Μούγκα στη στρούγκα

«Όχι στα ψευτοδιλλήματα ή Παπανίκος ή Αποστόλης» έγραψε κάποιος σκωπτικά στο Twitter σχολιάζοντας την εύλογη ταραχή που προκάλεσαν όσα συνέβησαν στο Φεστιβάλ της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ θέλοντας, υποθέτουμε, να επισημάνει ότι η σάτιρα πρέπει να γίνεται αποδεκτή τόσο από τους «Κόκκινους» όσο κι από τους «Μπλε».

Αν και είναι μεγάλος ο πειρασμός να επιχειρηματολογήσουμε πάνω στο γιατί η άποψη αυτή που θέλησε να θυμίσει στην ομήγυρη ότι προσβλητική σάτιρα παράγεται εκατέρωθεν δεν στέκεται, δεν θα το κάνουμε γιατί μας ενδιαφέρει να σχολιάσουμε μια άλλη πτυχή του ζητήματος.

Άλλωστε έχουν περάσει χρόνια από τότε που η μόνη μη κομμουνιστική νεολαία, αυτή του Ρήγα Φεραίου, προσκαλούσε στα φεστιβάλ της για να ψυχαγωγηθεί τον Μάνο Χατζιδάκι. Σήμερα τα πράγματα και ως εκ τούτου και οι ποιότητες έχουν αλλάξει.*

Αυτό όμως που αξίζει να σχολιαστεί είναι η διαρκής σιωπή όσων είναι βέβαιο ότι διαφωνούν με αυτά τα καμώματα και με την ανοχή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στον πολακισμό κάθε είδους και είναι αυτονόητο ότι αναφερόμαστε στο μετριοπαθές κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ, αυτούς που επιθυμούν μια σοσιαλδημοκρατική στροφή και μια αποστασιοποίηση από την περίοδο της εθνολαϊκιστικής ρητορικής και της συγκυβέρνησης με την Άκρα Δεξιά.

Την ίδια στιγμή, στο αντίπαλο στρατόπεδο, δεν θα υπάρξει μέρα που κάποιος ψηφοφόρος ή φίλος της Νέας Δημοκρατίας δεν θα «κράξει» και μάλιστα επωνύμως κάποιο στέλεχός της για υπερβολές και λαϊκισμούς που ακούγονται στα τηλεοπτικά παράθυρα ή γράφονται στο Twitter.
Την κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα τα κρίνουν, συχνά καθ' υπερβολήν και με το παραμικρό, οι ίδιοι τους οι ψηφοφόροι και το κάνουν ανοιχτά και κυρίως επώνυμα.

Στην αριστερά δεν αντιδρούν ούτε ψευδωνύμως! Ποτέ και κανείς τους δεν «κράζει» τα στελέχη που παραφέρονται. Κανείς δεν επέκρινε την επιλογή της Νεολαίας να οργανώσει το δρώμενο που συνέδεσε το κόμμα τους και επισήμως με τις ύβρεις του πεζοδρομίου και τον αγοραίο φιλοπουτινισμό.

Δεν κρίνουμε ποτέ τη σάτιρα ως προς το περιεχόμενο. Αυτό που κρίνεται όμως είναι το πεδίο, το μέσο, ο χώρος που της παραχωρείται κάθε φορά για να παραχθεί. Αντικείμενο κριτικής δεν  είναι βέβαια ο Παπανίκος ή ο Αποστόλης που είναι ελεύθεροι να σατιρίζουν ό,τι θέλουν και όπως το θέλουν αλλά αυτοί που επιλέγουν κάθε φορά να ταυτιστούν με τη σάτιρά τους.  Αυτούς κρίνουμε και όχι τους καλλιτέχνες ή τους σκιτσογράφους που σατιρίζουν. Μην παριστάνουμε ότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε τη διαφορά. Αλλά ας επαναλάβουμε ότι αυτό είναι δευτερεύον. Αυτό που πρέπει να σχολιαστεί είναι ότι στην Αριστερά κανείς δεν κάνει δημοσίως κριτική, κανείς δεν διαμαρτύρεται.

Φοβούνται ή μήπως αδιαφορούν; Είναι εξαιρετικά πιθανό να συμβαίνει το δεύτερο γιατί θεωρούν τον ΣΥΡΙΖΑ ως μια «χαμένη υπόθεση» που δεν αξίζει κανείς να εκτεθεί ώστε να τον διασώσει από τον ίδιο του, τον αυτοκαταστροφικό εαυτό.

Η σιωπή τους όμως συμβάλλει κι αυτή στη νοσηρότητα της δημόσιας σφαίρας γιατί όποιος μετέχει του δημοσίου διαλόγου έχει και τις ευθύνες που του αναλογούν για την ποιότητά του. Όμως το ζήτημα υπερβαίνει την ποιότητα και την αισθητική του λόγου:  Η σιωπή τους βλάπτει σοβαρά τη Δημοκρατία.

* Αχρείαστη, σε εμάς, η υπόμνηση ότι ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αποχωρήσει από το Φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ το 1985 καταγγέλλοντας την ως «Νεολαία του Αναψυκτηρίου» γιατί το γεγονός συνηγορεί υπέρ της δικής μας άποψης: η ΟΝΝΕΔ άλλαξε ριζικά προς το καλύτερο ενώ η Νεολαία της Αριστεράς... Ας το αφήσουμε, καλύτερα.