Το shutdown ως πολιτικό στοίχημα των Δημοκρατικών - και ρίσκο για τη χώρα
AP Photo/Mariam Zuhaib
AP Photo/Mariam Zuhaib
ΗΠΑ

Το shutdown ως πολιτικό στοίχημα των Δημοκρατικών - και ρίσκο για τη χώρα

Δημοσιονομικής παράλυσης συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση μερικώς «κλειστή» εδώ και 39 ημέρες. Παρά τις επανειλημμένες ψηφοφορίες στη Γερουσία και τις πιέσεις από τον Λευκό Οίκο, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί εξακολουθούν να μην βρίσκουν κοινό έδαφος για τη χρηματοδότηση, ενώ οι επιπτώσεις του μακροβιότερου shutdown της Αμερικής αγγίζουν πλέον κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής: χιλιάδες πτήσεις επηρεάζονται, εκατοντάδες χιλιάδες ομοσπονδιακοί υπάλληλοι εργάζονται χωρίς μισθό ή παραμένουν σε αναγκαστική άδεια και ζωτικής σημασίας κοινωνικά προγράμματα, περιλαμβανομένης της διάθεσης των κουπονιών τροφίμων, έχουν «παγώσει» επηρεάζοντας τους πλέον ευάλωτους.

Από την 1η Οκτωβρίου, την έναρξη του νέου οικονομικού έτους, η αδυναμία συνεννόησης των δύο κομμάτων έχει εξελιχθεί σε πρωτοφανή δοκιμασία για τη λειτουργία του κράτους. Η σύγκρουση αφορά, ουσιαστικά, το πώς θα διαμορφωθούν οι δημόσιες δαπάνες για το υπόλοιπο του έτους. Οι Δημοκρατικοί, ενισχυμένοι και μετά τις νίκες που τους απέφεραν οι ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο, επιμένουν σε ρήτρες που κατοχυρώνουν την παράταση των επιδοτήσεων στην Υγεία και την κοινωνική πρόνοια για εκατομμύρια ασφαλισμένους στο πλαίσιο του Affordable Care Act (ACA). Οι Ρεπουμπλικανοί ζητούν «καθαρή» προσωρινή χρηματοδότηση ώστε να επανεκκινήσει η κυβέρνηση και να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις αργότερα. 

Στην πράξη, η αντιπαράθεση έχει ξεπεράσει τη δημοσιονομική προσαρμογή και έχει μετατραπεί σε σύγκρουση πολιτικής ταυτότητας και ισχύος, με τους Δημοκρατικούς να αναλαμβάνουν ένα πολιτικό στοίχημα υψηλού ρίσκου.

Οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία εντείνονται. Το ανεξάρτητο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) εκτιμά ότι το ομοσπονδιακό shutdown θα μπορούσε να κοστίσει στην αμερικανική οικονομία από 7 έως 14 δισ. δολάρια. Το υπουργείο Οικονομικών προειδοποιεί για καθυστερήσεις και αποδιοργάνωση στις ομοσπονδιακές πληρωμές προς προμηθευτές και εργολάβους. Βασικοί τομείς, όπως η δημόσια Υγεία και πλέον και οι αερομεταφορές, λειτουργούν υπό περιορισμούς και με μειωμένες δυνατότητες.

Το shutdown «χτύπησε» χθες και τις αεροπορικές μετακινήσεις κατόπιν της εντολής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Αεροπορίας (FAA) για περιορισμό της εναέριας κυκλοφορίας κατά 4% σε 40 μεγάλα αεροδρόμια ανά τη χώρα -περιλαμβανομένων Νέας Υόρκης, Σικάγο και Λος Άντζελες- προκειμένου να διατηρηθεί το σύστημα ασφαλές με λιγότερο διαθέσιμο προσωπικό. Το ποσοστό θα ανέβει σταδιακά το 10% έως την επόμενη Παρασκευή αν δεν έχει επέλθει εν τω μεταξύ συμφωνία στο Κογκρέσο. Οι διεθνείς συνδέσεις δεν επηρεάζονται, ωστόσο δημιουργείται σύγχυση με τις ακυρώσεις εκατοντάδων εσωτερικών πτήσεων παρότι έως χθες η κυκλοφορία δεν είχε διαταραχθεί σε σοβαρό βαθμό.

Στο Καπιτώλιο, ο σκληρός πυρήνας της σύγκρουσης είναι η Υγεία: Η επιμονή των Δημοκρατικών για νομικά δεσμευτική παράταση των επιδοτήσεων του ACA εμποδίζει την άρση του shutdown. Αν και η θέση τους αντλεί νομιμοποίηση από προστασία εκατομμυρίων ασφαλισμένων, η σύνδεση αυτής της διεκδίκησης με την επανεκκίνηση της λειτουργίας της κυβέρνησης συνεπάγεται πρακτικά την παράταση του shutdown. Απαιτούνται 60 ψήφοι στη Γερουσία για κάθε ουσιώδες βήμα, άρα δικομματική συμφωνία. Η κατάργηση του κανόνα των 60 ψήφων δεν βρίσκει στήριξη στην ηγεσία των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία, οπότε ο μόνος δρόμος παραμένει ο συμβιβασμός. 

Στις τάξεις των Δημοκρατικών, η προοδευτική πτέρυγα πιέζει για «μη υποχώρηση χωρίς εγγυήσεις». Ο Μπέρνι Σάντερς μιλά δημοσίως για ανάγκη «σταθερότητας στις αξίες» και για ρητές δεσμεύσεις για τις επιδοτήσεις για την Υγεία που καθιερώθηκαν επί προεδρίας Ομπάμα. Ο νεοεκλεγείς δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Ζόραν Μαμντάνι, ζητά πιο επιθετική στάση απέναντι στον Λευκό Οίκο, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται πολιτικό κόστος. Αυτή η δυναμική ενισχύει την εσωκομματική επιρροή της αριστερής πτέρυγας, αλλά δυσκολεύει τη συγκρότηση δικομματικής πλειοψηφίας και έχει οδηγήσει πολλούς παρατηρητές να θεωρούν ότι το κόμμα κινδυνεύει να εμφανιστεί περισσότερο ως μέρος του προβλήματος παρά της λύσης.

Στο ρεπουμπλικανικό «στρατόπεδο», ο Ντόναλντ Τραμπ έχει παραδεχτεί σε κλειστή συνάντηση με γερουσιαστές ότι το παρατεταμένο shutdown έχει πολιτικό κόστος για τους Ρεπουμπλικανούς, ειδικά μετά τις πρόσφατες εκλογικές απώλειες, στέλνοντας πιθανώς σήμα ότι προτίθεται να εμπλακεί προσωπικά στις διαπραγματεύσεις σε αναζήτηση συμβιβαστικής φόρμουλας.

Η κοινή γνώμη απορρίπτει ευρέως τη χρήση του «λουκέτου» ως διαπραγματευτικής τακτικής. Σε δημοσκοπήσεις που είχαν δημοσιευτεί πριν ξεκινήσει το shutdown, σχεδόν δύο στους τρεις Αμερικανοί -περιλαμβανομένων πολλών ψηφοφόρων των Δημοκρατικών- εξέφραζαν αυτή τη θέση, ενώ σε ακόλουθες μετρήσεις καταγράφεται μοιρασμένη εικόνα ως προς την απόδοση ευθύνης, με ένα σημαντικό τμήμα να κατηγορεί και τις δύο πλευρές. Πάντως, όσο οι μέρες περνούν και παρά το γεγονός ότι οι Ρεπουμπλικανοί φέρουν θεσμικά το βάρος της διακυβέρνησης, η γραμμή της μη υποχώρησης εμφανίζεται να έχει γίνει για τους Δημοκρατικούς το ίδιο πρόβλημα που κατηγορούσαν επί χρόνια τους πολιτικούς αντιπάλους τους πως συντηρούν.

Όπως επισημαίνουν αμερικανικά μέσα, η παράταση του shutdown έχει μετατραπεί σε δοκιμασία ισχύος μεταξύ δύο κομμάτων. Οι Ρεπουμπλικανοί κατηγορούν τους Δημοκρατικούς ότι θυσιάζουν τη λειτουργία της κυβέρνησης στον βωμό της πειθαρχίας και θέτουν «εκβιαστικούς» όρους. Οι Δημοκρατικοί απαντούν ότι υπερασπίζονται την πρόσβαση στην Υγεία και τις κοινωνικές παροχές. Ανάμεσα στις δύο αφηγήσεις, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και πολίτες που περιμένουν να πληρωθούν, να ταξιδέψουν, να ζήσουν μια κανονική εβδομάδα. 

Το shutdown του 2025 δεν εκλαμβάνεται ως μια «απλή» γραφειοκρατική δυσλειτουργία· αποτελεί, κατά πολλούς αναλυτές, σύμπτωμα ενός βαθύτερου πολιτικού ρήγματος που διαπερνά την αμερικανική Δημοκρατία. Οι Δημοκρατικοί, επιχειρώντας να «δέσουν» εγγυήσεις για την υγειονομική κάλυψη με το «άνοιγμα» του κράτους, μπορεί να εμφανίζονται συνεπείς προς το ιδεολογικό τους ακροατήριο, αλλά η στάση αυτή περιπλέκει τη συλλογή των αναγκαίων ψήφων για τον τερματισμό του αδιεξόδου. Κάθε πρόσθετος όρος ανεβάζει τον πήχη της συναίνεσης, ιδίως όταν οι Ρεπουμπλικανοί έχουν πολιτικό κίνητρο να εμφανιστούν ανυποχώρητοι απέναντι σε όρους που θεωρούν υπερβολικά δαπανηρούς ή άσχετους με την άμεση ανάγκη επαναλειτουργίας της κυβέρνησης.