Ντικ Τσέινι: «Έφυγε» ο αντιπρόεδρος που σφράγισε μια ολόκληρη εποχή στην αμερικανική πολιτική
AP Photo/Kamran Jebreili
AP Photo/Kamran Jebreili

Ντικ Τσέινι: «Έφυγε» ο αντιπρόεδρος που σφράγισε μια ολόκληρη εποχή στην αμερικανική πολιτική

Ο Ντικ Τσέινι, μια από τις πιο επιδραστικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της αμερικανικής πολιτικής σκηνής των τελευταίων δεκαετιών, πέθανε σε ηλικία 84 ετών, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του. Σύμφωνα με τη δήλωση, έφυγε από τη ζωή λόγω επιπλοκών από πνευμονία και καρδιαγγειακή νόσο, έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του Λιν και τις δύο κόρες του, Λιζ και Μέρι.

Η οικογένεια τον περιέγραψε ως «έναν μεγάλο και καλό άνθρωπο» που δίδαξε στα παιδιά και στα εγγόνια του «αγάπη για την πατρίδα και για τη ζωή με τιμή, θάρρος και καλοσύνη».

Από το Γουαϊόμινγκ στην κορυφή της εξουσίας

Ο Ρίτσαρντ (Ντικ) Τσέινι γεννήθηκε το 1941 στη Νεμπράσκα και μεγάλωσε στο Γουαϊόμινγκ. Μετά από δύσκολα φοιτητικά χρόνια και δύο συλλήψεις για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, άλλαξε πορεία και σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Γουαϊόμινγκ, όπου γνώρισε και τη μετέπειτα σύζυγό του, Λιν.

Ξεκίνησε την πολιτική του πορεία τη δεκαετία του 1970, φτάνοντας μέχρι τη θέση του προσωπάρχη του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Τζέραλντ Φορντ. Εκλέχθηκε κατόπιν βουλευτής του Γουαϊόμινγκ και υπηρέτησε ως υπουργός Άμυνας του Τζορτζ Χέρμπερτ Μπους, όπου ηγήθηκε του Πολέμου του Κόλπου το 1991.

Μετά από μια περίοδο στον ιδιωτικό τομέα ως διευθύνων σύμβουλος της Halliburton, επέστρεψε στην πολιτική το 2000 ως αντιπρόεδρος του Τζορτζ Μπους του νεότερου.

Ο αρχιτέκτονας του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας»

Ο Τσέινι υπήρξε η πιο ισχυρή φιγούρα που κατείχε ποτέ τη θέση του αντιπροέδρου. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, έγινε ο κύριος εισηγητής του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και υπέρμαχος μιας σκληρής, παρεμβατικής εξωτερικής πολιτικής.

Υποστήριξε ένθερμα την εισβολή στο Ιράκ, βασιζόμενος σε πληροφορίες για όπλα μαζικής καταστροφής που αποδείχθηκαν ψευδείς. Παρά τις έντονες επικρίσεις και το τεράστιο πολιτικό κόστος, ο ίδιος επέμεινε μέχρι τέλους ότι «ήταν η σωστή απόφαση».

Η θητεία του συνδέθηκε και με την έγκριση αμφιλεγόμενων πρακτικών ανάκρισης, όπως το «waterboarding», τις οποίες δικαιολόγησε ως αναγκαίες για την αποτροπή νέων επιθέσεων. Οι επικριτές του τον χαρακτήριζαν «σκοτεινή δύναμη» της αμερικανικής εξουσίας — χαρακτηρισμός που ο ίδιος αποδέχτηκε με κάποια περηφάνια.

Ρήξη με τον Τραμπ και το ίδιο του το κόμμα

Παρά την έντονη συντηρητική του ταυτότητα, στα τελευταία χρόνια της ζωής του απομακρύνθηκε από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, καταδικάζοντας ανοιχτά τον Ντόναλντ Τραμπ. Μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο το 2021, ο Τσέινι τον αποκάλεσε «δειλό» και «τη μεγαλύτερη απειλή που γνώρισε ποτέ η αμερικανική δημοκρατία».

Η κόρη του, Λιζ Τσέινι, επίσης βουλευτής, πλήρωσε πολιτικά την επιλογή της να αντιταχθεί στον Τραμπ, χάνοντας την έδρα της. Σε προεκλογικό μήνυμα του 2022, ο πατέρας της δήλωσε:

«Σε όλη την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, κανείς δεν υπήρξε μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία μας από τον Ντόναλντ Τραμπ».

Το 2024, ο Τσέινι υποστήριξε δημόσια την υποψήφια των Δημοκρατικών, Καμάλα Χάρις, λέγοντας πως «ήταν καθήκον του να βάλει τη χώρα πάνω από το κόμμα».

Προβλήματα υγείας και τελευταία χρόνια

Ο Ντικ Τσέινι υπέστη πέντε καρδιακά επεισόδια στη διάρκεια της ζωής του, αλλά συνέχισε να εργάζεται με αμείωτο ρυθμό. Το 2012 υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση καρδιάς, την οποία αποκάλεσε «δώρο ζωής».

Μετά την αποχώρησή του από την πολιτική έγραψε απομνημονεύματα και αφιερώθηκε στην οικογένειά του, παραμένοντας, ωστόσο, δραστήριος σχολιαστής της αμερικανικής δημόσιας ζωής.

Κληρονομιά

Για πολλούς, ο Τσέινι υπήρξε ο αληθινός αρχιτέκτονας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μετά την 11η Σεπτεμβρίου — ένας πολιτικός που επηρέασε βαθιά τη μορφή της αμερικανικής ισχύος στον 21ο αιώνα.

Για άλλους, παρέμεινε σύμβολο των υπερβολών και των σφαλμάτων του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.

Όπως κι αν κριθεί ιστορικά, ο Ντικ Τσέινι υπήρξε μια από τις πλέον καθοριστικές φιγούρες της σύγχρονης Ουάσινγκτον, με διαδρομή που σφράγισε μια ολόκληρη εποχή στην αμερικανική πολιτική.