά σύγκρουση μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, η οποία εκτείνεται σχεδόν σε όλο το φάσμα των θεσμών και της λειτουργίας του ομοσπονδιακού κράτους.

Παρουσιάζοντας εντός του Σαββατοκύριακου τις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν σαν να βρίσκονται στο χείλος πολέμου και διακηρύσσοντας ότι θα «απελευθερώσει το Λος Άντζελες από τις ορδές των μεταναστών», ο Ντόναλντ Τραμπ αγνόησε επιδεικτικά τη σφοδρή αντίδραση του κυβερνήτη της Καλιφόρνιας Γκάβιν Νιούσομ -εκ των πλέον προβεβλημένων στελεχών των Δημοκρατικών και σε τροχιά διεκδίκησης του χρίσματος για τις προεδρικές κάλπες του 2028- για να διατάξει την ανάπτυξη 2.000 ανδρών της Εθνοφρουράς στο όνομα της αποκατάστασης του «νόμου και της τάξης».

Έως χθες ο Ντόναλντ Τραμπ είχε φθάσει να δηλώνει ότι αν δεν είχε παρέμβει ο ίδιος, το Λος Άντζελες θα είχε «αφανιστεί», καθώς και να απειλεί με σύλληψη τον κυβερνήτη της πολυπληθέστερης πολιτείας της χώρας.

Παρά τις αιτιάσεις της κυβέρνησης και το μπαράζ αναρτήσεων Τραμπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι οι βίαιες ταραχές μετά τις συλλήψεις μεταναστών στο Λος Άντζελες ξέφευγαν από τον έλεγχο ή ότι οι τοπικές αρχές δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.

Ενόσω ο Τραμπ εγκαλούσε τον Γκάβιν Νιούσομ για «ανικανότητα», ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας χαρακτήριζε «σκόπιμα προκλητική» την κίνηση του Αμερικανού προέδρου και προειδοποιούσε ότι θα επιφέρει κλιμάκωση της έντασης - όπως και συνέβη. Αμφότεροι ο Νιούσομ και η δήμαρχος του Λος Άντζελες, Κάρεν Μπας, υπογράμμιζαν πως οι αρχές της πολιτείας διαθέτουν επαρκή μηχανισμό αστυνόμευσης και πως δεν υφίσταται ανάγκη για ομοσπονδιακή παρέμβαση. Μέσα στο κλίμα σύγχυσης, ο Τραμπ συνέχιζε τις «πολεμικές» αναρτήσεις, φτάνοντας στο σημείο να επαινεί την Εθνοφρουρά για την «εξαιρετική δουλειά της» - πριν καν φτάσουν οι πρώτοι στρατιώτες στο Λος Άντζελες.

Καταλήγοντας να κινηθεί νομικά κατά της κυβέρνησης, ο Γκάβιν Νιούσομ κατήγγειλε τον Αμερικανό πρόεδρο ότι «κατασκευάζει μια κρίση» και αυτό θα πλήξει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. «Η επιστράτευση της Εθνοφρουράς μίας πολιτείας χωρίς να συμβουλευτείς τον κυβερνήτη αυτής της πολιτείας είναι παράνομη και ανήθικη», υπογράμμισε, ενώ χαρακτήρισε «παρανοϊκές» τις δηλώσεις που είχαν φθάσει, εν τω μεταξύ, από τον υπουργό Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, περί ανάπτυξης ακόμη και δύναμης πεζοναυτών. 

Δεν είναι ότι δεν είχε προϊδεάσει ο Ντόναλντ Τραμπ πως προτίθετο να «οικειοποιηθεί» την Εθνοφρουρά - καταφατικά απαντούσε κάθε φορά που τον ρωτούσαν εάν μπορεί να κινηθεί ανάλογα προς επιβολή της μεταναστευτικής πολιτικής του για να χτίσει την «καθαρή Αμερική». Η κλίμακα των επεισοδίων με τους ισπανόφωνους που είχαν σημειωθεί πριν δώσει την εντολή κατά κανένα τρόπο δεν στοιχειοθετούσε την ανάπτυξη του στρατού, όμως οι διασταλτικές έως ανεδαφικές ερμηνείες που προσδίδει η παρούσα κυβέρνηση σε νόμους, άρθρα και τροπολογίες του Συντάγματος, καθώς και η παράκαμψη δικαστικών αποφάσεων που αφορούν κυρίως το μεταναστευτικό, έχουν καταστεί σχεδόν καταστεί πάγια πρακτική. 

Είναι η πρώτη φορά από την Πορεία της Σέλμα το 1965, επί προεδρίας Λίντον Τζόνσον, που ο Λευκός Οίκος ομοσπονδιοποιεί την Εθνοφρουρά, δίχως να έχει προϋπάρξει σχετικό αίτημα των πολιτειακών αρχών. Ανάλογη εξουσία είχε ασκήσει το 1992 ο Τζορτζ Μπους για την καταστολή των ταραχών που είχαν ξεσπάσει στο Λος Άντζελες μετά την αθώωση τεσσάρων λευκών αστυνομικών για τον ξυλοδαρμό του Αφροαμερικανικού Ρόντνι Κινγκ. Δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν, χιλιάδες τραυματίστηκαν και χιλιάδες συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των πολυήμερων ταραχών στο Λος Άντζελες. Οι υλικές ζημιές ξεπέρασαν το 1 δισ. δολάρια σε μία από τις χειρότερες στιγμές πολιτικής αναταραχής στην ιστορία των ΗΠΑ. Η εντολή Μπους για την ανάπτυξη της Εθνοφρουράς δόθηκε έπειτα από αίτημα του τότε, επίσης Ρεπουμπλικανού, κυβερνήτη της Καλιφόρνιας Πιτ Γουίλσον.

Οι ενέργειες της κυβέρνησης Τραμπ ερμηνεύονται ευρέως ως στρατηγικός πολιτικός ελιγμός, με σκοπό την επίδειξη δύναμης και την αποστολή σαφούς προειδοποίησης στις «μπλε» πολιτείες που αντιδρούν σθεναρά στις πολιτικές απελάσεων. Ο ίδιος ο Τραμπ φαίνεται να υπερβαίνει το άμεσο γεγονός, προαναγγέλλοντας μια «στρατιωτικοποιημένη» αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος, όπως δεσμεύτηκε στην προεκλογική του εκστρατεία για το 2024. Σε κάθε περίπτωση, τη δεδομένη χρονική στιγμή η σύγκρουση και η αλλαγή ατζέντας εξυπηρετεί τον Τραμπ. Το μεταναστευτικό υπήρξε άλλωστε ανέκαθεν «σημαία» του Αμερικανού προέδρου και τον έφερε όχι μία αλλά δύο φορές στον Λευκό Οίκο - και ως προς αυτό μεγάλο μερίδιο ευθυνών βαραίνει τη διακυβέρνηση των Δημοκρατικών, που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί αποτελεσματικά το ζήτημα, αφήνοντας ορθάνοιχτο το πεδίο στον Τραμπ.

Θέτοντας υπό τις εντολές του την Εθνοφρουρά, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν επικαλέστηκε επίσημα τον Νόμο περί Εξέγερσης (Insurrection Act), ο οποίος επιτρέπει την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας για την απόκρουση εξέγερσης ή στάσης κατά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Δήλωσε όμως ότι διατηρεί την επιλογή ανοιχτή, αν αυτό απαιτηθεί για «την αποκατάσταση της τάξης». Η κίνηση Τραμπ έχει εγείρει σοβαρά νομικά και συνταγματικά ζητήματα. Ο Νόμος Posse Comitatus απαγορεύει τη συμμετοχή ομοσπονδιακών στρατιωτικών δυνάμεων στην τήρηση της δημόσιας τάξης, εκτός αν υπάρχει ρητή εξουσιοδότηση του Κογκρέσου. Νομικοί και συνταγματολόγοι επισημαίνουν ότι η χρήση της Εθνοφρουράς χωρίς επίκληση του Insurrection Act συνιστά παραβίαση του νόμου, ο οποίος αφορά υπαρξιακού χαρακτήρα απειλές για το πολίτευμα.

Το πιο κοντινό σημείο που έφτασαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο να απειληθεί ευθέως το δημοκρατικό τους πολίτευμα είχε τη σφραγίδα του ίδιου του Τραμπ και ήταν η 6η Ιανουαρίου του 2021 όταν η εισβολή στο Καπιτώλιο διέλυσε την ιερή, έως τότε αδιατάρακτη, παράδοση της ειρηνικής μεταβίβασης της εξουσίας.

Οι ασύλληπτες σκηνές που εκτυλίχθηκαν την ημέρα εκείνη ήταν απόπειρα πραξικοπήματος που υποδαύλισε ο σημερινός πρόεδρος. Όσοι περικύκλωσαν και τελικά εισέβαλαν στο Καπιτώλιο -ανάμεσά τους οι ακροδεξιοί Proud Boys που σήμερα έχουν αποφυλακιστεί και ζητούν και αποζημιώσεις- είχαν ακούσει λίγες ώρες νωρίτερα την «πύρινη» ομιλία του τότε και νυν προέδρου. «Πολεμήστε σαν διάβολοι γιατί δεν θα έχετε πια χώρα» έλεγε παροτρύνοντας τους υποστηρικτές του να «κατέβουν» τη λεωφόρο Πενσιλβάνια προς το Καπιτώλιο γιατί «του είχαν κλέψει τη νίκη».

Στις 6 Ιανουαρίου 2021 πέρασαν σχεδόν τέσσερις εφιαλτικές ώρες από τις πρώτες επείγουσες κλήσεις έως ότου δοθεί τελικά η εντολή για να σταλεί η Εθνοφρουρά στο Καπιτώλιο.