Το προνόμιο της απελπισίας

Το προνόμιο της απελπισίας

Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου

O βαθμός που η πολιτική μπορεί να γίνει «προσωπική» για εμάς που μετέχουμε κυρίως ως ψηφοφόροι αλλά την παρακολουθούμε συστηματικά, μπορεί περιγραφεί με τα λόγια ενός από τους αγαπημένους μας ποιητές, του Τάσου Λειβαδίτη:

«Προσβολές που κάναμε τάχα πως δεν τις καταλάβαμε, μεγάλες αποφάσεις τη νύχτα που τις έθαψε σε λίγο ο ύπνος, ένας τυφλός εγωισμός όταν χρειαζόταν λίγη κατανόηση ή μια ηλίθια συγχώρεση όταν έπρεπε να τους πιάσεις από το λαιμό».

Θα περίμενε κανείς ότι μετά από δέκα χρόνια κρίσης κατά τη διάρκεια των οποίων, όπως παρατήρησε πρόσφατα σε μια εκδήλωση ο καθ. Δημήτρης Σωτηρόπουλος, είδαμε ολόκληρη την ιστορία μας, ό,τι είχαμε ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή ως έθνος, σε fast forward, το να αρκούμαστε σε διαπιστώσεις για όσα συμβαίνουν θα ήταν κάτι που δεν θα το επιτρέπαμε πρωτίστως εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας.

Κι όμως, μετά την πτώχευση και το διχασμό συνεχίζουμε να παρατηρούμε και να διαπιστώνουμε τα προβλήματα και τις παθογένειες αλλά να σταματούμε εκεί.

Τι μπορούμε να κάνουμε αντί να περιοριζόμαστε σε διαπιστώσεις;

Καταρχάς, να μην σπεύδουμε να δικαιολογούμε και να εκλογικεύουμε ό,τι κάνουν οι κυβερνήσεις μόνο και μόνο επειδή τις ψηφίσαμε. Η ψήφος μας δεν ταυτίζεται με το «εγώ» μας.Το βασικότερο όμως είναι να αρχίσουμε να θέτουμε ερωτήσεις. 

Ένα παράδειγμα. Η φράση «Η Ελλάδα είναι εγκλωβισμένη στα στρατηγικά της αδιέξοδα με την Τουρκία» δεν λέει τίποτα, δεν περιγράφει καν το πρόβλημα. Η διαπίστωση αυτή θα έπρεπε να έχει ήδη αντικατασταθεί από μία ερώτηση: «Γιατί η Ελλάδα παραμένει και σήμερα εγκλωβισμένη στα στρατηγικά της αδιέξοδα; Τι σκοπεύει η κυβέρνηση να κάνει γιαυτό; Ποια στάση θα κρατήσει η αντιπολίτευση;».

Άλλο παράδειγμα: «Η κυβέρνηση πήρε από το ΣΥΡΙΖΑ τη σκυτάλη των κομματικών διορισμών και τους συνεχίζει απτόητη. Όλοι ίδιοι είναι τελικά» πρέπει να αντικατασταθεί από την ερώτηση: «Γιατί η κυβέρνηση δεν στελεχώνει το κράτος μέσα από το Μητρώο Στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που διαφήμισε τόσο πολύ όσο ήταν στην αντιπολίτευση; Θέλουμε να μας το εξηγήσει».

Κάθε διαπίστωση του δημοσίου διαλόγου πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα, σήμερα κιόλας, από μια ερώτηση.

Κι αν είναι λάθος για εμάς τους πολίτες να αρκούμαστε στις διαπιστώσεις, τι να πούμε για τους Υπουργούς που βγαίνουν στα ΜΜΕ και διαπιστώνουν κι αυτοί την κατάσταση που υποτίθεται έχουν αναλάβει να διορθώσουν;

Κάποιοι θα μας πουν ότι το να κάνουμε διαπιστώσεις το ενισχύει η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Κι αυτή τη διαπίστωση σπεύδουμε να την αντικαταστήσουμε με μία ερώτηση: Πότε θα καταλάβουν οι χρήστες των σόσιαλ μίντια, όλοι εμείς, ότι για πρώτη φορά στην ιστορία έχουμε στα χέρια μας τα δικά μας κανάλια, τα δικά μας ΜΜΕ τα οποία οφείλουμε να θέσουμε στην υπηρεσία της δικής μας ατζέντας;

Είναι μια μορφή πνευματικής χειραφέτησης το να θέτεις τις κατάλληλες ερωτήσεις, αντί να αρκείσαι στο να περιγράφεις όσα σε ενοχλούν μόνο και μόνο για να μπορέσεις, στη συνέχεια, να οχυρωθείς πίσω από το τείχος της απογοήτευσης που σου δημιουργούν οι ίδιες σου οι διαπιστώσεις, ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες πλέον.

Κι έπειτα, με μόνη την πικρή επίγευση του μηδενισμού στο στόμα, αδυνατούμε να διακρίνουμε και όσα θετικά γίνονται γιατί γίνονται αρκετά θετικά και σωστά. Παράλληλα προς τον απογοητευτικό παλαιοκομματισμό και την ατολμία η κυβέρνηση έχει να επιδείξει μεταρρυθμίσεις ουσίας μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Η ίδια δεν τις «επικοινωνεί» για λόγους που δεν είναι της παρούσης (βασικώς οι άνθρωποι δεν ξέρουν πως να το κάνουν) αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες δεν μπαίνουν στον κόπο να αποτιμήσουν κριτικά και δίκαια το κυβερνητικό έργο το οποίο ρυθμίζει τη δική τους καθημερινότητα, τη δική τους ζωή. Δικαιολογούμε και καταπίνουμε τα αδικαιολόγητα και δεν βλέπουμε όσα αξίζουν της επιδοκιμασίας μας.

Αν η Ελλάδα μας προκαλεί τελικά τόση απελπισία έτσι καθώς μένει βαλτωμένη στις παθογένειές της, να κάνουμε την απελπισία δύναμη, είναι μια στάση απολύτως συνεπής προς την παράδοση και την κουλτούρα μας αυτή, το περιγράφει κάποιος από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος: «Ουδέν ισχυρότερον της απογνώσεως», μας λέει. Να γίνει αυτή η απόγνωση καύσιμο, και η διαπίστωση, ερώτηση. Αλλιώς ας χαρούμε χωρίς ενοχές τη διαχρονική μας ιλαρότητα, ας την παραδεχτούμε. Υπό κάποια έννοια και η ιλαρότητα παραδοσιακά ελληνική είναι.

* Με τον τίτλο «Προνόμιο της απελπισίας» ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς είχε κυκλοφορήσει σειρά επιφυλλίδων του στον Τύπο. Εκεί και οι διδαχές του Αββά Ισαάκ (τα «Ευρεθέντα Ασκητικά») ως εργαλείο ερμηνείας της τότε πολιτικής πραγματικότητας. Το βιβλίο το είχαμε διαβάσει με ενδιαφέρον. Είναι αυτονόητο ότι διαφωνούμε στα πάντα με αυτό.