Το ρεφραίν και της δικής μας ζωής

Το ρεφραίν και της δικής μας ζωής

Της Ελένης Γκίκα

Είναι κάποια βιβλία που κουβαλάμε μέσα μας εξ αρχής: από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε να αφηγούμαστε ιστορίες, τα είχαμε ακούσει ακόμα και πριν τη γέννησή μας, γι’ αυτά, ενδεχομένως, και να γίναμε συγγραφείς.

Μια τέτοια περίπτωση βιβλίου είναι και «Το τραγούδι του πατέρα», του Θεόδωρου Γρηγοριάδη από τις εκδόσεις Πατάκη.

«Το έξω είναι ο πατέρας, το μέσα είναι η μητέρα» έχει φτάσει απλουστευτικά ως εμάς μια ρήση του Καρλ Γιουγκ. Για να κατανοήσουμε την επιρροή και την προστατευτική δύναμη των δύο γονιών, ο σπουδαίος ψυχίατρος και ψυχαναλυτής χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα την αναλογία της φωλιάς των πουλιών: το έξω στρώμα, σκληρό συμπαγές, δομημένο από πιο σκληρά υλικά γίνεται «ο μηχανισμός που φέρνει δομή στο αδόμητο». Το μέσα στρώμα, πιο μαλακό, φτιαγμένο από πούπουλα είναι το μητρικό πλαίσιο. «Ο πατέρας ενεργοποιεί την ταυτότητα του είδους», θα επιμείνει, «είναι εκείνη η αρχή που βοηθά τον άνθρωπο να εδραιώσει τα όριά του, να βρει την ταυτότητά του, να διαπραγματευθεί με τον έξω κόσμο και να δομήσει την δική του Persona». 

Οι αρχές μας, οι αξιακοί κώδικες είναι όλοι εκεί. Δεν είναι, λοιπόν, κανείς να απορεί για το ότι ο πατέρας, η ζωή του πατέρα θα γίνει στη συνέχεια το πανωφόρι και για τη δική μας ζωή. Έχουν προηγηθεί άλλωστε σχεδόν όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς: Ντοστογιέφσκι, Σαίξπηρ, Τουγκιένιεφ, Κάφκα, Στρίντγμπεργκ, αλλά και νεώτεροι, σύγχρονοι, η σχέση με τον πατέρα και η ζωή του πατέρα είναι πάντα, θα είναι, η αρχαία πηγή- πληγή.

Δεν είναι να απορεί, λοιπόν, κανείς που από τα πρώτα σκαριφήματα ιστορίας για τον συγγραφέα Θεόδωρο Γρηγοριάδη ήταν η βιωματική αυτή ιστορία, ασχέτως αν στην πορεία τον κέρδισαν πιο σύνθετες και πολύπλοκες μυθοπλασίες.

Μετά τα βραβεία του, όμως, και το βαθύ χνάρι του στη λογοτεχνία, επιστρέφει εύλογα και σ’ αυτό που αφορά τη δική του ζωή. Και με μια διάθεση προφορικότητας, κάτι ανάμεσα σε παραμύθι, ιστορία, χρονικό, μαρτυρία ξαναπιάνει «Το τραγούδι του πατέρα».

«Κι εσύ Θόδωρε θα γράψεις για τον πατέρα σου;» θα αναρωτηθεί. «Σκοπός μου ήταν το κείμενο να μοιάζει με προφορική αφήγηση και παράλληλα πεζογραφία. Δεν ήθελα ένα βιβλίο νοσταλγίας για να δακρύσουμε όλοι μαζί», θα εξηγηθεί. Και στη συνέχεια θα το αρχίσει κάπως σαν παραμύθι και όνειρο, για να χωρέσει μέσα του ξεριζωμούς, το ούτι του παππού, το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια της οικογένειας για όλους τους αδελφούς, την κιθάρα, το τραγουδιστικό τρίο των φίλων, το τσαγκαράδικο του πατέρα, τα καπνοχώραφα, τη λαχτάρα για ζωή και για μουσική, την απώλεια και το τραγούδι μιας γενιάς που τόλμησε να ονειρευτεί. 

Κάπου, «στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, σε ένα καπνοχώρι του Παγγαίου όταν τρεις νέοι αγρότες, προσφυγόπουλα και κανταδόροι στις γειτονιές των κοριτσιών, φτιάχνουν ένα µουσικό τρίο, κιθάρα, ακορντεόν και βιολί, το Τρίο Καντάδα, Παίζουν στους γάµους και στις γιορτές του χωριού, τραγουδάνε ισπανόφωνα τραγούδια και γράφουν ένα δικό τους τανγκό, Και ονειρεύονται µια καριέρα παραπέρα, Όµως είναι ερασιτέχνες και δεµένοι µε τον κάµπο.»

Θα ξεκινήσει από τη φωτογραφία. Με ντοκουμέντα ο συγγραφέας, με την πραγματικότητα, θέλει να εκφραστεί και αυτή θα επικαλεστεί:

«Ο κιθαρίστας ήταν ο πατέρας µου. Πρόλαβα να τους γνωρίσω παιδί, τους ακολούθησα στα γλέντια και στις νυφιάτικες αυλές. Χρόνια µετά αποφάσισα να γράψω την ιστορία τους σε ένα µικρό βιβλίο, µε φωτογραφίες που συµπληρώνουν το κείµενο. Ήθελα µια γραφή εξοµολογητική και βιωµατική, διάσπαρτη µε ιστορίες αληθινές, σαν να βγαίνουν από µυθιστόρηµα. Ένα βιβλίο που να ακούγεται σαν τραγούδι. Ένα τραγούδι για τον πατέρα, τους φίλους του και τη γενιά τους, µια γενιά που πάλεψε να ορθοποδήσει, που τόλµησε να ονειρευτεί µε κέφι και ελπίδα.» 

Αυτό θέλησε κι αυτό έκανε. Παραδίδοντας μας κυριολεκτικά ένα μεγάλο, ατόφιο κομμάτι ιστορίας και ζωής που δρασκέλισε σύνορα, περπάτησε χιλιόμετρα, μόχθησε, αγωνίστηκε, ονειρεύτηκε αλλά και έζησε πολύ. Μπορεί να νικήθηκε, βέβαια, από τον χρόνο αλλά ο γιος, ήρθε για να διορθώσει και την αδικία αυτή: Μέσα από «Το τραγούδι του πατέρα», εκείνο το «κανταδόρικο τρίο – πρόσφυγες από τον Πόντο που ρίζωσαν στην ανατολική Μακεδονία, σε ένα χωριό που πάλεψε να προκόψει, αλλά εντέλει το νίκησε ο χρόνος», κέρδισε την αιώνια ζωή.

Ένα βιβλίο που είναι μαζί παραμύθι και ιστορία, προσωπική και συλλογική μνήμη, τραγούδι, μοιρολόγι κι ευχή. Γραμμένο λιτά, δωρικά, απαλά- απαλά, απροσποίητα, σχεδόν μεταξωτά, σαν ζωή. Αποτελώντας για τον συγγραφέα του, αξιακό κώδικα και χρέος, τελικά, σε εκείνον τον νεαρό κιθαρίστα Λεωνίδα που του έδωσε τη ζωή. Μπορεί και για να αφηγηθεί την ιστορία της μάνας του ή του πατέρα του να γίνεται κανείς συγγραφέας. Ποιος ξέρει.