Η συμμαχία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οικοδομήθηκε ως μια ιστορική συγκατοίκηση στρατηγικών συμφερόντων και κοινών αξιών, αποτελώντας την αυτονόητη συνέχεια του αντικομμουνιστικού αγώνα, της οικονομικής ολοκλήρωσης και της θεσμικής σταθερότητας του φιλελεύθερου status quo. Από το Σχέδιο Μάρσαλ έως την ίδρυση του NATO και από τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων μέχρι την ευρωπαϊκή ενοποίηση, η "Δύση" νομιμοποιούσε τον ηγεμονικό της ρόλο όχι μόνο διά της ισχύος, αλλά μέσω της ιστορικώς επαγγελθείσας αποστολής της.
Ωστόσο, στην παρούσα συγκυρία, και ιδίως υπό την εμφάνιση του εθνικο-λαϊκιστικού πλαισίου της διοίκησης Τράμπ, οι διατλαντικές σχέσεις μοιάζουν να εισέρχονται σε μια περίοδο βαθύτατης κρίσης. Το ιδεολογικό ρήγμα είναι πλέον αδιαμφισβήτητο: η Ευρώπη δεν νοείται πια ως αξιόπιστος εταίρος, αλλά ως μιά γραφειοκρατία που, κατά τη ρητορική του αμερικανικού "MAGA", συνιστά εμπόδιο στις γεωστρατηγικές προτεραιότητες των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η παραδοσιακή αντίληψη των ατλαντικών δεσμών ως αδιατάρακτης σταθεράς του δυτικού κόσμου υπονομεύεται ρητά, όχι μόνο από τον Τράμπ και τους επιτελείς του, αλλά και από ένα ευρύτερο δίκτυο σχολιαστών και αξιωματούχων που προωθεί την ιδέα μιάς μετα-ευρωπαϊκής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής, στην οποία η ΕΕ αντιμετωπίζεται ως ενοχλητικό υπόλειμμα μιας παρηκμασμένης πολιτικής ενοποίησης. Η ύπαρξη της ΕΕ καθ’ εαυτή μοιάζει να εκλαμβάνεται, από μερίδα της αμερικανικής δεξιάς, ως ιδεολογική πρόκληση και μετα-εθνικό παραστράτημα, ένας τεχνοκρατικός μηχανισμός με πατερναλιστικές αντιλήψεις, ασύμβατος με το αναθεωρητικό αφήγημα ισχύος της Weltanschauung του Προέδρου των ΗΠΑ.
Η ανατροπή αυτής της ιστορικά παγιωμένης κανονικότητας έχει επιφέρει βαθιούς κλυδωνισμούς, ιδίως καθώς η ρωσική επιθετικότητα και η αμερικανική ασυνέπεια συμπλέκονται σε ένα δυσερμήνευτο σχήμα, ικανό να αποσταθεροποιήσει τον στρατηγικό ορίζοντα της ηπείρου. Αν η Αμερική οραματίζεται την αποδόμηση της Ευρώπης ως απάντηση στην πολυπλοκότητα του κόσμου, η Ευρώπη αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην πεπατημένη και στην ανάγκη της εκ νέου θεμελίωσης της.
Σε μια εποχή κατά την οποία η δημοκρατία υπονομεύεται όχι μόνο από τους φανερούς της εχθρούς, αλλά και από τους κατ’ επίφασιν θεματοφύλακές της, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η Ευρώπη δύναται ακόμη να λειτουργεί ως φάρος και έμπνευση για τις κοινωνίες που την επικαλούνται, την ονειρεύονται ή την αμφισβητούν.
...
Η ιστορική σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρξε πάντοτε διττής υφής· αφενός θεμελιωμένη σε κοινούς θεσμικούς, οικονομικούς και ιδεολογικούς άξονες, αφετέρου διαρκώς υπονομευόμενη από την ασύμμετρη φύση της ισχύος και τον υπαινικτικό ανταγωνισμό πολιτικών προτεραιοτήτων. Στην τρέχουσα συγκυρία, αυτή η εγγενής ένταση φαίνεται να έχει αποκτήσει έναν χαρακτήρα σχεδόν εμπρηστικό, καθώς η διοίκηση Τράμπ επενδύει συστηματικά στην απονομιμοποίηση της ΕΕ.
Η εθνικο-λαϊκιστική εκτροπή του Λευκού Οίκου, αποκρυσταλλωμένη με απροκάλυπτο τρόπο στο προσφάτως δημοσιοποιηθέν στρατηγικό υπόμνημα εθνικής ασφαλείας, συνιστά ωμή αποδόμηση της ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας, η οποία αναπαρίσταται ως σκιά του εαυτού της που αυτοκαταργείται πολιτισμικά, μοιάζοντας πλέον εθελούσια, παγιδευμένη σε ένα σχήμα ήττας, ανίκανη να αντιτάξει κάτι περισσότερο από παθητική αγανάκτηση στη ρωσική επιθετικότητα.
Δεν πρόκειται πλέον για σποραδικές λεκτικές αιχμές, αλλά για μια δομική μετατόπιση: από τη συμμαχία στην ιδεολογική σύγκρουση. Η αποκαλυπτική ρητορική του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ, σε συνέντευξή του στο Politico, είναι ενδεικτική του βάθους αυτής της αντιπαράθεσης. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες περιγράφονται συλλήβδην ως "αδύναμοι", "πολιτικά ορθοί" και "άβουλοι", ένας δριμύς ψόγος που υπαινίσσεται όχι μόνο στρατηγική αναποτελεσματικότητα, αλλά και υπαρξιακή κρίση.
Η αντίληψη της Ευρώπης ως του “ξένου” εξ εσώ της Δύσης έχει πλέον ενσωματωθεί ως συστατικό στοιχείο στην πολιτική μυθολογία του κινήματος MAGA, το οποίο διαμορφώνει την ίδια του την ταυτότητα μέσα από την αποκαθήλωση των μεταπολεμικών συμμαχιών και των αξιακών παραδοχών του δυτικού κόσμου.
Η επιθετικότητα δεν είναι μόνο ρητορική, αλλά και θεσμική. Ο υφυπουργός Εξωτερικών Christopher Landau, εξέφρασε δημοσίως την αγανάκτησή του απέναντι σε μια Ένωση, της οποίας τα κράτη-μέλη "επιζητούν την προώθηση ατζεντών εχθρικών πρός τα αμερικανικά συμφέροντα και την ασφάλεια". Το εν λόγω απόσπασμα δεν συνιστά απλώς διπλωματική διαμαρτυρία· προοικονομεί την αναθεώρηση του διατλαντικού πλαισίου ως τέτοιου, η οποία στηρίζεται στην ταύτιση της ΕΕ με την "παθολογία" της παγκοσμιοποίησης και την αποστασιοποίησή της από τις "γνήσιες" αξίες της εθνικής κυριαρχίας.
Ο τεχνολογικός τομέας αναδεικνύεται επίσης σε κρίσιμο πεδίο σύγκρουσης εξουσίας και αξιών. Η απόφαση της ΕΕ να επιβάλει κυρώσεις στην πλατφόρμα Χ του Elon Musk, λόγω παραβίασης των ευρωπαϊκών ψηφιακών κανονισμών, προκάλεσε την οργή τόσο του ίδιου όσο και των Αμερικανών πολιτικών του συμμάχων. Ο Musk απάντησε με κάλεσμα για την πλήρη κατάργηση της ΕΕ, σε μια πρωτοφανή επίθεση που εκφεύγει των ορίων της αντίδρασης και εισέρχεται στη σφαίρα της εχθρότητας.
Ακόμη πιό διαυγής και ενδεικτική του κλίματος γεωπολιτικού παραλογισμού, υπήρξε η συνδηλωτική ειρωνεία του πρόσφατου εξωφύλλου του Der Spiegel, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ εικονίζεται να στέκεται πίσω από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, την ώρα που ο τελευταίος χαράσσει τον χάρτη της Ευρώπης με ένα μαχαίρι. Ο υπότιτλος “Two rogues, one goal” συμπυκνώνει σε πέντε λέξεις το νέο γεωπολιτικό σχήμα της αντιστροφής συμμαχιών και αξιών.
Εντός αυτής της συνδηλωτικής πραγματικότητας, ο αντιευρωπαϊσμός δεν προσομοιάζει με πολιτική κριτική, αλλά προσλαμβάνει τη μορφή ενός δογματικού αυταρχισμού, ο οποίος υποδύεται τον αντίλογο ενώ συγκαλύπτει τις απολυταρχικές του στοχεύσεις πίσω από το προσωπείο της ρητορικής “παρρησίας”.
Η ομιλία του Αντιπροέδρου JD Vance στο Μόναχο τον περασμένο Φεβρουάριο προσέδωσε θεσμική επίφαση σ’ αυτή τη ροπή. Στρέφοντας τα βέλη του όχι προς τη Ρωσία ή την Κίνα, αλλά πρωτίστως προς την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Vance αναπαρήγαγε την αντίληψη της Ένωσης ως τροχοπέδη στην παγκόσμια στρατηγική των ΗΠΑ. Η αντίδραση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, António Costa, ήταν σαφής: "Η ομιλία του Vance και τα αλλεπάλληλα tweets του Τράμπ έχουν καταστεί επίσημη αμερικανική πολιτική. Οφείλουμε πλέον να αντιδράσουμε ανάλογα".
Ίσως η πιό ανησυχητική πτυχή της παρούσας συγκυρίας είναι ότι οι ενδείξεις υπονόμευσης της ΕΕ δεν περιορίζονται στην πολεμική ρητορική. Δημοσιογραφικές πηγές κάνουν λόγο για παρασκηνιακές προσπάθειες του Λευκού Οίκου να ενθαρρύνει συγκεκριμένα κράτη-μέλη να αποχωρήσουν από την Ένωση. Άν οι εν λόγω πληροφορίες ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, πρόκειται όχι απλώς για ανατροπή της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας, αλλά για συνειδητή εκτροπή προς μία αντιευρωπαϊκή επιθετικότητα, μεταμφιεσμένη σε γεωπολιτικό ρεαλισμό.
Οι προσπάθειες εξευμενισμού, όπως εκείνη του Γενικού Γραμματέα του NATO Μάρκ Ρούττε, ο οποίος αποκάλεσε δημοσίως τον Πρόεδρο των ΗΠΑ "daddy", συνιστούν μάλλον έκφραση αμηχανίας, παρά στρατηγική ευφυΐα.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζεται όχι ως ισότιμος εταίρος αλλά ως παρωχημένος οργανισμός σε διαδικασία αποδόμησης. Καθώς το πνεύμα του τραμπισμού επιθυμεί όχι μόνο την αποδυνάμωση αλλά και την ταπείνωση της ΕΕ, το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν η Ευρώπη διαθέτει το ηθικό και πολιτικό απόθεμα να ανασυσταθεί σε έναν κόσμο όπου ακόμη και οι ιστορικοί της σύμμαχοι φαίνεται να έχουν στραφεί εναντίον της.
...
Η ευρωπαϊκή αντίδραση στην ορατή πλέον ρήξη με τις Ηνωμένες Πολιτείες παλινδρομεί εντός ενός φάσματος επιφυλακτικότητας, αμηχανίας και σκεπτικισμού, αποπνέοντας την αίσθηση πως η Ένωση δυσκολεύεται να αποδεχθεί ότι το μεταπολεμικό σύμφωνο εμπιστοσύνης έχει πλέον καταρρεύσει. Οι αρχικές της αντιδράσεις έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα ενστικτωδών αντανακλαστικών παρά συνεκτικής στρατηγικής. Κι όμως, κάτω από το επίχρισμα της διστακτικότητας, αρχίζει να διαφαίνεται ένα υπόρρητο υπόστρωμα αντίστασης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά την αδράνεια και τη θεσμική βραδύτητα, κατανοεί ότι βρίσκεται ενώπιον της δομικής μεταβολής των παγκόσμιων συσχετισμών και ότι η παραμονή της σε θέση αναμονής ισοδυναμεί με γεωπολιτική αυτοχειρία. Το φαινόμενο της διπλής αμφισβήτησης, εξωγενώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενδογενώς από κυβερνήσεις όπως της Ουγγαρίας, καθιστά αναγκαία τη διατύπωση ενός νέου αφηγήματος, όχι μόνο ως απάντηση στη πίεση, αλλά ως στρατηγική πολιτισμικής αντεπίθεσης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλοι θεσμικοί βραχίονες του οικοδομήματος επιχειρούν, συχνά με διακριτικότητα, να ανακτήσουν τον στρατηγικό ειρμό μέσω της αναζωογόνησης της πολιτικής της διεύρυνσης. Η ΕΕ προσπαθεί να ανακτήσει το κύρος της, προβάλλοντας τον εαυτό της ως προπύργιο κατά του αυταρχισμού, ως μοχλό εκσυγχρονισμού και ως ελκυστικό πεδίο δημοκρατικής ώσμωσης.
Τα εμπόδια αυτής της προσπάθειας είναι πρόδηλα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποφέρει από πολιτική δυσκαμψία και ιδεολογική ασάφεια· στερείται ενιαίας φωνής και ενός πειστικού αφηγήματος για την κοινή μοίρα των λαών της. Παρά ταύτα, μέσα από την πολυμορφία σχηματίζεται ένας ετερόκλητος, αλλά συνεκτικός πυρήνας πίστης στις ιδρυτικές αρχές του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Είτε πρόκειται για μεταρρυθμιστικές κυβερνήσεις των Δυτικών Βαλκανίων είτε για πολίτες της Ουκρανίας και της Μολδαβίας που επιμένουν να εννοούν την Ευρώπη ως υπόσχεση, η ευρωπαϊκή ιδέα επιβιώνει.
Η αμερικανική στροφή έχει εξαναγκάσει την Ευρώπη να εστιάσει με νέα ένταση στον εαυτό της. Ο πόνος της προδοσίας, ή μήπως της αναγκαίας αφύπνισης; δύναται να γεννήσει τη δυνατότητα ανασύστασης. Αν η Ένωση μπορέσει να αρθρώσει ένα νέο αφήγημα, πέραν των παλαιών εξαρτήσεων, τότε η τραμπική απαξίωση, ίσως αποτελέσει το αναγκαίο καθαρτήριο σοκ για την επιστροφή στην ουσία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
...
Απέναντι στο κύμα γεωπολιτικού κυνισμού που εξακτινώνεται από το ένα άκρο του Ατλαντικού στο άλλο, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να επανανοηματοδοτήσει το αποτύπωμά της, υπερβαίνοντας τον ρόλο του αμιγώς τεχνοκρατικού σχήματος διακυβέρνησης, και να αναδειχθεί σε αξιακή μήτρα κοινών προσδοκιών και πολιτισμικού ήθους.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία λειτούργησε ως καταλύτης μεταστροφής της συνείδησης των Βρυξελλών. Η ίδια η ιδέα της Ευρώπης δεν μπορεί πλέον να νοηθεί ανεξάρτητα από τη στρατηγική της διεύρυνσης· ο πόλεμος δεν διεξάγεται απλώς επί των συνόρων, αλλά επί του πεδίου αντοχής του ευρωπαϊκού ιδεώδους απέναντι στην ιστορική αμνησία. Εκεί όπου οι παλαιοί θεσμικοί πυρήνες της Ένωσης εμφανίζουν συμπτώματα κόπωσης, οι χώρες της περιφέρειας, μεταξύ αυτών η Ουκρανία, η Μολδαβία, το Μαυροβούνιο και η Αλβανία, απροσδόκητα αναζωπυρώνουν το ευρωπαϊκό όραμα ως ηθικό ανάχωμα απέναντι στον αυταρχισμό.
Η ρήση του Προέδρου του Μαυροβουνίου, Jakov Milatović, συνοψίζει με ενάργεια αυτή τη μετατόπιση: "Ο πόλεμος στην Ουκρανία έκανε την Ευρώπη να κατανοήσει ένα βαθύ πράγμα, ότι η διεύρυνση της Ένωσης είναι επίσης ζήτημα ασφάλειας της ηπείρου". Πρόκειται για δήλωση που επιτελεί δύο σκοπούς: αποκαθιστά το πολιτικό βάθος της γεωστρατηγικής και επαναφέρει το ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως ενεργό επιταγή ιστορικής αυτοσυντήρησης. Η επιθυμία προσχώρησης δεν ερείδεται μόνον σε οικονομικά κίνητρα· αποτυπώνει την ανάγκη για διακριτή ταυτότητα και ασφάλεια μέσα σε ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον. Η ένταξη δεν εκλαμβάνεται πλέον ως διοικητική διευθέτηση, αλλά ως χειρονομία ελπίδας και ιστορικής δικαίωσης των αξιών της Ευρώπης.
Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρ’ όλη τη μετριοπάθεια που την χαρακτηρίζει, δεν αποκρύπτει πλέον την πολιτική εμβέλεια των μεταρρυθμίσεων που υλοποιούνται στις χώρες της διεύρυνσης. Η Ευρωπαία Επίτροπος Διεύρυνσης, Marta Kos, διατυπώνει χωρίς περιστροφές: "Οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν· και αυτό πρέπει να λειτουργήσει ως πρόσθετο κίνητρο για τις υπόλοιπες υποψήφιες χώρες".
Μέσα σε αυτό το ιστορικοπολιτικό περίγραμμα, αναφαίνεται με διαύγεια το εγγενές παράδοξο της ευρωπαϊκής συνθήκης: ενώ στον πυρήνα της αμφισβητείται, στην περιφέρειά της πολλοί άλλοι προσβλέπουν σε αυτήν ως πολιτική κιβωτό. Η Ευρώπη, ακόμη και πληγωμένη, εξακολουθεί να ακτινοβολεί την ελπίδα, έλκοντας τις προσδοκίες λαών που επιζητούν τη συμμετοχή στο αξιακό της κεκτημένο. Άν η διεύρυνση πραγματωθεί ως πράξη ιστορικής συνέχειας, διαθέτει την ισχύ να αποκαταστήσει το κλονισμένο κύρος της Ένωσης και να της προσδώσει εκ νέου πολιτικό μεγαλείο με οικουμενική εμβέλεια.
...
Η περίπτωση της Ουκρανίας συνιστά το πλέον σπαρακτικό παράδειγμα. Ο πόλεμος με τη Ρωσία ανέδειξε την ευρωπαϊκή ένταξη σε διακύβευμα εθνικής επιβίωσης. Η διαδικασία, παρότι συναντά θεσμικά εμπόδια και βέτο, με πιο ηχηρό αυτό της Ουγγαρίας, επανειλημμένα παρουσιάζεται από τις Βρυξέλλες ως αναγκαίος μηχανισμός αποτροπής της γεωπολιτικής κατάρρευσης.
Ωστόσο, η ένταξη της Ουκρανίας παραμένει αιωρούμενη, εναποτιθέμενη στην προϋπόθεση μιας ειρηνευτικής συμφωνίας· και τούτο μεταθέτει την ευρωπαϊκή υπόσχεση σε έναν απροσδιόριστο χρονικό ορίζοντα. Παρ’ όλα αυτά, η ηθική και πολιτισμική ενσωμάτωση της Ουκρανίας έχει ήδη συντελεσθεί: οι θυσίες του ουκρανικού λαού έχουν εγγραφεί στην ευρωπαϊκή συλλογική συνείδηση ως αντίτιμο υπέρ του φιλελεύθερου πυρήνα της Ευρώπης.
Η Μολδαβία, έστω και με περιορισμένους θεσμικούς πόρους, αναδεικνύεται σε έναν εκ των πλέον ακλόνητων συμμάχων της ευρωπαϊκής προοπτικής. Η χώρα, εγκλωβισμένη μεταξύ ρωσικής επιρροής και εσωτερικής κοινωνικής αστάθειας, επιδιώκει την ένταξη στην ΕΕ ως αντίβαρο στην αποσταθεροποίηση. Ο Υπουργός Εξωτερικών Mihai Popșoi αναγνωρίζει τον κίνδυνο: "Η απογοήτευση από τη διαδικασία ένταξης θα δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για την ρωσική προπαγάνδα".
Παρά τη σχετική θεσμική αδυναμία, η Μολδαβία κατορθώνει, μέσα από εκλογικές αναμετρήσεις και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, να θεμελιώσει ένα πολιτικό αφήγημα σταθερότητας. Ο Popșoi τονίζει: "Η νέα κυβέρνηση έχει εντολή να κυβερνήσει με σταθερότητα και με σαφές όραμα για την ένταξη στην Ένωση". Πρόκειται για ένα κράτος μικρής εδαφικής κλίμακας που η ηθική του πυκνότητα υπερβαίνει το μέγεθός του.
Το Μαυροβούνιο, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη βαλκανική χώρα, έχει ενστερνιστεί την ευρωπαϊκή προοπτική ως πυξίδα της εθνικής του πορείας. Η εκλογική επικράτηση του Jakov Milatović το 2023 στηρίχθηκε στην υπόσχεση πλήρους ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως το 2028. Η διακυβέρνησή του έχει επικεντρωθεί σε μεταρρυθμίσεις που αγγίζουν τον πυρήνα του κράτους: καταπολέμηση της διαφθοράς, ενίσχυση της θεσμικής διαφάνειας, και αποκατάσταση της πολιτικής λογοδοσίας.
Η δήλωσή του στην Ουάσιγκτον, ότι η ΕΕ θα αποτελέσει για τη χώρα του "εξωτερική άγκυρα", συνιστά αναγνώριση ότι η δημοκρατία, στα μικρά και ευάλωτα κράτη, δύσκολα ευδοκιμεί χωρίς ένα ισχυρό ευρωπαϊκό στήριγμα. Το Μαυροβούνιο προσφέρεται ως επιβεβαίωση ότι η διεύρυνση δεν είναι πολυτέλεια, αλλά συνθήκη επιβίωσης για χώρες που επιθυμούν να αποδράσουν από τον βαλκανικό φαύλο κύκλο.
Η Αλβανία, υπό την εκκεντρικά χαρισματική και συνάμα στρατηγικά διορατική ηγεσία του Πρωθυπουργού Edi Rama, βιώνει την επιθυμία ευρωπαϊκής ένταξης ως εξομολόγηση. Η εμβληματική του παρέμβαση στο Λονδίνο, όπου ειρωνεύτηκε το Brexit λέγοντας: "ζητήσατε περισσότερες επενδύσεις και έχετε λιγότερες· περισσότερη ευτυχία και βιώνετε κατάθλιψη", συνοψίζει παραδειγματικά την αλβανική αντίληψη της Ευρώπης ως χώρου απεγκλωβισμού από τα κατάλοιπα της ιστορικής υστέρησης.
Η Αλβανία δεν διεκδικεί την Ευρώπη ως αναφαίρετο δικαίωμα, αλλά ως εξαγνιστική πράξη αναμόρφωσης και ένταξης σε ένα αξιακό σύστημα, το οποίο, κατά την δική της αυτοκριτική παραδοχή, ακόμη δεν έχει πλήρως εσωτερικεύσει, αλλά επιθυμεί να αφομοιώσει με δέος.
...
Η αντιστροφή είναι αποκαλυπτική: ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτουν ως κατάλοιπο ενός ξεπερασμένου κόσμου, προσλαμβάνεται από ευρύτερα τμήματα της διεθνούς κοινότητας ως δίοδος προς τον μοντέρνο άνθρωπο.
Η αντίστιξη με το Brexit καθιστά την αντινομία σχεδόν ποιητικά διαυγή. Ακριβώς τη στιγμή που κράτη όπως η Αλβανία, το Μαυροβούνιο και η Ουκρανία διεκδικούν την ένταξή τους στο ευρωπαϊκό σώμα, ένα από τα ιστορικά του μέλη, το Ηνωμένο Βασίλειο, βιώνει τις υπαρξιακές επιπτώσεις της αυτοβούλως επιλεγείσας αποσύνδεσης. Ο,τι θεωρήθηκε ως ανεξαρτησία, αποκαλύπτεται εκ των υστέρων ως επιλογή μοναξιάς· μιά ελευθερία κενή προοπτικής.
Ο διττός αυτός φόβος, της παραμονής σε μία Ένωση που φθίνει και της εξόδου από μια Ένωση που ακόμη λειτουργεί ως αξιακή πηγή, έχει δημιουργήσει ένα νέο τοπίο: την Ευρώπη ως διαρκές εργοτάξιο, όπου η ίδια η ατελής φύση της πορείας της καθίσταται το ύστατο έρεισμα ελπίδας.
Μέσα σ’ αυτήν την προοπτική, εάν η Ευρώπη κατορθώσει να ιδεί τον εαυτό της μέσα από το βλέμμα των περιφερειακών προσδοκιών, τότε η ψυχρότητα του άλλοτε συμμάχου ίσως μετατραπεί σε ευεργετική δοκιμασία ανασύστασης του ιστορικού της ρόλου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται πλέον να επιλέξει: θα παραμείνει ένα σύνθετο πλέγμα αμφίθυμων γραφειοκρατιών που ελκύει από συνήθεια και απωθεί από κόπωση; Ή θα επαναβεβαιώσει το ιστορικό μεγαλείο της αποστολής της; Στο μέτρο που αναγνωρίζει ότι η πίστη των εξωτερικών αιτούντων συνιστά καθρέφτη της δικής της αξιακής ακτινοβολίας, η Ευρώπη θα μπορέσει να επανεφεύρει τον εαυτό της.
...
Ο κόσμος της ύστερης νεωτερικότητας είναι ένας κόσμος κλονισμένων παραδοχών. Οι συμμαχίες δεν είναι πλέον αυτονόητες, οι αξίες δεν εδράζονται σε αδιαμφισβήτητες αρχές, και η προοπτική των λαών δεν εκτυλίσσεται σε ευθύγραμμες ιστορικές τροχιές.
Αν κάτι καθίσταται αναμφίλεκτα προφανές, είναι πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να συνεχίσει ως ένας μονοσήμαντος τεχνοκρατικός μηχανισμός εσωτερικής διαχείρισης και εξωτερικής αμηχανίας. Οφείλει να επανιδρύσει τον εαυτό της ως ομοσπονδιακή ένωση με αξιακή ραχοκοκαλιά και ένα οραματικό αφήγημα που να εμπνέει.
Η αντίφαση ανάμεσα στην απαξιωτική στάση των ΗΠΑ και το φιλοευρωπαϊκό πάθος των περιφερειακών κοινωνιών αποτελεί, εν τέλει, πρόκληση για την Ευρώπη: να μη γίνει ο ίδιος της ο ίσκιος· να μην αυτοκαταλυθεί ως ήπιο διαχειριστικό μόρφωμα χωρίς πολιτική ορμή.
Στην πράξη, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η άνοδος του αυταρχισμού, η ψηφιακή ανασφάλεια και η γεωπολιτική αποσταθεροποίηση λειτουργούν ως αρνητικά θεμέλια μίας εκ νέου ένωσης, όχι μόνο κρατών, αλλά πεπρωμένων. Μπορεί άραγε η Ευρώπη να ξαναφανταστεί τον εαυτό της ως άρνηση του ιστορικού εφησυχασμού; Να καταστεί το ηθικό κέντρο βάρους μέσα στον επιταχυνόμενο κατακερματισμό του κόσμου; Άν η απάντηση είναι θετική, τότε το σημερινό ρήγμα με τις ΗΠΑ δεν είναι το τέλος μιας συμμαχίας, αλλά η αφετηρία της πολιτικής ενηλικίωσης.
Σε έναν αιώνα που φαίνεται να κουράστηκε από τις μεγάλες αφηγήσεις, η ΕΕ. οφείλει να γίνει η τελευταία σοβαρή αφήγηση. Όχι επειδή είναι τέλεια. Αλλά επειδή ακόμη, εν μέσω όλων των ατελειών, συνεχίζει να φέρει το βάρος των ελπίδων του κόσμου· χωρίς να διαθέτει άλλο τεκμήριο νομιμοποίησης πέρα από την υποχρέωση να μην τις διαψεύσει και, να κατορθώσει να σταθεί στο ύψος τους.
*Η Μαίρη Αποστολίδη είναι νομικός
