Η αντιπολίτευση που βλέπει τα τραίνα να περνούν

Κατατέθηκε χθες στη Βουλή, ο προϋπολογισμός για το 2024. Εγκαίρως και επισήμως. Με μία προσεκτική ανάγνωσή του, διαπιστώνουμε πως η κυβέρνηση επιδίδεται σε ιδιαίτερα λεπτούς χειρισμούς για να διατηρήσει μία ισορροπία προς το εσωτερικό και προς το εξωτερικό. Προς το εσωτερικό, κάνοντας μεθοδευμένες παρεμβάσεις υπέρ αδυνάτων, ενισχύοντας κατά κύριο λόγο ευάλωτες ομάδες και θεραπεύοντας αδικίες ετών για ορισμένους κλάδους (γιατροί, στρατιωτικοί, πανεπιστημιακοί). Προς το εξωτερικό, δείχνοντας πως δεν προχωράει σε οριζόντιες παροχές, εκμεταλλευόμενη την ανάκαμψη της οικονομίας, πως κρατάει υπό έλεγχο τις δαπάνες και κυρίως, το περιβόητο στις ημέρες μας «μαξιλάρι». 

Στο μεταξύ, σύσσωμη η αντιπολίτευση, έσπευσε να καταγγείλει ως ανάλγητο τον προϋπολογισμό και να τον καταδικάσει ως νεοφιλελεύθερο, αποδεικνύοντας για άλλη μία φορά πως οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους στην Ελλάδα. 

Το Κ.Κ.Ε. αναφέρεται σε μία καταστροφή, λες και περιμένει να φτάσει ο Λένιν στον Σταθμό Λαρίσης με το τραίνο για να ξεκινήσει την επανάστασή του. Ωραία ψευδαίσθηση, χωρίς καν υποβοηθητική χημεία. Ζει στον κόσμο του, προβάλει μαξιμαλιστικά συνθήματα και στο τέλος φταίνε πάντα οι άλλοι. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, δια του κ. 13 - 0 μιλάει για οριζόντια μέτρα, λες και δεν θυμάται ο κάθε πολίτης την φοροεπιδρομή επί της «βασιλείας» του το 2015 - 2019. Λογικό είναι πάντως, έχουν τα «μέσα - έξω» των στελεχών, προτάσεις για εκεχειρία 72 ωρών, λες και βρισκόμαστε στη Μέση Ανατολή, ενώ κάποιοι άλλοι δηλώνουν πως το κόμμα δεν είναι ξενοδοχείο. Δεν πειράζει τώρα μοιάζει πάντως με airbnb χώρο, για ευκαιριακούς πολιτικούς πρόσφυγες της αριστεράς. 

Το ΠΑΣΟΚ με τη σειρά του εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία τα βάζει με τις κακές επιχειρήσεις, αναφέρεται με ζήλο στους μικρομεσαίους και τους μη προνομιούχους και γενικά δείχνει να μην έχει ξεφύγει από την ρητορική της δεκαετίας του ’80. 

Οι «Σπαρτιάτες» έχουν τραβήγματα με τη δικαιοσύνη ως ύποπτοι για εξαπάτηση των εκλογέων, η «Νίκη» ασχολείται μάλλον με λιτανείες στον δικό της κόσμο, ενώ η «Πλεύση» μάλλον έχει προσαράξει στα ρηχά, προσπαθώντας να επιλύσει προβλήματα με το πλήρωμα της κοινοβουλευτικής της ομάδας. 

Κοντολογίς, η αντιπολίτευση δείχνει να έχει χάσει την επαφή της με την πραγματικότητα και την κοινωνία. Το κάθε κόμμα σε διαφορετικό βαθμό από τα υπόλοιπα ασχολείται με οτιδήποτε άλλο από το να εκπληρώσει τα συνταγματικά του καθήκοντα, εκείνου του ελέγχου της κυβέρνησης και της κατάθεσης εναλλακτικών προτάσεων για το κάθε θέμα χωριστά. Απορούν μετά γιατί στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται με επιμονή το προβάδισμα της κυβέρνησης έναντι των ανταγωνιστών της στον πολιτικό στίβο. 

Ο Κ. Μητσοτάκης, βέβαια, έχοντας από νωρίς αντιληφθεί την καθοριστική σημασία των μεσαίων στρωμάτων και του πολιτικού κέντρου (όπως το ορίζει ο καθένας), προσπαθεί αν και κεντροδεξιός, να υιοθετήσει πρακτικές, μερικές από τις οποίες κρίνονται ως βέλτιστες, δάνειες από την μακρόχρονη παράδοση και εμπειρία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. 

Ο φετινός προϋπολογισμός είναι αυτό ακριβώς: ένα μίγμα στοχευμένων πολιτικών και οικονομικών παρεμβάσεων, προκειμένου, αφενός να διατηρηθεί η καλή εικόνα της ελληνικής οικονομίας στο εξωτερικό μετά και την αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας και, αφετέρου, να διορθώσει αδικίες, να ενισχύσει ευάλωτους, να ενθαρρύνει διάφορους επαγγελματικούς κλάδους για περαιτέρω ανάπτυξη. 

Ανεξάρτητα από τις αρετές και τα προβλήματα που μπορεί να έχει ο φετινός προϋπολογισμός, αξίζει να έχουμε κατά νου πως όταν έρθει η ώρα της συζήτησής του στη Βουλή, θα περιμένουμε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τουλάχιστον εκείνα που αντιλαμβάνονται τη θέση και τον ρόλο τους σε βάθος χρόνου, να καταθέσουν συγκεκριμένες προτάσεις (και ας μην γίνουν δεκτές από την κυβέρνηση, όπως συμβαίνει συνήθως), έτσι ώστε να μπορούμε ως πολίτες να σχηματίσουμε γνώμη και άποψη. Και όταν λέμε συγκεκριμένες προτάσεις, εννοούμε συγκεκριμένους αριθμούς, διαδικασίες και έλεγχο. Διαφορετικά, θα πρόκειται για μία ακόμη χαμένη ευκαιρία, να αποκτήσει η χώρα την αντιπολίτευση που έχει άμεση και ζωτική ανάγκη.