Οι πιθανότητες συγκατοίκησης Μακρόν-Μελανσόν
Γαλλικές εκλογές

Οι πιθανότητες συγκατοίκησης Μακρόν-Μελανσόν

Την επομένη της επανεκλογής του Εμανουέλ Μακρόν στα τέλη Απριλίου, οι βουλευτικές εκλογές φάνταζαν περίπατος για το στρατόπεδο του Προέδρου παρά τη ρητορική του Μελανσόν που είχε ξεκινήσει ήδη καμπάνια για πρωθυπουργός. 

Δύο ήταν τότε τα επικρατέστερα σενάρια για την έκβαση αυτής της νέας εκλογικής μάχης. Είτε ότι το κόμμα τους  θα είχε την απόλυτη πλειοψηφία (που ορίζεται σε 289 βουλευτές), η οποία θα επέτρεπε στην εκτελεστική εξουσία να εξασφαλίσει την ψήφιση των νόμων με «κλειστά μάτια», είτε ότι θα είχε σχετική πλειοψηφία, που θα το ανάγκαζε να βασιστεί στη στήριξη  των συμμάχων της στην κατακερματισμένη κεντροδεξιά ( MoDem,Horizons). Με κίνδυνο να χρειαστεί να κάνει υποχωρήσεις στους εκλεγμένους εκπροσώπους των κομμάτων του Φρανσουά Μπαϊρού και του Εντουάρ Φιλίπ.

Ενάμιση μήνα μετά, καθώς πλησιάζουν οι εκλογές της 12ης και 19ης Ιουνίου, το τοπίο έχει σκοτεινιάσει, όπως επισημαίνει η Le Monde. Αν και επικρατεί σχετική αισιοδοξία στο στρατόπεδο Μακρόν, δημιουργεί κάθε άλλο παρά ευφορία το γεγονός ότι στο προσκήνιο έχει μπει και το σενάριο, αν και πολύ μικρών πιθανοτήτων, της πολιτικής συγκατοίκησης Μακρόν-Μελανσόν. 

Οι προθέσεις ψήφου για τους υποψηφίους του αριστερού συνασπισμού Νέα Λαϊκή, Περιβαλλοντική και Κοινωνική Ένωση (NUPES) είναι 27,5% (με περιθώριο σφάλματος συν ή πλην 1,1 μονάδα, αύξηση 0,5 μονάδας σε σύγκριση με τα μέσα Μαΐου). Οι υποψήφιοι της πλειοψηφίας του προέδρου, η συμμαχία Ensemble! από την πλευρά τους, συγκεντρώνουν το 28% των προθέσεων ψήφου. Διαφορά δηλαδή μικρότερη της μονάδας...

«Είναι πολύ δύσκολο να κάνει κανείς προβλέψεις. Μιλάμε για υπολογισμό αριθμού εδρών. Πράγματι, με τις τελευταίες εκτιμήσεις βλέπουμε μια δυναμική που είναι με το μέρος των υποψηφίων του σχηματισμού NUPES του Μελανσόν, μια δυναμική που έρχεται από τις προεδρικές όπου η συμμετοχή λειτούργησε προς όφελος του Αριστερού υποψηφίου» σχολιάζει στο Liberal.gr η Κριστέλ Λαγκιέ, η οποία τονίζει και τον ρόλο που μπορεί να παίξει η αποχή. 

Με πρόβλεψη συμμετοχής μεταξύ 44% και 48%  η ψηφοφορία της 12ης Ιουνίου φαίνεται να οδεύει προς ένα ποσοστό αποχής ρεκόρ. Υπενθυμίζουμε ότι το 2017, η προσέλευση στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών ήταν 48,7%, ιστορικό χαμηλό. Το ενδιαφέρον για τις βουλευτικές μειώθηκε πρόσφατα κατά τέσσερις μονάδες: το 70% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ενδιαφέρεται για τις εκλογές, έναντι 74% πριν από δύο εβδομάδες.

Σύμφωνα με την Monde, αυτή η εικόνα και μπορεί να ανατραπεί τς τελευταίες ώρες όπως έγινε στις προεδρικές ενώ μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει  από τη σχεδόν πλήρη απουσία συζητήσεων, ιδίως στην τηλεόραση, και από το γεγονός ότι πολλοί υποψήφιοι είναι ελάχιστα γνωστοί ή παντελώς άγνωστοι. Σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι φαίνεται να θέλουν να αποφύγουν την είσοδο στην αρένα, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τον Ζαν Λικ Μελανσόν και τον συνασπισμό NUPES. 

Τα σενάρια 

Το πρώτο θα ήταν για το στρατόπεδο του Εμμανουέλ Μακρόν να αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Αυτό θα του επέτρεπε να ακολουθήσει την πολιτική του χωρίς να χρειάζεται να αναμετρηθεί με τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς.  Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε η εκστρατεία μέχρι στιγμής φαίνεται να του δίνει ένα πλεονέκτημα, αλλά οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν να αφήνουν πολλά περιθώρια γα απόλυτη επικράτηση. Ωστόσο, επειδή έχουμε να κάνουμε με εκλογικές περιφέρειες που έχουν διαφορετικό αριθμό εδρών, ο σχηματισμός του Μελανσόν μπορεί μεν να συγκεντρώσει υψηλό ποσοστό αλλά όχι τις ίδιες έδρες με τον Μακρόν 

Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι αυτή της νίκης Μακρόν αλλά χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία. Αυτό θα οδηγούσε τον Πρωθυπουργό να αναζητά ψήφους σε άλλα στρατόπεδα για να εγκριθούν ορισμένοι νόμοι. 

«Το ενδεχόμενο ο συνασπισμός γύρω από το Μακρόν να μην έχει την πλειοψηφία είναι αρκετά μικρό αλλά δεδομένου ότι τα πράγματα είναι ρευστά μπορεί να οδηγηθούμε σε ένα σενάριο κατά τo οποίο ο Μακρόν θα πρέπει να επιλέξει πρωθυπουργό από την ομάδα με την πλειοψηφία που μπορεί να είναι  που είναι πιθανό να προηγηθεί, αυτή του Μελανσόν. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν διαπραγματεύσεις σε μια σειρά από θέματα όπως η αγοραστική δύναμη και τα άλλα θέματα που κυριάρχησαν στην προεκλογική εκστρατεία. Θα πρέπει αυτά τα ζητήματα να αποκρυσταλλωθούν. Οπότε θα δούμε πολύ πιο σφοδρές βουλευτικές μάχες», εξηγεί η Λαγκιέ. 

Τέλος, υπάρχει και το σενάριο της απόλυτης συγκατοίκησης. Το αποτέλεσμα μπορεί να οδηγήσει τη Γαλλία σε μια περίοδο συγκατοίκησης ενός Προέδρου  της Δημοκρατίας και ενός Πρωθυπουργό διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων. Κάτι που έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν, όπως στη συγκατοίκηση του γκολικού προέδρου Ζακ Σιράκ με τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Λιονέλ Ζοσπέν στα τέλη της δεκαετίας του 90αλλά και τη δεκαετία του '80 του σοσιαλιστή προέδρου Φρανσουά Μιτεράν με πρωθυπουργό τον Ζακ Σιράκ. 

«Τώρα για να φτάσουμε να γίνει ο Μελανσόν πρωθυπουργός, θα πρέπει να έχει συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία. Αυτό είναι λίγο πιθανό με τα μέχρι στιγμής δεδομένα. Τότε ο πρόεδρος θα πρέπει να επιλέξει κάποιον από την πλειοψηφική παράταξη αλλά δεν τον αναγκάζει κανείς να επιλέξει τον ίδιο τον Μελανσόν. Παρ' όλα αυτά, ο Μελανσόν με τη ρητορική του προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει τη δυναμική από τις προεδρικές φιγουράροντας ως πιθανός πρωθυπουργός. Το κάνει προσωποκεντρικό ενώ οι βουλευτικές έχουν να κάνουν με πολλές διαφορετικές προσωπικότητες που εκλέγονται στις περιφέρειες.  Έχει καταφέρει να απευθύνεται σε εθνικό επίπεδο ενώ στην ουσία οι βουλευτικε΄ς εκλογές έχουν έντονο τον τοπικό χαρακτήρα», εξηγεί η Λαγκιέ.  

«Πάντως θα ήταν πολύ καινούριο λίγες εβδομάδες μετά την ανάδειξη ενός προέδρου να εκλεγεί ένας αντιπολιτευτικός συνασπισμός με πλειοψηφία. Αυτό θα δείχνει ότι στις προεδρικές  ο Μακρόν κεφαλαιοποίησε την αντίδραση κατά της Λεπέν και δεν κέρδισε τους ψηφοφόρους με το πρόγραμμα του», τονίζει. 

Σε περίπτωση συγκατοίκησης τα πράγματα θα γίνουν πολύ δύσκολα στο κοινοβούλιο για την υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων αλλά θα υπάρξει αντίκτυπος και στη δυναμική του Μακρόν στην Ε.Ε

«Θα αποδυναμώσει τη θέση του και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα φέρει  αλλαγές στις δυναμικές στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης», εκτιμά η πολιτική αναλύτρια.