Εν μέσω παγκόσμιας γεωπολιτικής αστάθειας και με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ να επαναπροσδιορίζουν παραδοσιακές συμμαχίες, η τοξική εμπειρία του Brexit δίνει τη θέση της στη σφυρηλάτηση μίας νέας στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου ως αναγκαία απάντηση στις προκλήσεις της αμυντικής θωράκισης, οικονομικής ανθεκτικότητας και προάσπισης των κοινών δημοκρατικών αξιών.
Εννέα χρόνια μετά το δημοψήφισμα που διεξήχθη μέσα σε κλίμα άνευ προηγουμένου πόλωσης, με τις σειρήνες του λαϊκισμού να ηχούν εκκωφαντικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, και πέντε χρόνια μετά την επίσημη αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση -μια διαδικασία που σημαδεύτηκε από έναν κυκεώνα σκληρών και συχνά συγκρουσιακών διαπραγματεύσεων- Λονδίνο και Βρυξέλλες πραγματοποιούν πλέον μια ρεαλιστική και επιβεβλημένη στροφή προς στενότερη συνεργασία, κυρίως στους τομείς της άμυνας και του εμπορίου.
Η αλλαγή αυτή υπαγορεύεται, σε μεγάλο βαθμό από τις γεωπολιτικές αβεβαιότητες που έχει προκαλέσει η επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο - αβεβαιότητες που σχετίζονται τόσο με τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία όσο και με τη διαφαινόμενη αποδέσμευση της Ουάσινγκτον από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας και τις εμμονικές δασμολογικές πολιτικές του Αμερικανού προέδρου.
Την ίδια ημέρα που ο πρωθυπουργός των Εργατικών, Κιρ Στάρμερ, και η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, επισφράγιζαν στη σύνοδο του Λονδίνου την επανεκκίνηση των σχέσεων ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο Ντόναλντ Τραμπ συνομιλούσε με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Η κατάληξη αυτής της πολυαναμενόμενης τηλεφωνικής επικοινωνίας ήρθε να υπογραμμίσει το κρίσιμο διακύβευμα για την Ευρώπη: να σταθεί ενωμένη στην υπεράσπιση της Ουκρανίας -τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στο διπλωματικό επίπεδο- και ταυτόχρονα να ενισχύσει επειγόντως τη δική της ασφάλεια.
Κομβικό σημείο της πολυεπίπεδης συμφωνίας-ορόσημο είναι η ενισχυμένη συνεργασία στους τομείς της αμυντικής βιομηχανίας, της στρατιωτικής κινητικότητας, της διαχείρισης κρίσεων και των ειρηνευτικών αποστολών, καθώς και στην αντιμετώπιση υβριδικών απειλών. Πρωτίστως, ανοίγει ο δρόμος για συμμετοχή βρετανικών αμυντικών βιομηχανιών στα προγράμματα προμηθειών της ΕΕ, την πρόσβαση δηλαδή της Βρετανίας στο κοινό χρηματοδοτικό «εργαλείο», ύψους 150 δισ. ευρώ (πρωτοβουλία SAFE) της Κομισιόν για κοινά αμυντικά προγράμματα προς ενίσχυση της αυτονομίας της Ευρώπης ενόσω οι ΗΠΑ στρέφονται στρατηγικά στη ζώνη του Ινδο-ειρηνικού προς ανάσχεση της Κίνας.
Θα ακολουθήσουν ωστόσο περαιτέρω διαβουλεύσεις όσον αφορά τον καθορισμό του πλαισίου για την πλήρη πρόσβαση της Βρετανίας στις κοινές επενδύσεις στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας SAFE, η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο «Ετοιμότητα 2030», τη Λευκή Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής ικανότητας μακροπρόθεσμα, ενόσω παράλληλα συνεχίζει να στηρίζει την Ουκρανία έναντι της Ρωσίας. Διαπραγματεύσεις θα ακολουθήσουν όχι μόνο για την οριστικοποίηση του σκέλους που αφορά την ασφάλεια και την άμυνα, αλλά για όλες τις πτυχές της συμφωνίας που αγγίζουν από το εμπορικές σχέσεις και σαφώς το πλέον ακανθώδες ζήτημα των δικαιωμάτων αλιείας στα βρετανικά χωρικά ύδατα έως την καθημερινή ζωή, τα ταξίδια και τις προοπτικές εργασίας, την κινητικότητα των νέων, την επαναφορά των προγραμμάτων Erasmus.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ, παρουσίασε τη συμφωνία για την άμυνα ως ένδειξη ότι «η Βρετανία επιστρέφει στη διεθνή σκηνή», υπογραμμίζοντας τον ρόλο του Ηνωμένου Βασιλείου ως ανεξάρτητου παράγοντα, αλλά και αφοσιωμένου εταίρου στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Η ρητορική του ανέδειξε μια ρεαλιστική προσέγγιση στη μετα-Brexit εποχή, επιδιώκοντας την ισορροπία ανάμεσα στην κυριαρχία και τα οφέλη της συνεργασίας. Χαρακτήρισε τη νέα εταιρική σχέση ως την απαρχή μιας «νέας εποχής» στις σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου-Ευρωπαϊκής Ένωσης, ικανής να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη και την ασφάλεια. Στο ίδιο πνεύμα, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, ο οποίος σημείωσε ότι οι δύο πλευρές «εργάστηκαν για να ξαναχτίσουν την εμπιστοσύνη» και μίλησε για ειλικρινή βούληση υπέρβασης των πληγών της εποχής του Brexit.
Στο σκέλος της ενέργειας, ση σύνοδο του Λονδίνου, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο υπογράμμισαν τη δέσμευσή τους για την επιτάχυνση της μετάβασης σε καθαρές, εγχώριες πηγές ενέργειας, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα - ιδιαίτερα υπό το πρίσμα γεωπολιτικών κινδύνων, όπως η χρήση της ενέργειας από τη Ρωσία ως όπλο και η γενικότερη αστάθεια στις παγκόσμιες αγορές.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επισήμανε ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καλύπτουν πλέον σχεδόν το 50% της ηλεκτροπαραγωγής στην ΕΕ, ενώ ανέδειξε τη στρατηγική σημασία της Βόρειας Θάλασσας ως μελλοντικού κόμβου αιολικής ενέργειας. Παράλληλα, επανεπιβεβαίωσε τον στόχο της ΕΕ να τριπλασιάσει την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας έως το 2030. Από την πλευρά του, ο Κιρ Στάρμερ συνέδεσε ευθέως την ενεργειακή με την εθνική ασφάλεια, επισημαίνοντας την ανάγκη να ξεπεραστούν οι ευπάθειες που προκαλεί η αστάθεια των αγορών ορυκτών καυσίμων. Τόνισε ότι η στροφή σε «καθαρή, εγχώρια ενέργεια» αποτελεί τον δρόμο για την ανάκτηση του ελέγχου επί του ενεργειακού συστήματος, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι τα ορυκτά καύσιμα θα παραμείνουν, για κάποια χρόνια ακόμη, μέρος του ενεργειακού μείγματος.
Από τα πλέον ευαίσθητα πολιτικά ζητήματα που «στοιχειώνουν» επί χρόνια τις σχέσεις ΕΕ - Ηνωμένου Βασιλείου είναι αυτό της αλιείας και της πρόσβασης των κρατών-μελών της ΕΕ στα βρετανικά χωρικά ύδατα. Δίχως το συμβιβασμό που επιτεύχθηκε για το μόνιμο αυτό «αγκάθι», κατά τις μαραθώνιες συνομιλίες που προηγήθηκαν, δεν θα είχε ανοίξει ο δρόμος για τη συνολική συμφωνία. Ο Κιρ Στάρμερ ανέλαβε το πολιτικό κόστος και αποδέχθηκε 12ετή (αντί πενταετή που είχε προτείνει αρχικά το Λονδίνο) επέκταση των ευρωπαϊκών αλιευτικών δικαιωμάτων στα βρετανικά χωρικά ύδατα. Η υπάρχουσα συμφωνία λήγει τον Ιούνιο του 2026 και σε αντάλλαγμα για τη 12ετή παράταση η βρετανική πλευρά εξασφαλίζει τη διευκόλυνση της εισαγωγής βρετανικών αγροδιατροφικών προϊόντων στην ΕΕ μέσω χαλάρωσης των σχετικών γραφειοκρατικών διαδικασιών.
Στον αγροδιατροφικό τομέα, θεσπίστηκε μόνιμο καθεστώς που μειώνει τους ελέγχους για προϊόντα όπως τυριά, αλλαντικά και θαλασσινά, διευκολύνοντας τις εξαγωγές προς την ΕΕ. Η βρετανική κυβέρνηση εκτιμά ότι το μέτρο αυτό θα ενισχύσει την οικονομία με 9 δισ. λίρες και θα οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές τροφίμων για τους καταναλωτές, αναδεικνύοντας τα οικονομικά οφέλη μιας στενότερης ευθυγράμμισης όσον αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο σε επιλεγμένους τομείς. Προκειμένου να μετριαστούν οι εσωτερικές αντιδράσεις για το ζήτημα της αλιείας και να στείλει μήνυμα διαρκούς δέσμευσης για το μέλλον του κλάδου, η κυβέρνηση Στάρμερ ανακοίνωσε επίσης τη δημιουργία ενός ταμείου ύψους 360 εκατ. λιρών για τον εκσυγχρονισμό των παράκτιων κοινοτήτων και την υποστήριξη της εγχώριας αλιευτικής βιομηχανίας.
Δεν απετράπη, ωστοσο, η «ανάφλεξη» στην πολιτική σκηνή του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς τα αλιευτικά δικαιώματα είχαν και έχουν κεντρική θέση στο αφήγημα του Brexit, με το συντηρητικό μπλοκ να κατακεραυνώνει την κυβέρνηση για τη συμφωνία με τις Βρυξέλλες καταγγέλλοντας υπονόμευση της κυριαρχίας που ανακτήθηκε μέσω της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η επικεφαλής των Τόρις, Κέμι Μπάντενοχ, χαρακτήρισε τη συμφωνία ως μετατροπή του Ηνωμένου Βασιλείου σε «υποτακτικό αποδέκτη κανόνων», υπονοώντας απώλεια κυριαρχίας και ελέγχου. Το ακροδεξιό κόμμα Reform UK υπό τον πρωτεργάτη του Brexit Νάιτζελ Φάρατζ, που «καλπάζει» στις δημοσκοπήσεις, προχώρησε ακόμη περισσότερο. Με κορόνες για «απόλυτη παράδοση» και το «τέλος της αλιευτικής βιομηχανίας», ο Φάρατζ είναι και πάλι στην πρώτη γραμμή μιας βαθιά ριζωμένης ευρωσκεπτικιστικής δυσαρέσκειας απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια προσέγγισης με την ΕΕ.
Οι πολιτικές αντιδράσεις στο εσωτερικό του Ηνωμένου Βασιλείου αναδεικνύουν την εύθραυστη ισορροπία στην οποία καλείται να κινηθεί η κυβέρνηση Στάρμερ, η οποία είναι βαθιά αντιδημοφιλής πριν καν συμπληρώσει ένα χρόνο στη διακυβέρνηση, όμως από την άλλη οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν πως οι Βρετανοί έχουν μετανοιώσει για το Brexit. Παρουσιάζοντας τη συμφωνία ως έναν ρεαλιστικό επαναπροσδιορισμό σχέσεων που σέβεται την απόφαση εξόδου από την ΕΕ και παράλληλα προσπαθεί να αξιοποιήσει αμυντικά και οικονομικά οφέλη, ο Στάρμερ έχει επιχειρήσει να κινηθεί προσεκτικά καθώς γνωρίζει τους πολιτικούς κινδύνους που συνεπάγεται η αναθέρμανση των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε ένα εσωτερικό περιβάλλον όπου το Brexit εξακολουθεί να διχάζει βαθιά την κοινωνία και το πολιτικό σκηνικό.
«Ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε μπροστά. Να ξεφύγουμε από τις παλιές ‘μπαγιάτικες' συζητήσεις και τις πολιτικές διαμάχες και να επικεντρωθούμε στην παροχή κοινών, πρακτικών λύσεων που θα αποφέρουν το καλύτερο για τον βρετανικό λαό» δηλώνει ο ίδιος επιδιώκοντας να προβάλλει ότι η συμφωνία της Δευτέρας κλείνει οριστικά ένα αμφιλεγόμενο κεφάλαιο στη βρετανική πολιτική και προσπαθώντας να αποφύγει να ανοίξουν παλιές πληγές. Ωστόσο ακριβώς αυτό κινδυνεύει να συμβεί, την ώρα που το Reform UK έχει μόλις πρόσφατα κερδίσει σημαντικό έδαφος στις τοπικές εκλογές με τη γνωστή αντιμεταναστευτική και αντιευρωπαϊκή ρητορική.