Γερμανία: Το σχέδιο Μερτς για την «τόνωση» της πολεμικής μηχανής του Βερολίνου
Shutterstock
Shutterstock
Economist

Γερμανία: Το σχέδιο Μερτς για την «τόνωση» της πολεμικής μηχανής του Βερολίνου

Τη ριζική αναπροσαρμογή της γερμανικής στρατιωτικής πολιτικής από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επιθυμεί ο Γερμανός Καγκελάριος Φρίντριχ Μέρτς. Ο στόχος του είναι ξεκάθαρος: Η Bundeswehr να καταστεί «η ισχυρότερη συμβατική στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη».

Η δήλωση αυτή, όπως παρατηρεί σε άρθρο του ο Economist, δεν είναι απλώς συμβολική. Εκφράζει τη νέα αυτοπεποίθηση του Βερολίνου και την πρόθεση να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, σε μια εποχή που η Ρωσία απειλεί εκ νέου την ήπειρο και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θεωρούνται πλέον δεδομένος εγγυητής της ευρωπαϊκής άμυνας.

Από την αποστρατιωτικοποίηση στην εξωστρέφεια

Η πλέον ηχηρή απόδειξη αυτής της στροφής ήταν η στρατιωτική τελετή της 22ας Μαΐου στο Βίλνιους. Για πρώτη φορά μετά το 1945, γερμανικά τεθωρακισμένα εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο εξωτερικό, συγκροτώντας την Ταξιαρχία «Λιθουανία», μέρος της δέσμευσης του Βερολίνου στο ΝΑΤΟ.

Το συμβολικό βάρος αυτής της πράξης είναι τεράστιο. Επί δεκαετίες, οι Γερμανοί πολιτικοί απέφευγαν παρόμοιες κινήσεις, με φόντο τις μνήμες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη βαθιά ριζωμένη κοινωνική αντίληψη περί στρατιωτικής αυτοσυγκράτησης. Σήμερα, όμως, τα δεδομένα αλλάζουν.

Οικοδομώντας την «ευρωπαϊκή ασπίδα»

Η στροφή του Βερολίνου συνοδεύεται από σημαντικές επενδύσεις. Ο Μερτς και το υπουργείο Άμυνας έχουν δεσμευτεί να αυξήσουν δραστικά τον αμυντικό προϋπολογισμό, ώστε να ανανεωθεί το οπλοστάσιο, να ενισχυθεί η ετοιμότητα και να καλυφθούν τα κενά σε προσωπικό.

Παράλληλα, ενισχύεται και ο βιομηχανικός τομέας: νέες παραγγελίες για άρματα Leopard, πυραυλικά συστήματα και ηλεκτρονικά συστήματα άμυνας ενεργοποιούν τις γερμανικές αμυντικές βιομηχανίες. Στον πυρήνα αυτής της στρατηγικής βρίσκεται η επιθυμία για στρατηγική αυτονομία -όχι μόνο για τη Γερμανία, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη.

Ωστόσο, η μεταμόρφωση της Bundeswehr δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η στρατιωτική υποδομή παραμένει γερασμένη, οι ελλείψεις σε προσωπικό είναι εκτεταμένες και η κοινωνική αποδοχή δεν είναι δεδομένη.

Ένα νέο Βερολίνο σε μια νέα Ευρώπη

Αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι η Γερμανία δεν επιδιώκει απλώς αμυντική επάρκεια. Επιδιώκει στρατηγικό ρόλο, ισχύ και επιρροή στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας. Και αν πετύχει το σχέδιο Μερτς, το Βερολίνο θα είναι σε θέση όχι μόνο να προστατεύει τον εαυτό του, αλλά και να ηγείται πολιτικά και στρατιωτικά της Ευρώπης.

Reuters: Η Γερμανία ενισχύει τον στρατό της κατά 60.000 άνδρες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ

Υπενθυμίζεται ότι βάσει των νέων στόχων του ΝΑΤΟ, η Γερμανία θα χρειαστεί έως και 60.000 επιπλέον στρατιώτες, καθώς η συμμαχία ενισχύει τις δυνάμεις της για να ανταποκριθεί σε αυτό που θεωρεί αυξημένη απειλή από τη Ρωσία.

«Ανταποκρινόμαστε στην ευθύνη μας ως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης», δήλωσε την Πέμπτη (05/06), στους δημοσιογράφους, ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Μπόρις Πιστόριους, πριν από τη συνάντηση με τους ομολόγους του στο ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, η οποία επρόκειτο να εγκρίνει τους νέους στόχους.

Όπως αναφέρει το Reuters, οι νέες απαιτήσεις είναι προσαρμοσμένες στα αμυντικά σχέδια της συμμαχίας, χιλιάδες σελίδες μυστικών εγγράφων που συντάχθηκαν για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και περιγράφουν λεπτομερώς πώς οι συμμαχικές δυνάμεις θα αντιδρούσαν σε μια ρωσική επίθεση στο ΝΑΤΟ.

Μεταφράζοντας αυτά τα σχέδια στα στρατιωτικά εργαλεία που απαιτούνται, το ΝΑΤΟ διαπίστωσε σοβαρές ελλείψεις σε διάφορους τομείς – από μεγάλους σχηματισμούς ετοιμοπόλεμων χερσαίων στρατευμάτων μέχρι όπλα μεγάλου βεληνεκούς, επαρκή αποθέματα πυρομαχικών και ασφαλείς επικοινωνίες.

Επισημαίνοντας τον μυστικό χαρακτήρα των στόχων, ο επικεφαλής του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, έδωσε μόνο ένα πρόχειρο περίγραμμα των κενών που επιδιώκει να καλύψει η συμμαχία.

«Πρέπει να επενδύσουμε στα συστήματα αεράμυνάς μας, πρέπει να επενδύσουμε στους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, πρέπει να επενδύσουμε στους ευέλικτους σχηματισμούς εδάφους, στα συστήματα διοίκησης και ελέγχου – όλα αυτά πρέπει να συμβούν», δήλωσε στους δημοσιογράφους, προσθέτοντας ότι όλα αυτά θα απαιτήσουν τεράστιες επενδύσεις.

Μεγάλη πρόκληση για το Βερολίνο

Συνολικά, η Μπούντεσβερ (σ.σ. οι ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας), θα χρειαστεί περίπου 50.000 έως 60.000 επιπλέον ενεργούς στρατιώτες σε όλους τους κλάδους του στρατού, σύμφωνα με τον Πιστόριους, γεγονός που θα τοποθετούσε τη μελλοντική δύναμη των γερμανικών δυνάμεων μεταξύ 250.000 και 260.000 στρατιωτών.

Την περασμένη εβδομάδα, το Reuters ανέφερε ότι το ΝΑΤΟ θα ζητήσει από τη Γερμανία να παράσχει επτά επιπλέον ταξιαρχίες μόνο του στρατού ή περίπου 40.000 στρατιώτες. Πηγές, οι οποίες μίλησαν υπό τον όρο της ανωνυμίας, έθεσαν τον στόχο για τον συνολικό αριθμό των ταξιαρχιών που θα πρέπει να παρέχουν στο μέλλον οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ σε 120 έως 130.

Ωστόσο, η στρατολόγηση δεκάδων χιλιάδων επιπλέον στρατιωτών θα αποτελέσει μεγάλη πρόκληση για το Βερολίνο και πιθανότατα θα πυροδοτήσει μια νέα συζήτηση για το αν θα πρέπει να επανέλθει η επιστράτευση η οποία ανεστάλη το 2011.

Η Μπούντεσβερ δεν έχει ακόμη επιτύχει τον στόχο των 203.000 στρατιωτών που έχει τεθεί για το 2018, και σήμερα είναι υποστελεχωμένη κατά περίπου 20.000 τακτικούς στρατιώτες, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Άμυνας.

Ο Πιστόριους δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με το ερώτημα εάν η εθελοντική στρατιωτική θητεία που σκοπεύει να εισαγάγει θα είναι επαρκής για να γεμίσει τις τάξεις της Μπούντεσβερ.

Παρόλα αυτά, προειδοποίησε ότι ο στρατός δεν θα μπορούσε επί του παρόντος να απορροφήσει μεγαλύτερο αριθμό κληρωτών λόγω έλλειψης στρατώνων και εκπαιδευτών.

«Μέχρι να έχουμε τέτοιες δυνατότητες, θα έχουμε εθελοντική θητεία - και ίσως και πέραν αυτού, αν είμαστε ελκυστικός εργοδότης και κερδίσουμε αρκετούς νέους και νέες για τον στρατό που συμφωνούν να υπηρετήσουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα».

Σε μια σημαντική αλλαγή, η Γερμανία χαλάρωσε πρόσφατα το φρένο του χρέους της για να επιτρέψει την αύξηση των αμυντικών δαπανών και υποστήριξε το σχέδιο του Ρούτε για αύξηση του στόχου των δαπανών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ.