Η αυτοδικία και η ασφάλεια ως δημόσιο αγαθό

Η απεχθής εικόνα που έκανε το γύρο του διαδικτύου, με το τρομοκρατημένο βλέμμα ενός ανθρώπου να ξεπροβάλει από τη μισάνοιχτη πόρτα ενός συρόμενου τρέιλερ και η φωνή πίσω από το κάδρο «εικοσιπέντε κομμάτια», αποτελεί όνειδος για τον πολιτισμό μας.

Οι κοινωνίες, από τα πρώτα βήματα κιόλας που έκαναν, ένα από πρώτα πράγματα που ρύθμισαν ήταν ο τρόπος άσκησης της βίας εντός της κοινότητας των ανθρώπων. Αποφάσισαν πως δεν μπορεί ο καθένας να εφαρμόζει τον «νόμο» έτσι όπως αυτός τον αντιλαμβάνεται, αλλά πως θα υπάρχουν κοινοί κανόνες, υποχρεωτικοί για όλους και πως για την εφαρμογή τους θα υπάρχει ειδικός μηχανισμός. 

Έκτοτε, με διαρκείς αναθεωρήσεις και βελτιώσεις, καταλήξαμε πως δικαίωμα άσκησης νόμιμης βίας έχει μόνο το κράτος και οι εντεταλμένοι προς αυτό μηχανισμοί, δηλαδή τα σώματα ασφαλείας. 

Η αυτοδικία με τη μορφή της αντιποίησης αρχής, είναι ένα από τα πιο αντικοινωνικά αδικήματα. Επιβάλλεται το δίκαιο του ισχυροτέρου και καταλύεται κάθε έννοια νομιμότητας, δικαιοσύνης, ισονομίας και ισηγορίας. 

Η αυτοδικία, οι «ομάδες πολιτοφυλακής», τα διάφορα επηρμένα «κομάντο», είναι το κλειδί που ανοίγει την πόρτα του χάους και της κατάρρευσης της κοινωνίας. Είναι η αποτυχία, η κατάρρευση του πολιτισμού. Ως εκ τούτου η καθολική και απερίφραστη καταδίκη τέτοιων φαινομένων, είναι χρέος και καθήκον καθενός που θεωρεί πως ανήκει σε μια ανοιχτή, δημοκρατική κοινωνία. 

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσουμε πως εδώ και δύο περίπου δεκαετίες, καλλιεργήθηκε συστηματικά στη χώρα μας μια γενικευμένη άρνηση εφαρμογής των νόμων με το πρόσχημα της «αντίστασης στο σύστημα», «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, του σπουδαστή, του αγρότη, του...», στη «αντίστασης στη βία των μνημονίων», στους «ξένους που έρχονται να μας κλέψουν τον ήλιο και το τσίπουρο». Για να μην αναφερθούμε στην οπαδική βία, στη βία των ανηλίκων, στην ενδοοικογενειακή βία, τομείς όπου αντιμετωπίζουμε ραγδαία αύξηση περιστατικών, συχνά με θανατηφόρα κατάληξη. 

Την ίδια στιγμή, υπάρχουν ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές, οι οποίες προκλητικά, επιδεικνύουν αδιαφορία για την τήρηση των κανόνων της κοινωνικής συμβίωσης και μένουν ατιμώρητες ή τιμωρούνται με ποινές - χάδια και αυτές με αναστολή. 

Παράλληλα, είναι κοινός τόπος η διαπίστωση πως ο επαγγελματισμός και η αποτελεσματικότητα των επιφορτισμένων με την τήρηση της τάξης και εντεταλμένων οργάνων της πολιτείας, δεν είναι στο επίπεδο που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις των πολιτών, οι οποίοι έχουν κάθε δικαίωμα να απολαμβάνουν την ασφάλεια ως δημόσιο αγαθό. 

Εκεί όπου απουσιάζει η οργανωμένη πολιτεία, εκεί όπου η ασφάλεια ως δημόσιο αγαθό δεν προστατεύεται, εκεί ξεπροβάλλουν τα άνθη του Κακού και σαν ζιζάνια μολύνουν τον κατά τα άλλα εύφορο λειμώνα που λέγεται κοινωνία και διψά για πρόοδο και προκοπή. 

Συνδυαζόμενοι οι τρεις αυτοί παράγοντες, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, το οποίο αν προς το παρόν μας δίνει μικρές, αλλά απεχθείς εκρήξεις, τίποτα δεν προδικάζει πως στο μέλλον δεν θα αντιμετωπίσουμε μία μεγάλη, καταστροφική έκρηξη. 

Το προχθεσινό επεισόδιο δεν επιδέχεται καμίας δικαιολογίας. Πρόκειται για ένα περιστατικό που πρέπει να αφυπνίσει πριν απ’ όλα την ίδια την κυβέρνηση και να ξαναδεί το θέμα της ασφάλειας και του κολασμού της παραβατικής συμπεριφοράς τόσο στην κοινωνία γενικότερα, όσο και στις παραμεθόριες περιοχές της χώρας, οι κάτοικοι των οποίων δοκιμάζονται σκληρά από τις επιπτώσεις της παράτυπης μετανάστευσης. Είναι παρήγορο το γεγονός πως, τουλάχιστον, ήταν άμεση η αντίδραση της αστυνομίας και της εισαγγελίας, οι οποίες έσπευσαν να συλλάβουν τους υπαίτιους και να τους παραπέμψουν στη δικαιοσύνη. Έγινε, όμως, εκ των υστέρων, ενώ το θέμα είναι η πρόληψη. 

Οι αιτιάσεις προς την κυβέρνηση προέρχονται από ανθρώπους που την ψήφισαν δύο φορές στις τελευταίες εκλογές. Διαφέρουν όμως ποιοτικά, γιατί δεν ανήκουν στη γνωστή συνομοταξία των κομματόσκυλων, τα οποία είναι πρόθυμα να δικαιολογήσουν ή να βρουν ελαφρυντικά για τα πάντα. 

Απεναντίας, πρόκειται για ανθρώπους που έχουν επενδύσει τις ελπίδες και τους κόπους τους, στις ίδιες τους τις δυνάμεις, δεν ονειρεύονται διορισμούς των παιδιών τους στο δημόσιο, ούτε έχουν αλισβερίσια με αυτό, εκτός της εφορίας, στην οποία καταβάλουν τους φόρους τους. 

Είναι προφανές πως θα πρέπει να επανεξεταστεί εκ βάθρων το ζήτημα της ασφάλειας, είτε αφορά στη φύλαξη των συνόρων, είτε τη δημόσια. Χωρίς ασφάλεια, η οποία θα τηρείται με βάση την αποδοχή της αρχής εκχώρησης του δικαιώματος νόμιμης βίας στο κράτος με παράλληλο και ταυτόχρονο έλεγχο του από θεσμοθετημένα όργανα, δεν μπορεί να υπάρχει δημοκρατικό πολίτευμα, δεν μπορεί να υπάρξει κράτος, δεν μπορεί να υπάρξει χώρα.