Ο Τραμπισμός «πληγώνει» τη δημοκρατία στις ΗΠΑ

Ο Τραμπισμός «πληγώνει» τη δημοκρατία στις ΗΠΑ

Σε δημοσκόπηση που έγινε την προηγούμενη εβδομάδα από το NBC News, 21% των Αμερικανών ανέφερε ως το μείζον πρόβλημα της χώρας τις «απειλές κατά της δημοκρατίας». Ο πληθωρισμός που από την προηγούμενη χρονιά μαστίζει τα νοικοκυριά, ήρθε δεύτερος. Το γεγονός ότι ένας στους πέντε Αμερικανούς προβληματίζεται σε τέτοιο βαθμό για την πορεία του πολιτεύματος είναι ένδειξη του βάθους της κρίσης που έχει δημιουργήσει το Τραμπικό Ρεπουμπλικανικό κόμμα στη χώρα.

Ήδη από την εποχή του Ομπάμα, αν όχι από τη δεκαετία του 1990, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα είχε μπει σε μια πορεία αλλαγών. Από τις εκλογές του 2000 και έπειτα, ήταν εμφανές ότι το κόμμα αδυνατεί να κερδίσει την πλειοψηφία των Αμερικανών ψηφοφόρων στις προεδρικές εκλογές. Οι νίκες των Ρεπουμπλικάνων το 2000 και το 2016 ήταν αποτέλεσμα της δομής του Αμερικανικού συστήματος και συγκεκριμένα του εκλογικού κολεγίου, ενός πολύ αντιδημοκρατικού θεσμού.

Το σύστημα αυτό δίνει περισσότερο βάρος στις πολιτείες με μικρό πληθυσμό, όπως η Μοντάνα ή η Βόρεια Ντακότα, και λιγότερο στις πολιτείες με μεγάλο πληθυσμό όπως η Καλιφόρνια ή η Νέα Υόρκη. Επειδή οι μικρές πολιτείες τείνουν να είναι συντηρητικές, το σύστημα μειώνει τη δύναμη των Δημοκρατικών και συστηματικά ενισχύει τους Ρεπουμπλικάνους.

Από τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα γνώριζε ότι όδευε σε μια πορεία μειοψηφική, αλλά επιλογές υπήρχαν. Η προεδρεία Τζορτζ Μπους (του νεότερου) επέδειξε ότι μια κεντροδεξιά ιδεολογική πλατφόρμα που τόνιζε οικονομικά θέματα και κρατούσε πιο συγκρατημένη στάση σε θέματα ταυτοτήτων, θρησκείας, και εθνικισμού θα μπορούσε να φέρει στο κόμμα πολλούς Ισπανόφωνους ψηφοφόρους. Το κόμμα είχε να επιλέξει: Διεύρυνση της βάσης με «νέο αίμα» μέσω μετριοπάθειας που όμως θα ήταν λιγότερο τονωτική για τους μεγαλύτερης ηλικίας λευκούς συντηρητικούς ψηφοφόρους, ή ενδυνάμωση της λευκής βάσης μέσω εθνικισμού και τοξικού λαϊκισμού.

Θεσμικές αλλαγές που επέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο, και ειδικά οι ριζικές αλλαγές στο σύστημα χρηματοδότησης εκλογών συνέτειναν στην επιλογή του δεύτερου δρόμου. Η απόφαση «Citizens United» (2010) άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου διότι επέτρεψε σε ιδιωτικά συμφέροντα να συνεισφέρουν σε πολιτικές εκστρατείες και να οργανώνουν δικές τους διαφημίστηκες καμπάνιες υπέρ ή κατά υποψηφίων. Το νέο αυτό σύστημα είναι βαθιά αντιδημοκρατικό γιατί οι χρηματοδότες αυτοί μπορούν να παραμένουν αφανείς, κρυμμένοι πίσω από πολιτικές οργανώσεις με εύηχα ονόματα όπως «πολίτες και το κοινό καλό», οι οποίες δεν έχουν υποχρέωση να δημοσιοποιούν τα ονόματα των χορηγών τους. Ο πολίτης δεν γνωρίζει ποιος στηρίζει έναν υποψήφιο και γιατί.

Μια δεύτερη ριζική και βαθιά αντιδημοκρατική αλλαγή στο πολιτικό σύστημα επήλθε με την απόφαση Vieth v. Jubeliler (2004). Το Αμερικανικό Σύνταγμα απαιτεί κάθε δέκα χρόνια, μετά την απογραφή του πληθυσμού, οι πολιτείες να επαναπροσδιορίζουν τα όρια των μονοεδρικών περιφερειών ώστε όλες οι περιφέρειες να έχουν ίσο αριθμό κατοίκων. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι τα πολιτικά κόμματα έχουν το δικαίωμα να «κόβουν και να ράβουν» τις γεωγραφικές περιφέρειες όπως θέλουν με σκοπό να αυξήσουν το κομματικό τους πλεονέκτημα. Το αποτέλεσμα αυτής της θεσμικής αλλαγής είναι ότι από τις 435 έδρες της Βουλής των Αντιπροσώπων, μόνο 30-35 δεν «ανήκουν» στο ένα ή στο άλλο κόμμα.

Ο συνδυασμός των θεσμικών αλλαγών έχει αυξήσει σημαντικά την πολικότητα του συστήματος. Πώς γίνεται αυτό; Ο εκλογικός ανταγωνισμός έχει μετατεθεί από τις γενικές εκλογές του Νοεμβρίου στις εσωτερικές εκλογές του κάθε κόμματος. Πολίτες που θέλουν να βάλουν υποψηφιότητα για το Κογκρέσο ή ακόμα και για την Προεδρία (όπως είδαμε με τον Τραμπ, αλλά όχι μόνο), δεν έχουν ανάγκη το κόμμα για χρηματοδότηση. Μπορούν να χρηματοδοτήσουν την καμπάνια τους μόνοι τους, ή να δεχτούν τη χορηγία κάποιου ιδιώτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακραίοι υποψήφιοι έχουν την ευκαιρία να κερδίσουν το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος με εκκλήσεις στον ακραίο εθνικισμό και στη θρησκεία. Σε περιφέρειες «κομμένες» με 60% Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους, αυτοί οι υποψήφιοι καταλήγουν στο Κογκρέσο ακόμα και αν το κόμμα έχει αντιρρήσεις.

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έδειξε ξεκάθαρα ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έχει χάσει τον έλεγχο επιλογής υποψηφίων. Ένα κόμμα που δεν μπορεί να ελέγξει σε κάποιο βαθμό ποιος κατεβαίνει στις εκλογές στο ψηφοδέλτιο του, έχει χάσει και τον ιδεολογικό έλεγχο της οργάνωσης. Η ιδεολογία και ο φασιστικό τρόπος έκφρασης του Τραμπ και των συμμάχων του ώθησε πολλούς «παλαιοκομματικούς» Ρεπουμπλικάνους να εγκαταλείψουν την πολιτική. Συντηρητικοί όπως ο Πωλ Ράιαν, ο Τζον Μπέινορ, και πολλοί άλλοι παραιτήθηκαν. Άλλοι, και ειδικά όσοι επέκριναν τον Τραμπ, όπως η υπερσυντηρητική Λιζ Τσένευ, έχασαν στις ενδοκομματικές εκλογές με τους ψηφοφόρους να επιλέγουν φανατικούς συμμάχους του Τραμπ οι οποίοι δε διστάζουν να απορρίπτουν τις δημοκρατικές αρχές.

Το νέο Ρεπουμπλικανικό κόμμα προτείνει ένα όραμα της Αμερικής που διαφέρει λίγο από αυτό του Βίκτορ Ορμπάν της Ουγγαρίας, ο οποίος ήταν και το τιμώμενο πρόσωπο στο συνέδριο των Συντηρητικών του περασμένου μήνα. Η τραμπική δεξιά πιστεύει ότι η Αμερική είναι μια χώρα χτισμένη στο αξιακό σύστημα των λευκών συντηρητικών Ευαγγελιστών (και Καθολικών), όχι μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία. Όπως εξηγεί η ιστορικός Kristin Kobes Du Mez στο θαυμάσιο (και τρομακτικό) βιβλίο της, πρόκειται για ένα απολυταρχικό, ακραίο, και επικίνδυνα μιλιταριστικό σύστημα αξιών.

Οι άνθρωποι αυτοί απορρίπτουν όχι μόνο την άμβλωση άλλα και την αντισύλληψη, αφού πιστεύουν ότι οι γυναίκες και οι άνδρες πρέπει να συμμορφώνονται με τους παραδοσιακούς τους ρόλους. Όχι μόνο αντιστέκονται στην ιδέα του ομοφυλοφιλικού γάμου, αλλά θεωρούν την ομοφυλοφιλία διαστροφή και αμαρτία. Ο ρατσισμός είναι επίσης πολύ βαθιά ριζωμένος σε αυτή την κουλτούρα και γι’ αυτό το λόγο το τραμπικό Ρεπουμπλικανικό κόμμα εναντιώνεται στη μετανάστευση από χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας, και της Αφρικής.

Το Χριστιανικό όραμα που προτείνουν είναι αυτό ενός Ιησού-Ράμπο που εξολοθρεύει τους εχθρούς του με πυροβόλο όπλο. Οι Χριστουγεννιάτικες κάρτες βουλευτών με τα παιδιά τους δίπλα στο δέντρο με όλους χαμογελαστοί να κρατούν στρατιωτικά όπλα, και οι μιλιταριστικές πολιτικές διαφημίσεις όπως αυτή του Έρικ Γκρέιτενς στο Μισούρι και του Ρον Ντε Σάντις στη Φλόριντα, μπορεί να ξενίζουν το διεθνές κοινό και να προκαλούν σοκ σε πολύ κόσμο, αλλά είναι απόλυτα συμβατές με αυτό το αξιακό σύστημα.

Οι εκλογές του 2022 θα είναι καθοριστικές για το μέλλον της Αμερικανικής δημοκρατίας. Σε πολλές από τις πολιτείες τις οποίες κέρδισαν οι Δημοκρατικοί με μικρή διαφορά ψήφων το 2020, όπως η Αριζόνα, η Νεβάδα, και το Μίσιγκαν, οι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι για το αξίωμα του Secretary of State, ή υπουργού εσωτερικών υποθέσεων, έχουν δηλώσει ότι δεν αποδέχονται το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020 και ότι δεν θα δεχτούν το αποτέλεσμα μελλοντικών εκλογών αν κερδίσουν οι Δημοκρατικοί. Η δηλώσεις αυτές είναι πολύ σημαντικές διότι ο εκάστοτε υπουργός είναι υπεύθυνος για τη διεξαγωγή των εκλογών στην πολιτεία. Έχουμε δηλαδή ένα σημαντικό αριθμό υποψήφιων που διατυμπανίζουν περήφανα ότι σκοπεύουν να κάνουν πραξικόπημα!

Οι εξελίξεις αυτές είναι αποκαρδιωτικές και θα πρέπει να μας θυμίζουν πόσο εύθραυστη είναι η δημοκρατία. Οι Έλληνες πολιτικοί και οι πολίτες θα πρέπει να αντιληφθούν ότι οι θεσμοί είναι πάνω από τις ιδεολογίες και τα κόμματα. Όταν ηγέτες αναλώνουν τη λαϊκή εμπιστοσύνη ή στρέφουν τον κόσμο κατά των θεσμών με στόχο να κερδίσουν την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, οι πράξεις αυτές διαβρώνουν τη δημοκρατία. Και όπως δείχνει το Αμερικανικό παράδειγμα, όταν μια χώρα μπει σε αυτό το λούκι, είναι πολύ δύσκολο να βγει από αυτή την πορεία.

Η διαδικασία διάβρωσης της δημοκρατίας είναι μακροχρόνια και δεν καλοφαίνεται όταν απλά κοιτάμε από τη μια τετραετία, ή από τη μια εκλογική αναμέτρηση στην άλλη. Αλλά όταν κοιτάει κανείς την ιστορία των ΗΠΑ από το 1990 μέχρι σήμερα μπορεί να δει ξεκάθαρα πως φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Ελπίζω οι Έλληνες πολιτικοί να δείξουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα και πατριωτισμό και να διαφυλάξουν τους δημοκρατικούς θεσμούς που γενιές Ελλήνων πάλεψαν για να τους χτίσουν.

* Dr. Αλεξάνδρα Φιλήνδρα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο