Διελκυστίνδα πυρηνικής ισχύος Τραμπ και Πούτιν με φόντο την Ουκρανία
AP Photo/Alexander Zemlianichenko, Pool, Mark Schiefelbein, File
AP Photo/Alexander Zemlianichenko, Pool, Mark Schiefelbein, File

Διελκυστίνδα πυρηνικής ισχύος Τραμπ και Πούτιν με φόντο την Ουκρανία

Η απόσυρση της Μόσχας από τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας (INF) και η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αναπτύξει πυρηνικά υποβρύχια με δυνατότητες στρατηγικού πλήγματος κοντά στα ρωσικά εδάφη, ενόσω εκρεμμούσε το τελεσίγραφό του προς το Κρεμλίνο για την Ουκρανία, ήλθαν να πυροδοτήσουν κλίμα έντασης που παραπέμπει στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Τα εκτεταμένα οπλοστάσια ΗΠΑ και Ρωσίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη πυρηνικών προγραμμάτων από άλλα κράτη, επιβαρύνουν περαιτέρω ένα ήδη εύθραυστο διεθνές περιβάλλον.

Η Ευρώπη, που βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της αντιπαράθεσης και αντιμετωπίζει αυξανόμενες απειλές από τη Ρωσία, διαθέτει περιορισμένες επιλογές για αυτόνομη πυρηνική αποτρεπτική ισχύ, εξακολουθώντας να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες όμως υπό την ηγεσία Τραμπ αποτελούν έναν απρόβλεπτο σύμμαχο. 

Την ίδια στιγμή, το συνεχώς διογκούμενο πυρηνικό οπλοστάσιο της Κίνας προσθέτει περαιτέρω πολυπλοκότητα στη στρατηγική σταθερότητα, χωρίς καν να αναφερθούν οι πυρηνικές δυνατότητες των υπόλοιπων μικρών ή μεγαλύτερων δρώντων στην παγκόσμια πυρηνική «τάξη». 

Η Συνθήκη INF υπεγράφη το 1987 από τους τότε προέδρους των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, Ρόναλντ Ρέιγκαν και Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, καταργώντας μία ολόκληρη κατηγορία πυρηνικών πυραύλων με βεληνεκές έως 5.500 χιλιόμετρα. Η συνθήκη ήταν στην πραγματικότητα εδώ και καιρό «ακρωτηριασμένη», καθώς το 2019 είχαν αποχωρήσει από αυτήν οι ΗΠΑ, κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ, και η ανακοίνωση της Ρωσίας την περασμένη Τρίτη αφορούσε ουσιαστικά τον τερματισμό των περιορισμών που η ίδια αυτοβούλως εξακολουθούσε να εφαρμόζει στην ανάπτυξη των πυραύλων που καλύπτονταν από τη συνθήκη.

Η απόσυρση της Ρωσίας από τη συνθήκη INF σημαίνει ότι μπορεί πλέον να αναπτύξει πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς πιο κοντά στο ευρωπαϊκό και ασιατικό έδαφος, χωρίς περιορισμούς, μειώνοντας τη στρατηγική προβλεψιμότητα και υπονομεύοντας δεκαετίες προσπαθειών για σταθερότητα και περιορισμό των πυρηνικών όπλων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η εξέλιξη αυτή σημαίνει επιπλέον ότι απομένει σε ισχύ μόνο μία διμερής συμφωνία για τα πυρηνικά όπλα μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον: η New START για τον περιορισμό των στρατηγικών πυρηνικών οπλοστασίων των δύο χωρών, η οποία πάντως πρόκειται να λήξει και αυτή τον προσεχή Φεβρουάριο και υπό τις επικρατούσες συνθήκες δεν φαίνεται ορατή η εκ νέου ανανέωσή της - εκτός εάν ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιχειρήσει να «δελεάσει» τον Τραμπ κατά την προσεχή τους συνάντηση και με μία πρόταση συνομιλιών για τον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών, γεγονός που ο Αμερικανός πρόεδρος επιθυμεί.

Η συνθήκη New START υπεγράφη το 2010 από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και τον Ρώσο ομόλογό του Ντμίτρι Μεντβέντεφ στην Πράγα και ορίζει ανώτατο όριο στρατηγικών πυρηνικών κεφαλών που μπορούν να αναπτύξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία. Συγκεκριμένα, ορίζει ανώτατο όριο 1.550 πυρηνικών κεφαλών που μπορεί να αναπτύξει κάθε πλευρά, δηλαδή μείωση κατά 30% σε σχέση με το όριο που προέβλεπε η προηγούμενη συνθήκη του 2002. Ετέθη σε ισχύ το 2011 και παρατάθηκε το 2021 για πέντε χρόνια μετά την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Τζο Μπάιντεν. Στις 21 Φεβρουαρίου 2023, η Ρωσία ανέστειλε τη συμμετοχή της στη συνθήκη, ωστόσο δεν αποχώρησε και διευκρίνισε ότι θα συνεχίσει να τηρεί τα αριθμητικά όρια που προβλέπονται από αυτήν.

Μόσχα και Ουάσινγκτον εξακολουθούν να είναι συμβαλλόμενα μέρη σε άλλες πολυμερείς διεθνείς συνθήκες που αποσκοπούν στην πρόληψη της διασποράς και της χρήσης πυρηνικών όπλων, αλλά η επιδείνωση των μεταξύ τους σχέσεων σε ένα εξόχως ασταθές διεθνές περιβάλλον, σε συνδυασμό με τη μείωση των συνθηκών, έχει προκαλέσει ανησυχίες διεθνώς, όπως καταγράφεται σε σειρά αναλύσεων,

Αν και η λήξη των συμφωνιών για τα πυρηνικά όπλα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας δεν αυξάνει απαραίτητα την πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου, «σίγουρα δεν τη μειώνει», δηλώνει στους Los Angeles Times ο Αλεξάντερ Μπόλφρας, ειδικός σε θέματα ελέγχου των πυρηνικών όπλων στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS).

Η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν οι δύο ισχυρότερες πυρηνικές δυνάμεις, αντιπροσωπεύοντας μαζί περίπου το 87-88% όλων των πυρηνικών κεφαλών παγκοσμίως. Το 2025 η Ρωσία διατηρεί περίπου 5.460 πυρηνικές κεφαλές, συμπεριλαμβανομένων 1.718 που έχουν αναπτυχθεί, ενώ οι ΗΠΑ διαθέτουν περίπου 5.177 κεφαλές σε κατάσταση ανάπτυξης και εφεδρείας. Το πυρηνικό οπλοστάσιο των δύο χωρών αποτελείται από τρεις κατηγορίες πυραύλων: α) τους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους (ICBM) που εκτοξεύονται από το έδαφος, β) τα στρατηγικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη και γ) τους βαλλιστικούς πυραύλους που εκτοξεύονται από υποβρύχια (SLBM). Η Ρωσία, πάντως, αντιμετωπίζει εμπόδια και καθυστερήσεις όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό του δικού της πυρηνικού οπλοστασίου, ιδίως των ICBM και των στρατηγικών βομβαρδιστικών.

Πέρα από αυτές τις δύο υπερδυνάμεις, και άλλες χώρες ενισχύουν τα πυρηνικά αποθέματά τους, με το οπλοστάσιο της Κίνας να επεκτείνεται σημαντικά προς τις 600 κεφαλές και να προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει τις 1.000 έως το 2030. Το Πεκίνο υποστηρίζει ότι η πυρηνική του στρατηγική παραμένει αμυντική, δίνοντας έμφαση στην αποτροπή και όχι στην «πρώτη χρήση».

Η Γαλλία, η μόνη πυρηνική δύναμη της Eυρωπαϊκής Ένωσης μετά το Brexit, διατηρεί περίπου 290 κεφαλές (συν 80 που πρόκειται να αποσυναρμολογηθούν), η Βρετανία 225 με αυξητικές τάσεις, ενώ άλλες πυρηνικές χώρες όπως η Ινδία, το Πακιστάν και η Βόρεια Κορέα διαθέτουν πολύ λιγότερες, αλλά αποτελούν προκλήσεις για την περιφερειακή ασφάλεια. 

Η Ευρώπη παραμένει ιδιαίτερα ευάλωτη καθώς βρίσκεται γεωγραφικά ανάμεσα σε δύο αντίπαλες υπερδυνάμεις. Η κατάρρευση της Συνθήκης INF σημαίνει ότι περισσότεροι πύραυλοι με πυρηνική ικανότητα ενδέχεται να αναπτυχθούν πιο κοντά στο ευρωπαϊκό έδαφος, αυξάνοντας τους κινδύνους λόγω λανθασμένων -ή μη- εκτιμήσεων της αντίπαλης πλευράς σε περιόδους κρίσης. Η πρόσφατη επίσκεψη του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πρώτη αρχηγού κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το Brexit, αποτέλεσε ιστορικό ορόσημο όσον αφορά τον συντονισμό μεταξύ των δύο μοναδικών πυρηνικών δυνάμεων της Ευρώπης για αυτονομία της ευρωπαϊκής πυρηνικής αποτροπής. 

Το ρωσικό πυρηνικό δόγμα επιτρέπει τη χρήση πυρηνικών όπλων κατόπιν προειδοποίησης (LOW, launch-on-warning), όταν υπάρχει άμεση απειλή από βαλλιστικούς πυραύλους ή άλλα όπλα μαζικής καταστροφής ή, ενδεχομένως, μαζική χρήση συμβατικών επιθέσεων που συνιστούν ενδεχομένως υπαρξιακή απειλή για την ακεραιότητα του κράτους. Σε αυτό το σενάριο, η Μόσχα θα μπορούσε να πραγματοποιήσει πυρηνική επίθεση πλήρους κλίμακας, προτού καν μια πραγματική ή υποτιθέμενη επίθεση βρει τον στόχο της εντός της Ρωσίας.

Αυτή η υποκειμενική εκτίμηση του τι θα μπορούσε να θεωρηθεί υπαρξιακή απειλή έχει οδηγήσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν να προβαίνει συχνά σε απειλές για χρήση πυρηνικών όπλων στον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία. Ήδη από την έναρξη της απρόκλητης εισβολής, το 2022, ο Πούτιν υπαινίχθηκε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να καταφύγει στη χρήση πυρηνικών όπλων μόνο για να εντείνει τον πυρηνικό εκβιασμό της Δύσης στα χρόνια που έχουν ακολουθήσει. Στην πρώτη γραμμή των απειλών βρίσκεται σταθερά ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ - οι εμπρηστικές δηλώσεις του οποίου ήταν άλλωστε εκείνες που ώθησαν τον Τραμπ να δώσει προ ημερών την εντολή για την προώθηση των πυρηνικών υποβρυχίων.

Για πολλούς αναλυτές οι απειλές Πούτιν δεν είναι τίποτα παραπάνω από υλικό εσωτερικής κατανάλωσης για τα μέσα ενημέρωσης της χώρας του και δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως ενεργοποίηση του ρωσικού πυρηνικού δόγματος. Σε κάθε περίπτωση όμως τα ρωσικά πυρηνικά όπλα είναι εκεί και «κοιτούν» την Ευρώπη.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιούνιο, υπάρχουν συνολικά περίπου 12.121 πυρηνικές κεφαλές, εκ των οποίων περίπου 9.585 είναι διαθέσιμες για στρατιωτική χρήση. «Υπάρχει μεγάλη ανησυχία μεταξύ των ειδικών ότι μπορεί να ξεκινήσει μία νέα κούρσα εξοπλισμών», δηλώνει ο Τζον Ίραθ, διευθυντής του Κέντρου Ελέγχου και Μη Διασποράς Όπλων (Center for Arms Control and Non-Proliferation) της Ουάσινγκτον. 

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί προηγούμενο αν η Ρωσία επικρατήσει και αποδείξει ότι «η στρατιωτική επιθετικότητα που υποστηρίζεται από πυρηνικές απειλές» αποδίδει, σημειώνει ο ίδιος και προειδοποιεί ότι «εάν οι πυρηνικές απειλές κανονικοποιηθούν ως εργαλείο άσκησης κρατικής πολιτικής, αυτό θα δώσει στις χώρες έναν επιπλέον λόγο να αποκτούν και να διατηρούν πυρηνικά όπλα».