Μία περίοδο κυριαρχίας που ξεκίνησε το 1938 και διήρκεσε 87 ολόκληρα χρόνια ήλθε να τερματίσει η ιστορική ήττα των Σοσιαλδημοκρατών (SDP) στις κάλπες των δημοτικών εκλογών στην Κοπεγχάγη. Η «ρήξη» της πρωτεύουσας με το κύριο κεντροαριστερό κόμμα της χώρας δεν σηματοδοτεί μόνο το τέλος μιας ιστορικής «πολιτικής σχέσης», αλλά ανοίγει ένα νέο -και ιδιαίτερα αβέβαιο- κεφάλαιο συνολικά για το πολιτικό τοπίο της Δανίας.
Η απόρριψη της υποψήφιας δημάρχου Περνίλε Ρόσενκραντς-Τάιλ στς εκλογές της περασμένης Τρίτης, αντανακλά βαθύτερες αλλαγές τόσο στη σύνθεση του εκλογικού σώματος όσο και στην κατεύθυνση που λαμβάνει πλέον ο πολιτικός διάλογος στη Δανία. Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, οι αιτίες εντοπίζονται σε ένα σύμπλεγμα πολιτικών, κοινωνικών και δημογραφικών δυναμικών - όχι μόνο στην Κοπεγχάγη, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα.
Οι Σοσιαλδημοκράτες είδαν το ποσοστό τους στην Κοπεγχάγη να περιορίζεται στο 12,7%, καταγράφοντας απώλειες 4,5 μονάδων σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Η Κόκκινη-Πράσινη Συμμαχία (Enhedslisten, Λίστα Ενότητας) τους ξεπέρασε άνετα αποσπώντας ποσοστό άνω του 20%, ενώ και το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα σημείωσε άνοδο και άγγιξε το 18%, μετατοπίζοντας τους Σοσιαλδημοκράτες στην τρίτη θέση για πρώτη φορά στη σύγχρονη εκλογική ιστορία της πόλης. Σε εθνικό επίπεδο, το SDP της πρωθυπουργού Μέτε Φρεντέρικσεν -κυρίαρχη δύναμη στην πολιτική σκηνή και ο αρχιτέκτοντας του κράτους πρόνοιας- παρά την απώλεια της πρωτεύουσας διατήρησε τη θέση του ως το μεγαλύτερο κόμμα με 23,2%, αρκετά χαμηλότερα όμως από το 28,4% που είχε καταγράψει στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές.
Στην Κοπεγχάγη, η πτώση αυτή τροφοδοτήθηκε από μια σειρά αλληλένδετων παραγόντων.
Οι ραγδαίες δημογραφικές μεταβολές της τελευταίας δεκαετίας -με την άφιξη νεότερων και έντονα περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένων κατοίκων- ενίσχυσαν κόμματα που προτείνουν πιο φιλόδοξες πολιτικές για το κλίμα και τη στέγαση απ' ότι οι Σοσιαλδημοκράτες. Η Κόκκινη-Πράσινη Συμμαχία αξιοποίησε κεντρικά ζητήματα από την προσιτή κατοικία έως τις πράσινες μεταφορές, προβάλλοντας μία πρόταση πολύ πιο ελκυστική για τους ψηφοφόρους της νέας γενιάς. Αντίστοιχα, το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα (SF), γνωστό και ως «Πράσινη Αριστερά», ανέβασε τον πήχη με πιο ριζοσπαστικές προτάσεις, αφήνοντας την εκστρατεία της Περνίλε Ρόσενκραντς-Τάιλ να φαίνεται υποτονική σε ένα περιβάλλον όπου τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά 20% μέσα σε έναν χρόνο και η πολεμική για το «αστικό μοντέλο προσανατολισμένο στο αυτοκίνητο» έχει ενταθεί.
Παράλληλα, η επιλογή της Μέτε Φρεντέρικσεν το 2022 να συγκροτήσει μια ευρεία κεντρώα κυβέρνηση με τους κεντροδεξιούς Φιλελεύθερους και το κόμμα των Μετριοπαθών προκάλεσε ρωγμές στην ενότητα του κόμματος, αποξενώνοντας τμήμα των παραδοσιακών ψηφοφόρων των Σοσιαλδημοκρατών. Η συνεργασία αυτή -που στόχευε στη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος και την ομαλή λειτουργία της Βουλής, στη διαχείριση του αυξημένου κόστους διαβίωσης και σε μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρόνοιας- ερμηνεύτηκε από πολλούς στην Κοπεγχάγη ως μετατόπιση από τις βασικές αρχές της Σοσιαλδημοκρατίας.
Πάνω απ' όλα, η σκληρή γραμμή που υιοθέτησε η Φρεντέρικσεν στο μεταναστευτικό φαίνεται πως δεν απέδωσε τα αναμενόμενα πολιτικά οφέλη. Η πρωθυπουργός, μία από τις λιγοστές πλέον ηγετικές φυσιογνωμίες της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, έχει καταστήσει τη «σιδηρά πυγμή» στο μεταναστευτικό βασικό χαρακτηριστικό της δεύτερης θητείας της. Ωστόσο, η στρατηγική αυτή δεν αναχαίτισε τη φθορά στην πρωτεύουσα· αντιθέτως, σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, συνέβαλε στην αποξένωση τμημάτων ενός εκλογικού σώματος που μεταβάλλεται γρήγορα κοινωνικά και δημογραφικά. Στην Φρεντέρικσεν αποδίδεται ακριβώς ανεπαρκής προσαρμογή στις επιταχυνόμενες αλλαγές που συντελούνται στην Κοπεγχάγη.
Παράλληλα, η κόπωση των ψηφοφόρων φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Η μακρόχρονη κυριαρχία των Σοσιαλδημοκρατών δημιούργησε την αίσθηση -ακόμη και μεταξύ παραδοσιακών υποστηρικτών- ότι το κόμμα λειτουργούσε με μια περισσότερο γραφειοκρατική αντίληψη και με μειωμένη ικανότητα να ανταποκριθεί έγκαιρα στα προβλήματα και τις προκλήσεις. Καθώς η ταυτότητα της Κοπεγχάγης διαρκώς αλλάζει, η παραμονή των Σοσιαλδημοκρατών στο τιμόνι της πρωτεύουσας -ωσάν επρόκειτο για εγγενές δικαίωμα ή πεπρωμένο της πόλης- έμοιαζε όλο και λιγότερο αυτονόητη, προκαλώντας σκεπτικισμό σε κατοίκους που βιώνουν καθημερινά τις πιέσεις της στεγαστικής κρίσης και τις απαιτήσεις για πιο φιλόδοξες πράσινες πολιτικές.
Η ήττα στην Κοπεγχάγη δεν ήταν ένα μεμονωμένο «κρούσμα», αλλά εντάσσεται σε μία ευρύτερη αναδιάταξη στην πολιτική σκηνή της Δανίας. Το χάσμα μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών βαθαίνει, με τους ψηφοφόρους στις μεγάλες πόλεις να υιοθετούν μια ολοένα πιο φιλόδοξη προοδευτική ατζέντα -επενδύσεις για το κλίμα, επέκταση των υποδομών για ποδηλάτες και πεζούς, «πράσινες» θέσεις εργασίας, ριζικές λύσεις για την κάλυψη της στεγαστικής ανάγκης- ενώ στις μικρότερες πόλεις και στην ύπαιθρο οι προτεραιότητες παραμένουν η σταθεροποίηση του κόστους ζωής, η εργασιακή ασφάλεια και η σταδιακή ενίσχυση της κοινωνικής πρόνοιας.
Σε εθνικό επίπεδο, οι Σοσιαλδημοκράτες διατήρησαν την πρωτιά με λίγο πάνω από 23%, ωστόσο με απώλειες που άγγιξαν τις πέντε μονάδες· και το σημαντικότερο, υποχώρησαν τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα όσο και σε αγροτικούς δήμους - κάτι που δεν είχε καταγραφεί από τη μεγάλη διοικητική μεταρρύθμιση του 2007. Την ίδια στιγμή, οι Φιλελεύθεροι του Venstre κατέγραψαν κέρδη και αναδείχθηκαν το κόμμα με τους περισσότερους δημάρχους (39, πέντε περισσότερους από το 2021), ενώ οι Συντηρητικοί ενίσχυσαν την επιρροή τους σε εύπορες περιοχές. Η συνολική πολιτική σκηνή κατακερματίστηκε περαιτέρω: μικρότερα κόμματα παγίωσαν την παρουσία τους σε πανεπιστημιουπόλεις, ενώ ακροδεξιοί και τοπικιστικοί σχηματισμοί διατήρησαν ισχυρή βάση σε αγροτικές και υποβαθμισμένες βιομηχανικές περιοχές - και ειδικά οι ακροδεξιοί Δανοί Δημοκράτες, που ενισχύθηκαν στο 5,9%.
Οι τάσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν καθοριστικές. Ενώ οι μικρότερες πόλεις και οι αγροτικές περιοχές έδειξαν σχετική υποστήριξη στα παραδοσιακά κόμματα -ενίοτε ενισχύοντας και τους Σοσιαλδημοκράτες δημάρχους-, η Κοπεγχάγη, το Άαρχους και τμήματα του Όντενσε κατέγραψαν υψηλά ποσοστά για πολιτικές δυνάμεις με πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική μετατόπιση των προτεραιροτήτων των δημοτικών αρχών. Η συμμαχία που θα κυβερνήσει την Κοπεγχάγη είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιδιώξει, μεταξύ άλλων, πιο ριζοσπαστικούς περιβαλλοντικούς στόχους και διεύρυνση των επενδύσεων στην κοινωνική πρόνοια.
Αυτή η άνευ προηγουμένου ήττα στην Κοπεγχάγη δρομολογεί ήδη σημαντικές αλλαγές εντός των Σοσιαλδημοκρατών. Η πρωθυπουργός Μέτε Φρεντέρικσεν, η οποία παραδέχθηκε ότι αιφνιδιάστηκε από το μέγεθος των απωλειών και έχει μέχρι στιγμής αποκλείσει οποιοδήποτε ενδεχόμενο παραίτησης, αντιμετωπίζει πλέον πιέσεις τόσο από τα αριστερά, όσο και τα δεξιά της πολιτικής σκηνής, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα. Σε εθνικό επίπεδο, η αποδυνάμωση του κόμματος περιπλέκει τη θέση του εν όψει των βουλευτικών εκλογών που πρέπει να διεξαχθούν το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2026. Η απώλεια των αστικών προπυργίων καθιστά δυσκολότερη τη συγκρότηση ενός καθαρά κεντροαριστερού συνασπισμού και ενισχύει τα περιθώρια πολιτικών δυνάμεων που κινούνται από τους φιλελεύθερους έως τη ριζοσπαστική αριστερά.
