«Φθινόπωρο μεταρρυθμίσεων» σε ταραγμένους καιρούς για τη Γερμανία και την Ευρώπη προαναγγέλλει ο Φρίντριχ Μερτς καθώς εντός της εβδομάδας έρχεται προς ψήφιση ο Προϋπολογισμός, αναγνωρίζοντας πως η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία ζει επί μακρόν πάνω από το όριο των δυνατοτήτων της. Ο καγκελάριος προειδοποιεί για μεγάλες αλλαγές με στόχο να θωρακιστεί η χώρα απέναντι στις διεθνείς προκλήσεις και να εξασφαλίσει ότι θα παραμείνει ελεύθερη και ευημερούσα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, οι πολιτικές ισορροπίες εντός του κυβερνητικού συνασπισμού αλλά και η δυναμική της ακροδεξιάς AfD, που εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις έως και πρώτο κόμμα σε εθνικό επίπεδο, σπέρνουν αβεβαιότητα στη γερμανική πολιτική σκηνή.
Απευθυνόμενος στην Μπούντεσταγκ, ο Φρίντριχ Μερτς υπογράμμισε ότι η Γερμανία χρειάζεται σαρωτικές αλλαγές προκειμένου να παραμείνει ελεύθερη και ευημερούσα, καλώντας τη χώρα να ενωθεί απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα, τις οικονομικές δυσκολίες και την άνοδο του εξτρεμισμού. Ο Γερμανός καγκελάριος προειδοποίησε ότι η χώρα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή και ότι καλείται να λάβει αποφάσεις που αφορούν τρεις μείζονες απειλές: την επιθετικότητα της Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν, τις πιέσεις που ασκούνται στο γερμανικό οικονομικό μοντέλο και τον κίνδυνο που απορρέει από εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις που επιχειρούν να διχάσουν την κοινωνία. «Η χώρα μας βρίσκεται σε σταυροδρόμι αυτό το φθινόπωρο. Όλοι το αισθανόμαστε: οι αποφάσεις που έχουμε μπροστά μας δεν αφορούν μικρές λεπτομέρειες αλλά θεμελιώδη ζητήματα», είπε χαρακτηριστικά.
Ο Μερτς υπογράμμισε ότι οι επιλογές που θα γίνουν θα καθορίσουν «το μέλλον της χώρας μας - πώς ζούμε, πώς ζούμε μαζί, πώς εργαζόμαστε και αν οι αξίες μας θα αντέξουν». Τόνισε την ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας και της αμυντικής ικανότητας της Γερμανίας, την ανάσχεση απειλών και ταυτόχρονα τη σύσφιξη των σχέσεων με συμμάχους και εταίρους. Στο οικονομικό πεδίο, επισήμανε ότι το μοντέλο ελεύθερου εμπορίου της χώρας βρίσκεται υπό πίεση από έναν νέο προστατευτισμό, ενώ στο εσωτερικό και στο εξωτερικό αναπτύσσονται πολιτικές δυνάμεις που αμφισβητούν την ενότητα, απειλούν τη δημοκρατία και επιχειρούν να διχάσουν την κοινωνία. «Η ελευθερία μας απειλείται», σημείωσε, αναφερόμενος σε ένα αυξανόμενο «αίσθημα ανασφάλειας».
Η ομιλία του Μερτς είχε αναφορές στον Βλαντιμίρ Πούτιν για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Υπογράμμισε ότι η ρωσική εισβολή έχει άμεσο αντίκτυπο στις ζωές των Ευρωπαίων πολιτών και τόνισε: «Θέλουμε να τελειώσει αυτός ο πόλεμος», αν και αναγνώρισε ότι υπάρχουν λόγοι ανησυχίας πως θα συνεχιστεί για αρκετό διάστημα ακόμη. Ξεκαθάρισε πως «ο τερματισμός του εις βάρος της πολιτικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας είναι εκτός συζήτησης» και προειδοποίησε ότι μια «επιβεβλημένη ειρήνη» θα μπορούσε να ενθαρρύνει τον Ρώσο πρόεδρο να αναζητήσει νέο στόχο. Καταδίκασε τις πρόσφατες ρωσικές επιθέσεις με drones σε Πολωνία και Ρουμανία, υπογραμμίζοντας ότι «ο Πούτιν δοκιμάζει εδώ και καιρό τα όρια και δεν θα το επιτρέψουμε αυτό».
Η οικονομία αποτέλεσε το έτερο μεγάλο σκέλος της παρέμβασής του, καθώς ο καγκελάριος μίλησε για μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό και για την ανάγκη να εξεταστούν θεμελιώδη ζητήματα που θα καθορίσουν το μέλλον της χώρας. Ζήτησε «νηφαλιότητα» στην αποτίμηση της κατάστασης ώστε να επιλεγεί το σωστό μονοπάτι για τη Γερμανία, ενώ κάλεσε σε «υπομονή» όσους ζητούν άμεσες αλλαγές, επισημαίνοντας ότι «μόλις ξεκινήσαμε».
Στο επίκεντρο των συζητήσεων στη Μπούντεσταγκ βρίσκονται οι προϋπολογισμοί του 2025 και του 2026, οι οποίοι οριστικοποιούν μεγάλα επενδυτικά προγράμματα για υποδομές και ασφάλεια. Η Γερμανία παραμένει μια από τις λίγες μεγάλες οικονομίες που διαθέτουν τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο για τέτοιες παρεμβάσεις. Ωστόσο, βάσει ανάλυσης της εταιρείας εκτίμησης πολιτικού κινδύνου Teneo, χωρίς συμπληρωματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο αναπτυξιακό μοντέλο και τους θεσμούς της χώρας, το κύμα επενδύσεων ενδέχεται να αποτύχει να παραγάγει τα επιθυμητά οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα. Η Teneo επισημαίνει ότι οι υποσχέσεις του καγκελάριου για ένα «φθινόπωρο μεταρρυθμίσεων» απειλούνται από τις ενδοκυβερνητικές ισορροπίες.
Ο Προϋπολογισμός του τρέχοντος έτους οριστικοποιείται τώρα, μετά την αδυναμία της προηγούμενης κυβέρνησης Σολτς να καταλήξει σε συμφωνία. Η κατάρρευση της τρικομματικής συγκυβέρνησης των Σοσιαλδημοκρατών, των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων για δημοσιονομικά ζητήματα οδήγησε στις πρόωρες εκλογές του Φεβρουαρίου, τις οποίες κέρδισαν οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του Μερτς. Ο νέος «μεγάλος συνασπισμός» με το SPD θεωρείται πιο σταθερή δομή από τον προηγούμενο, ωστόσο η δημοσιονομική πολιτική και η ισορροπία ανάμεσα σε επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις παραμένουν πηγή έντασης.
Η σημαντικότερη απόφαση ελήφθη πριν ακόμη ορκιστεί ο Μερτς καγκελάριος, όταν η προηγούμενη Μπούντεσταγκ συνεδρίασε εκτάκτως για να αλλάξει το Σύνταγμα, εγκρίνοντας νέο επενδυτικό «όχημα» ύψους 500 δισ. ευρώ και εξαιρώντας ουσιαστικά τις στρατιωτικές δαπάνες από τον δημοσιονομικό κανόνα του «φρένου χρέους». Ο προϋπολογισμός του 2025 επισφραγίζει αυτή τη ρύθμιση και περιλαμβάνει 37 δισ. ευρώ μόνο για φέτος σε έργα υποδομών. Αν και αυτό κρίθηκε αναγκαίο λόγω της επιδείνωσης των υποδομών και της υστέρησης στον ψηφιακό μετασχηματισμό, ο Μερτς αναγκάστηκε να αποδεχθεί μια επενδυτική «έκρηξη» παρότι είχε κάνει εκστρατεία για δημοσιονομική πειθαρχία. Η Χριστιανική Ένωση υποχρεώθηκε να κινηθεί με μεγάλη ταχύτητα για να περάσει τις συνταγματικές αλλαγές με την απαιτούμενη πλειοψηφία πριν χαθεί η δυνατότητα χωρίς τη στήριξη της AfD, ενώ χρειάστηκε να προσφερθούν πρόσθετες επενδύσεις στην κλιματική μετάβαση για να εξασφαλιστεί η συναίνεση των Πρασίνων.
Στη συνέχεια, ο Μερτς επιχειρεί να ωθήσει τους εταίρους του σε μια πιο φιλόδοξη μεταρρυθμιστική ατζέντα στην καθημερινή διακυβέρνηση. Στην ομιλία του για τον προϋπολογισμό αναφέρθηκε σε σημαντικές αλλαγές στο σύστημα πρόνοιας και συντάξεων, όμως τόσο το SPD όσο και οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας δείχνουν απροθυμία να συναινέσουν σε ένα σχέδιο ανάλογο με τις μεταρρυθμίσεις Σρέντερ στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ο προϋπολογισμός του 2026 εμφανίζεται ισοσκελισμένος χάρη στη μεταφορά επενδύσεων στο νέο «όχημα», αλλά για το 2027 διαγράφεται κενό άνω των 34 δισ. ευρώ.
Σε συνθήκες γεωπολιτικών πιέσεων για την εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας, η απουσία δομικών αλλαγών επιβαρύνει τις προοπτικές ανάπτυξης και δημοσιονομικής ισορροπίας, αυξάνοντας τον κίνδυνο ενίσχυσης της εθνολαϊκιστικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), η οποία ήδη εμφανίζεται να ισοψηφεί ή να ξεπερνά τη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) στις δημοσκοπήσεις. Όπως καταλήγει η Teneo, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μια χώρα που έχει τη δυνατότητα να δαπανήσει μπορεί να το πράξει με τρόπο που θα ενισχύσει την οικονομία αρκετά ώστε να αποτραπεί η περαιτέρω άνοδος της Άκρας Δεξιάς.
Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό συνέπεσε με τη δημοσιοποίηση νέας έρευνας της YouGov, σύμφωνα με την οποία η AfD προηγείται για πρώτη φορά σε μέτρηση του συγκεκριμένου ινστιτούτου σε πανεθνικό επίπεδο με 27% - δύο μονάδες πάνω σε σχέση με τον Αύγουστο. Η Χριστιανική Ένωση υποχωρεί στο 26%, ενώ το SPD ανεβαίνει στο 15%, οι Πράσινοι πέφτουν στο 11%, η Αριστερά στο 9% και η Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ παραμένει στο 5%, οριακά πάνω από το κατώφλι εισόδου στη Βουλή. Οι Φιλελεύθεροι κινούνται στο 4%, παραμένοντας εκτός ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου.
Παράλληλα, οι πρόσφατες τοπικές εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, το μεγαλύτερο κρατίδιο της χώρας και πατρίδα του καγκελάριου, αποτέλεσαν ένα πρώτο τεστ για τη διακυβέρνηση Μερτς. Η CDU κατέγραψε 33,3%, το SPD 22,1%, ενώ η AfD διπλασίασε τη δύναμή της και έφτασε στο 14,5%. Οι Πράσινοι περιορίστηκαν στο 13,5%, η Αριστερά στο 5,6% και οι Φιλελεύθεροι στο 3,7%. Το αποτέλεσμα κατέδειξε την αντοχή της Χριστιανικής Ένωσης σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά και την εδραίωση της Ακροδεξιάς ως τρίτης πολιτικής δύναμης και στη δυτική Γερμανία, κάτι που μέχρι πρότινος θεωρούνταν απίθανο.
Στο πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται, η επικεφαλής της AfD, Άλις Βάιντελ, επιτέθηκε στον καγκελάριο στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Μπούντεσταγκ, κατηγορώντας τον για έλλειψη μεταρρυθμιστικής βούλησης και για αθέτηση προεκλογικών υποσχέσεων. Χαρακτήρισε τον προϋπολογισμό «ανεύθυνο, συνονθύλευμα χωρίς μέτρο και στόχο» και προειδοποίησε ότι το «φθινόπωρο των μεταρρυθμίσεων» θα αποδειχθεί «φθινόπωρο κενών λέξεων που θα οδηγήσει σε έναν χειμώνα ακόμη υψηλότερων δαπανών». Τον κατηγόρησε για εγκατάλειψη δεσμεύσεων σε σχέση με το «φρένο χρέους», τη φορολογία ηλεκτρικού ρεύματος, την πυρηνική ενέργεια, το κοινωνικό επίδομα και την απαγόρευση κινητήρων εσωτερικής καύσης. Επιτέθηκε επίσης στη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης, ζητώντας «πραγματική ανατροπή» με πλήρες και αυστηρό κλείσιμο των συνόρων.