Η κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ στην Ισπανία ταλαντεύεται διανύοντας μία παρατεταμένη πορεία φθοράς, αλλά παραμένει προς το παρόν όρθια, άγνωστο για πόσο.
Η κοινοβουλευτική αστάθεια, τα σκάνδαλα διαφθοράς και οι αλλαγές στον πολιτικό χάρτη σε περιφερειακό επίπεδο αποδυναμώνουν την εξουσία της, αλλά οι αντίπαλοί της εξακολουθούν να μην διαθέτουν την αριθμητική ισχύ, την πολιτική δυναμική και τα θεσμικά μέσα για να προκαλέσουν την άμεση κατάρρευσή της.
Ο Πέδρο Σάντσεθ προεδρεύει μιας από τις πιο εύθραυστες σε κοινοβουλευτική ισχύ κυβέρνησης στην πρόσφατη δημοκρατική Ιστορία της Ισπανίας. Η επιβίωση του μειοψηφικού κυβερνητικού σχήματος του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSOE) -του οποίου ο ίδιος ηγείται- και της πλατφόρμας της ριζοσπαστικής νέας Αριστεράς Sumar εξαρτάται από ένα συνονθύλευμα μικρότερων περιφερειακών και εθνικιστικών κομμάτων, η ψήφος των οποίων είναι απαραίτητη για να περάσει σχεδόν κάθε σημαντική νομοθεσία. Μια μικρή αποστασία μεταξύ των συμμάχων μπορεί να παραλύσετη την ατζέντα της.
Τα περιφερειακά κόμματα γνωρίζουν ότι η εκτελεστική εξουσία έχει λίγες εναλλακτικές και χρησιμοποιούν κάθε ψηφοφορία προκειμένου να πιέσουν για παραχωρήσεις σε θέματα χρηματοδότησης, αυτονομίας ή συμβολικά ζητήματα, ενισχύοντας περαιτέρω την αντίληψη ότι η κυβέρνηση βρίσκεται συνεχώς στο χείλος του γκρεμού. Ο ίδιος o Σάντσεθ έχει παραδεχτεί δημοσίως ότι κυβερνά σε ένα πλαίσιο κοινοβουλευτικής αδυναμίας.
Η πολιτική «γύμνια» του Σάντσεθ ετέθη για μία ακόμη φορά σε δημόσια θέα πριν από λίγες ημέρες, στις 11 Δεκεμβρίου, μετά τη διπλή απόρριψη του κυβερνητικού σχεδίου δαπανών για την τριετία 2026-2028 από το Κογκρέσο των Αντιπροσώπων, την Κάτω Βουλή. Το σχέδιο δεν καταψηφίστηκε μόνο από το Λαϊκό Κόμμα (PP) και το Vox της αντιπολίτευσης, αλλά και από το Junts του Καταλανού πρώην προέδρου και καταζητούμενου -ή κατά άλλους (αυτο)εξόριστου- εμπνευστή του δημοψηφίσματος ανεξαρτησίας του 2017 Κάρλες Πουτζδεμόν, καθώς και από τους αριστερούς του Podemos. Τέσσερις ημέρες αργότερα, ο Σάντσεθ εμφανίστηκε ενώπιον των δημοσιογράφων, παραδεχόμενος ορισμένα σφάλματα, χωρίς όμως να υπαναχωρεί από την πρόθεσή του να παραμείνει στην πρωθυπουργία και επιχείρησε να κατευνάσει τους Καταλανούς και τους Βάσκους συμμάχους του μέσω συμβολικών κινήσεων.
Εάν η κοινοβουλευτική αριθμητική καθιστά τον πρωθυπουργό υπό πολιτική ομηρεία, τα σκάνδαλα διαφθοράς από την άλλη του στερούν και το ηθικό πλεονέκτημα, απομειώνοντας περαιτέρω την ισχύ του. Το 2018, ο Σάντσεθ ανήλθε στην εξουσία ανατρέποντας την συντηρητική κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι μέσω πρότασης δυσπιστίας με επίκεντρο ένα σκάνδαλο διαφθοράς που είχε διαβρώσει το Λαϊκό Κόμμα, υποσχόμενος «δημοκρατική ανανέωση» και υψηλότερα πρότυπα διαφάνειας.
Ωστόσο, ειδικά από το 2024-2025, αρκετές υποθέσεις διαφθοράς έχουν αγγίξει τον πολιτικό και προσωπικό κύκλο του Σάντσεθ, συμπεριλαμβανομένων ερευνών για δημόσιες συμβάσεις που φέρεται να έχουν ανατεθεί με αντάλλαγμα μίζες και πολιτική επιρροή με εμπλοκή προσώπων που βρίσκονται κοντά στον πρωθυπουργό. Το περασμένο μήνα, o πρώην υπουργός Χοσέ Λουίς Άβαλος προφυλακίστηκε για τον ρόλο του σε κύκλωμα δωροδοκιών για κρατικά συμβόλαια, ενώ στις 10 Δεκεμβρίου συνελήφθησαν τρία άτομα, μεταξύ των οποίων και ο πρώην πρόεδρος της SEPI, της εταιρείας συμμετοχών (holding) του ισπανικού Δημοσίου, και στενός συνεργάτης της υπουργού Οικονομικών και πρώτης αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Μαρία Χεσούς Μοντέρο.
Αποτέλεσμα: Ένας ηγέτης που έχτισε τη νομιμότητά του πάνω στην καταπολέμηση της διαφθοράς είναι τώρα περιτριγυρισμένος από ανάλογες κατηγορίες, αν και μέχρι στιγμής αυτές δεν αγγίζουν τον ίδιο προσωπικά.
Παρά τις αυξανόμενες πιέσεις, πάντως, οι πρόωρες εκλογές σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θεωρούνται απίθανες κυρίως για τους εξής δύο λόγους:
Πρώτον, το συνταγματικό πλαίσιο καθιστά σχετικά δύσκολη την απομάκρυνση ενός πρωθυπουργού, καθώς η όποια πρόταση δυσπιστίας οφείλει να είναι «εποικοδομητική», γεγονός που σημαίνει ότι, πέρα από την καταψήφιση του εν ενεργεία πρωθυπουργού, η αντιπολίτευση πρέπει να συμφωνήσει σε έναν εναλλακτικό υποψήφιο με κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Δεύτερον, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης PP, αν και προηγείται στις δημοσκοπήσεις, πιθανότατα θα χρειαστεί στήριξη από το ακροδεξιό Vox ή άλλους συμμάχους για να κυβερνήσει, γεγονός που θα έχει πολιτικό κόστος όχι μόνο για τη φήμη του εντός της Ισπανίας αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αντιπολίτευση διαθέτει μεν ισχυρά ερείσματα για να εκμεταλλευτεί τα σκάνδαλα διαφθοράς και την κοινοβουλευτική αδυναμία της κυβέρνησης, αλλά στερείται από την άλλη της δυνατότητας να εξασφαλίσει μια πλειοψηφία στο πρόσωπο ενός εναλλακτικού πρωθυπουργού, όπως επιτάσσει ο συνταγματικός όρος για την εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας.
Ακόμη και αν το PP και το Vox μαζί πλησίαζαν ή ξεπερνούσαν το σύνολο των εδρών του PSOE-Sumar, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα έφταναν την απόλυτη πλειοψηφία. Θα αναγκάζονταν να βασιστούν σε μικρότερα κόμματα που είναι απρόθυμα να υποστηρίξουν μια κυβέρνηση που στηρίζεται στην Ακροδεξιά. Τα περιφερειακά εθνικιστικά κόμματα που υποστηρίζουν έξωθεν την κυβέρνηση Σάντσεθ, ιδίως στην Καταλονία (Junts) και τη Χώρα των Βάσκων (PNV), θεωρούν την τρέχουσα συμφωνία με τον Σάντσεθ ως τη λιγότερο κακή επιλογή για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, σε σύγκριση με μια δεξιά συμμαχία που είναι πιο εχθρική προς την περαιτέρω αποκέντρωση και τις συμβιβαστικές λύσεις, όπως π.χ. η παροχή αμνηστίας στον Πουτζδεμόν, παρ’ όλο που κατηγορούν τον πρωθυπουργό για μη τήρηση των υποσχέσεων.
Ως εκ τούτου, η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας και η απόρριψή της ενέχει υψηλό κίνδυνο πολιτικού κόστους, καθώς μπορεί να αποδειχτεί μπούμερανγκ για το ΡΡ και να συσπειρώσει το κυβερνών μπλοκ.
Ενώ σε επίπεδο ισπανικής επικράτειας η εικόνα είναι εκείνη ενός αδιεξόδου, καθοριστικό ρόλο στην ισπανική πολιτική διαδραματίζουν οι εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο, όπου ο πολιτικός χάρτης μεταβάλλεται με τρόπο που ευνοεί τη Δεξιά.
Στο πολυεπίπεδο πολιτικό σύστημα της Ισπανίας, οι περιφερειακές εκλογές έχουν διπλό ρόλο: καθορίζουν ποιος ασκεί τη διακυβέρνηση σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η αστυνόμευση στις ισχυρές αυτόνομες κοινότητες και, ταυτόχρονα, λειτουργούν ως βαρόμετρο της εθνικής δύναμης των κομμάτων στη Μαδρίτη.
Κατά τους επόμενους έξι μήνες, τρεις περιφερειακές εκλογές -στην Ανδαλουσία, στην Αραγωνία και στην Καστίλλη και Λεόν- θα αποτελέσουν δοκιμασία για το αν η πρόσφατη άνοδος των συντηρητικών δυνάμεων θα εδραιωθεί ή θα σταματήσει.
Παρόλο που στις περιφερειακές εκλογές της Καταλονίας το 2024, το αδελφό κόμμα των Σοσιαλιστών (PSC) σημείωσε σημαντικά κέρδη, η ευρύτερη τάση είναι μια στροφή προς τα δεξιά, ειδικά εκτός των προπυργίων των τοπικών εθνικιστικών κινημάτων. Το PP απορροφά μεγάλο μέρος του χώρου που κατείχε κάποτε το φιλελεύθερο Ciudadanos και να ενισχύει τη θέση του στα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι δημοσκοπήσεις και οι αναλύσεις των ειδικών υποδηλώνουν ότι το PP εμφανίζει ανοδικές τάσεις σε αρκετές κοινότητες, συχνά εις βάρος των κεντροαριστερών και των μικρότερων κεντρώων δυνάμεων.
Παράλληλα, το Vox συνεχίζει να ωθεί ολόκληρο το δεξιό φάσμα προς πιο σκληρές θέσεις σε θέματα εδαφικής κυριαρχίας, μετανάστευσης και πολιτισμού.
Μια σειρά ισχυρών επιδόσεων της Δεξιάς θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα κλίμα ότι είναι αναπόφευκτη η κυβερνητική αλλαγή, καθιστώντας πιο δύσκολο για τον Σάντσεθ να υποστηρίξει ότι η σταθερότητα της οικονομίας έγκειται στην ολοκλήρωση της κυβερνητικής θητείας.
Εάν το μπλοκ PSOE-Sumar υποστεί βαριές ήττες ή χάσει συμβολικά προπύργια, θα αυξηθεί η πίεση εντός της τάξης των Σοσιαλιστών για επανεξέταση της στρατηγικής, συμπεριλαμβανομένου του χρονοδιαγράμματος των εθνικών εκλογών. Παράλληλα, οι περιφερειακοί ηγέτες, πάντα προσεκτικοί ως προς τη δική τους επιβίωση, ενδέχεται να γίνουν λιγότερο πρόθυμοι να υπερασπιστούν μια πληγωμένη κυβέρνηση στη Μαδρίτη.
