Οι κερδισμένοι, οι χαμένοι και ο «Τραμπισμός»
Εκλογές ΗΠΑ

Οι κερδισμένοι, οι χαμένοι και ο «Τραμπισμός»

Οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ αφορούν το Κογκρέσο αλλά και πολλές θέσεις κυβερνητών στις πολιτείες. Συγκεκριμένα, αφορούν όλες (και τις 435) έδρες της Βουλής των Αντιπροσώπων και 35 (από τις 100) έδρες της Γερουσίας. Αφορούν, επίσης, και 36 από τις 50 θέσεις κυβερνητών των πολιτειών.

Το τοπίο θα χρειαστεί ακόμη ώρες και ίσως ημέρες για να ξεκαθαρίσει πλήρως. Είναι γεγονός ότι η καταμέτρηση δεν έχει ολοκληρωθεί παντού και αυτό δεν μπορεί παρά να μας κάνει ιδιαίτερα επιφυλακτικούς. Π.χ. στην Αριζόνα και τη Νεβάδα είναι ακόμη δύσκολο να υπάρξει μια απολύτως ασφαλής εκτίμηση ενώ και στη Τζόρτζια, όταν γραφόταν αυτό το κείμενο, η καταμέτρηση έμοιαζε να έχει κολλήσει με τα ποσοστά μοιρασμένα ακριβώς στην μέση. Από τα στοιχεία που έχουμε μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι η συμμετοχή των πολιτών υπήρξε ικανοποιητική για τα αμερικανικά δεδομένα. 

Όμως όλα δείχνουν ότι η πλειοψηφία της Βουλής πηγαίνει στους Ρεπουμπλικανούς αλλά με λιγότερο εντυπωσιακή ισχύ σε σχέση με τις περισσότερες προβλέψεις, ενώ η Γερουσία φαίνεται μοιρασμένη. Είναι ακόμη νωρίς να βγάλουμε συμπέρασμα, αλλά είναι πιθανό η Γερουσία να έχει οριακή πλειοψηφία των Δημοκρατικών. Πληθωρισμός και αμβλώσεις ήταν τα κυρίαρχα ζητήματα για όλους, ακολουθούμενα από τον έλεγχο των όπλων, την μετανάστευση και την εγκληματικότητα. Αλλά οι θέσεις – πρώτο ή δεύτερο – διέφεραν. Ο πληθωρισμός σε πρώτη θέση για τους ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικανών, το ζήτημα των αμβλώσεων, αντίστοιχα, για τους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών. Η επιτυχία του Τζων Φέττερμαν αποτελεί πολύ σημαντική ένδειξη προσπάθειας της Αριστεράς των Δημοκρατικών να επανασυνδεθούν με την εργατική τάξη σε θύλακες παλαιών βιομηχανικών πολιτειών όπως η ιστορική Πενσυλβάνια. 

Ο Τραμπ έκαψε κάποιους υποψήφιους με την συνεχή (και για πολλούς τοξική) παρουσία του, αντίθετα ο Μπάιντεν διαδραμάτισε έναν περισσότερο διακριτικό ρόλο, αφήνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τον Ομπάμα να βγει μπροστά. O Τραμπ είχε κάποια συμβολή και στην αποτυχία του ανοιχτά και απροκάλυπτα φιλότουρκου (η τουρκική καταγωγή δεν μας αφορά) Μεχμέτ Οζ για τη Γερουσία της Πενσυλβάνια.

Σε γενικές γραμμές, με δεδομένο τον πληθωρισμό (8,2% το 2022 από 2,3% το 2019) και τις εκρηκτικές διεθνείς συνθήκες, οι ενδιάμεσες εκλογές δεν πήγαν άσχημα για τους Δημοκρατικούς. Η δυσαρέσκεια για την προεδρία  δεν επηρέασε σε κρίσιμο βαθμό τις εκλογές ενώ και η συνδυασμένη επίπτωση της συντηρητικής πλειοψηφίας του Ανώτατου Δικαστηρίου (ειδικά αλλά όχι αποκλειστικά αναφορικά με την πρόσφατη απόφαση για τις εγκατάλειψη της ομοσπονδιακής προστασίας των αμβλώσεων) και της συχνής αναφοράς στη δημοσιότητα για τους κινδύνους για την δημοκρατική λειτουργία , βοήθησαν τους Δημοκρατικούς. 

Δυο κυβερνεία περνάνε από τους Ρεπουμπλικανούς στους Δημοκρατικούς και, γενικότερα, η ισχύς των Δημοκρατικών στους κυβερνήτες πολιτειών παραμένει αξιοσημείωτη παρά τη σχετική φθορά της άσκησης εξουσίας.

Με δυο λόγια, οι ενδιάμεσες εκλογές του 2022 πήγαν καλύτερα για τον Μπάϊντεν σε σύγκριση, αντίστοιχα, με τις ενδιάμεσες του 1994 για τον Κλίντον και τις αντίστοιχες του 2010 για τον Ομπάμα. 

Βεβαίως, η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Βουλή θα σημάνει πολύ μεγαλύτερη δυσκολία στην παραγωγή νομοθετικού έργου. Πιθανότατα θα σημάνει, επίσης, την αναζήτηση από την ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Βουλή της διερεύνησης σειράς πραγματικών ή κατασκευασμένων υποθέσεων κακοδιοίκησης, διαφθοράς κλπ. Η ανάγκη καταπολέμησης του πληθωρισμού θα παραμείνει κεντρική αναφορά αλλά το ζήτημα είναι πώς η χώρα – και ο πλανήτης – δεν θα διολισθήσουν στον στασιμοπληθωρισμό. Η κεντρική τράπεζα (το Federal Reserve Board) θα κληθεί να διαδραματίσει ακόμη ισχυρότερο ρόλο σε αυτό το πλαίσιο, που όμως θα την εκθέσει ακόμη περισσότερο στην πολιτικοποίηση.   

Ανάλογα με τις εξελίξεις αλλά και τον τρόπο διαχείρισης των αποτελεσμάτων, θα μειωθούν οι πιθανότητες της υποψηφιότητας του τοξικού Τραμπ για τις προεδρικές εκλογές του 2024. Βέβαια το ερώτημα, ποιος θα είναι ο υποψήφιος των Δημοκρατικών το 2024, είναι ένα άλλο, δύσκολο ερώτημα. 

Ο Ρεπουμπλικανός Ron DeSantis, ο οποίος επανεξελέγη κυβερνήτης της Φλόριντα, αναδεικνύεται ως ένας από τους πιθανούς διεκδικητές του χρίσματος για το 2024. Κάτι που ήδη επισύρει τα πυρά του Τραμπ. 

Στους Δημοκρατικούς, ο Josh Shapiro, ο νέος κυβερνήτης της Πενσυλβάνια που νίκησε τον Ρεπουμπλικανό Doug Mastriano, αποτελεί σημαντική παρουσία που θα διαδραματίσει ρόλο στο μέλλον. Ο Mastriano είναι ένας από τους εκλεκτούς του Τραμπ (όπως και ο Oz, επίσης στην Πενσυλβάνια) που ηττήθηκαν.   

Το ίδιο, σε ένα βαθμό, ισχύει για τον αφροαμερικανό πάστορα Raphael Warnock, ο οποίος φαίνεται να προηγείται οριακά στην εκλογή για μια από τις δυο έδρες της Τζόρτζια στη Γερουσία.

Για τις επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική και τον διεθνή ρόλο των ΗΠΑ είναι πολύ νωρίς να εξαχθούν σοβαρά συμπεράσματα. Δυο σημεία μπορούν απλώς να επισημανθούν. Πρώτον, η αποτυχία του τηλεοπτικά προβεβλημένου γιατρού Μεχμέτ Οζ είναι σημαντική και ακόμη περισσότερο σημαντικές είναι οι επιτυχίες αρκετών βουλευτών που έχουν αποδειχθεί φίλοι της Ελλάδας και της Κύπρου. Δεύτερον, είναι πιθανό η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Βουλή να επηρεάσει περαιτέρω την ήδη διαμορφούμενη τάση στην Ουάσιγκτον να προσεγγιστεί η ρωσο-ουκρανική κρίση και από την  απαραίτητη σκοπιά των μελλοντικών διαπραγματεύσεων. 

Αλλά και ως προς αυτό – όπως ήδη σημείωσα – είναι κάπως νωρίς για πραγματική ανάλυση. Οι Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν ενιαία σαφή άποψη, αντίθετα από αυτά που ενίοτε κυκλοφορούν στη δημοσιότητα. Η εικόνα που έχει διαμορφωθεί οφείλεται στο ότι αφενός κάποιοι προβεβλημένοι Ρεπουμπλικανοί υποστηρίζουν πράγματι την εγκατάλειψη της συνεχούς στήριξης της Ουκρανίας και – αφετέρου – στην πληθωρική ανάδειξη της (ασφαλώς υπαρκτής αλλά και εντέχνως υπερτονισμένης) ρωσικής ανάμειξης, ως προς την οποία δημιουργούνται εντυπώσεις και πέραν της πραγματικότητας. Η εικόνα θα χρειαστεί αρκετές ημέρες και ίσως εβδομάδες για να ξεκαθαρίσει.     


Ακραία πόλωση ή επαναφορά;

Ίσως το πιο κρίσιμο από τα (πολλά) στοιχεία που αναδεικνύονται από τις ενδιάμεσες εκλογές αφορά το μείζον ζήτημα της πόλωσης στις ΗΠΑ. Θα δούμε επιδείνωση της ακραίας πόλωσης με απρόβλεπτες συνέπειες ή σταδιακή επαναφορά στον ελεγχόμενα πολωμένο ανταγωνισμό;  

Με άλλα λόγια, θα μπορέσει ένα σχετικά «μοιρασμένο» αποτέλεσμα όπως αυτό που προκύπτει από τις ενδιάμεσες εκλογές να ανακόψει την πορεία προς περισσότερο ακραίες μορφές πόλωσης; Ή μήπως οι δυσκολίες στη διακυβέρνηση που θα φέρει η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Βουλή, θα εντείνουν την οξύτητα και την πόλωση; Είναι σαφές ότι ο Τραμπ ως πολιτική παρουσία έχει καταστεί τοξικός και για πολλούς ρεπουμπλικανούς. Γενικότερα, οι ενδιάμεσες εκλογές θα αποτελέσουν σταθμό σχετικής αποδυνάμωσης των ρεπουμπλικανών του Τραμπ (MAGA Republicans) και θα δώσουν νέα ευκαιρία στους ρεπουμπλικανούς που τοποθετήθηκαν εναντίον του είτε εξαρχής είτε μετά την τραυματική εμπειρία της εξωθεσμικής αμφισβήτησης του αποτελέσματος των τελευταίων προεδρικών εκλογών. Ο τυχοδιωκτισμός του Τραμπ τον Ιανουάριο του 2021 σόκαρε αρκετούς Ρεπουμπλικανούς αλλά και πολλούς πολιτικά απαθείς. 

Παρόλα αυτά, το μείγμα ιδεολογικού πειραματισμού, χυδαίου επικοινωνιακού λαϊκισμού και δημόσιων πολιτικών που ήδη αποκαλείται «Τραμπισμός» παραμένει ζωντανό και μπορεί να μεταλλαχθεί περαιτέρω. Ο DeSantis μπορεί να γίνει όχημα μιας τέτοιας συνέχειας, παρά τις επιθέσεις που δέχεται ήδη από τον Τραμπ. 

Σε κάθε περίπτωση, τα εναλλακτικά σενάρια δεν είναι η δυνατότητα ενός φαντασιακού «κέντρου» όπως κάποιοι ήδη διατείνονται (συγχέοντας την αμερικανική πραγματικότητα με άλλα παραδείγματα) και μιας εντεινόμενης πόλωσης. Τα εναλλακτικά σενάρια είναι ακραία πόλωση με απρόβλεπτα αποτελέσματα ή επάνοδος στον ελεγχόμενο πολωμένο ανταγωνισμό. Ένα επίπεδο πόλωσης είναι πλέον αναπόφευκτο στις ΗΠΑ, για λόγους που είναι εν πολλοίς δομικοί. Το ερώτημα είναι αν η πόλωση θα περιοριστεί στο συνταγματικό πλαίσιο όπως πριν την περίοδο Τραμπ (προσφάτως, σημαντική πόλωση υπήρχε ήδη από τον Κλίντον ενώ παλαιότερα, μορφές ακραίας πόλωσης υπήρξαν στη δεκαετία του 1960) ή (όπως συνέβη με τον συνδυασμό θεσμικής και εξωθεσμικής αμφισβήτησης του αποτελέσματος των τελευταίων προεδρικών εκλογών) θα ζήσουμε μια ακραία πόλωση που κάθε τόσο θα προκαλεί ρωγμές στο ευρύτερο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο. Το κάθε ένα από αυτά τα δυο εναλλακτικά σενάρια θα έχει σοβαρές και πολυεπίπεδες επιπτώσεις στον πλανήτη συνολικά.  

 

*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.